Οι ηθοποιοί γενικά αντιμετωπίζονται ως δημιουργικά και επιδεικτικά άτομα. Τείνουν να έχουν την ικανότητα να μετατοπίζονται εύκολα από παραδοσιακούς ρόλους σε μη παραδοσιακούς και να επιδεικνύουν συναισθηματικές ακρότητες με στόχο να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις του ρόλου που υποδύονται. Πολλοί ηθοποιοί κατέχουν εκ γενετής τέτοιου είδους ικανότητα ενώ κάποιοι άλλοι την αναπτύσσουν κατά τη διάρκεια ετών κατάρτισης και πρακτικής. Ανεξάρτητα αν αυτή η ικανότητα που εμφανίζουν είναι έμφυτη ή επίκτητη δεν παύει να είναι αρωγός ποικίλων ψυχολογικών και συναισθηματικών διακυμάνσεων. Αυτό έχει συχνά ως συνέπεια, σύμφωνα με τους επιστήμονες, ότι οι ηθοποιοί μπορεί να “πληρώνουν” ένα ψυχολογικό κόστος για μια τέτοια είδους ικανότητα.
Πιο συγκεκριμένα, η Thomson ανακάλυψε ότι οι ηθοποιοί παρουσίασαν υψηλά ποσοστά δέσμευσης και εξάρτησης , όταν τους πήρε συνεντεύξεις, για τραυματικά συμβάντα της ζωής τους σε αντίθεση με την ομάδα ελέγχου -τους μη ηθοποιούς- που εμφάνισαν χαμηλά ποσοστά. Επιπλέον, όταν και στις δύο ομάδες εξέτασαν το εύρος ψυχολογικού τραύματος, οι ηθοποιοί ήταν πιο αποδιοργανωμένοι και αποπροσανατολισμένοι από τους μη-ηθοποιούς. Αυτό το εύρημα θα μπορούσε να υποδηλώσει ότι οι ηθοποιοί που παίζουν τραυματικούς ρόλους θα μπορούσαν να θυμούνται τα δικά τους τραυματικά γεγονότα και να είναι πιο ευάλωτοι στο μετατραυματικό στρες.
Τέλος, παρόλο που οι ηθοποιοί έδειξαν υψηλά επίπεδα ασφαλούς αυτονομίας, σχεδόν οι μισοί απάντησαν με τέτοιο τρόπο που δικαιολογούσε περαιτέρω μελέτες για το πόσο επιρρεπής μπορεί να είναι οι ηθοποιοί στο μετατραυματικό στρες όταν υποδύονται ρόλους που μπορεί να σχετίζονται με αληθινά τραυματικά γεγονότα της ζωής τους. Η Thomson πρόσθεσε: “Η μελέτη μας προσθέτει στο σώμα της έρευνας που υποδηλώνει ότι υπάρχει ένα ψυχολογικό κόστος για τους συμμετέχοντες που ασχολούνται με τις δημιουργικές τέχνες“.