Κόσμος. Ένα τόσο τεράστιο σύνολο, με ακόμα πιο τεράστια πλήθη ανθρώπων σε αυτό, και ακόμα πιο τεράστιες θέσεις, απόψεις και θεωρίες πάνω στο αμέτρητο ποσοστό γεγονότων και συμβάντων που λαμβάνουν χώρα καθημερινά. Υπάρχει τόσο μεγάλη θεματολογία σε όσα δύνανται να τεθούν σε ισχύ που δημιουργεί ταυτόχρονα ένα χάσμα ανάμεσα στις οπτικές σκοπιές εκατομμυρίων ανθρώπων. Από πολιτικά κόμματα μέχρι αθλητικούς συλλόγους, σε οικονομικά και κοινωνικοπολιτισμικά ζητήματα, και από εκεί, σε ηθικούς χρησμούς και πρωτοβουλίες, αυτό το χάσμα έχει την δυνατότητα να διευρυνθεί ακόμα περισσότερο, με τις απόψεις γύρω από τα εν λόγω θέματα να πολλαπλασιάζονται, μαζί του και οι κοινωνοί τους. Ωστόσο, παρ’ όλη την υποκειμενικότητα που περιφέρεται στο χώρο, υπάρχει μια κοινή οπτική που σίγουρα δεν απασχολεί τόσο τους φορείς των απόψεων, καθώς η πλειονότητα τους θεωρεί δεδομένη: «Όλοι οι υπόλοιποι θα συμφωνούσαν μαζί μου». Ο λόγος για το φαινόμενο/σύνδρομο της ψευδούς συναίνεσης.
Το φαινόμενο της ψευδούς συναίνεσης υπάρχει στο νου κάθε ανθρώπου την στιγμή που εκφέρει μια απόλυτα διαμορφωμένη άποψη. Εκείνη τη στιγμή, λοιπόν, η κατάργηση της σαθρότητας με την καθιέρωση συγκεκριμένων επιχειρημάτων υπεράσπισης της θέσης του πομπού, καθιστά απόλυτα λογική την υιοθέτηση των απόψεων αυτών από πλευράς δέκτη. Ο πομπός, με άλλα λόγια, πείθεται ακόμα περισσότερο με την εγκαθίδρυση αυτή των επιχειρημάτων, που κρίνει αδύνατη την επιβολή κάποιας άλλης θέσης.
Όπως γίνεται αντιληπτό, πρόκειται για ένα φαινόμενο που απασχολούσε ανέκαθεν την απανταχού κοινότητα των ειδημόνων ψυχολόγων, προκειμένου να εξεταστεί το ερωτηματικό πίσω από τις συγκεκριμένες απολυταρχικές σκέψεις. Ένας από τους ψυχολόγους που επιχείρησαν συστηματικά να ενασχοληθούν με το εν λόγω φαινόμενο ήταν ο Αμερικανός, αν και γεννημένος στο Οντάριο του Καναδά, Lee Ross, καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Stanford.
Το 1977, λοιπόν, ο 34χρονος τότε Ross, ο οποίος είχε ήδη καλλιεργήσει μια αξιοπρόσεκτη καριέρα ως ακαδημαϊκός καθηγητής, αποφασίζει να θέσει εις πέρας μια ιδέα που τον απασχολούσε καιρό, μια μορφή πειράματος, προκειμένου να αποδειχτεί η έφεση του ανθρώπου στην απολυτότητα της προσωπικότητάς του. Ουσιαστικά, απώτερος σκοπός του όλου εγχειρήματος δεν είναι άλλος από την ανάδειξη της φύσης του ατόμου να υπεραξιολογεί τις ιδέες του έναντι των άλλων, καθώς, όπως πιστεύει ενδόμυχα, η πλειονότητα φέρει τις αντίστοιχες ιδέες.
Το πείραμα του Ross περιελάμβανε δύο κύριες φάσεις. Αρχικά, η πρώτη δεν απαιτούσε ιδιαίτερη συμμετοχή από μεριάς συμμετεχόντων, παρά την συμπλήρωση ενός ειδικά διαμορφωμένου τεστ, με ερωτήσεις που θα αναδείκνυαν την τάση του συνδρόμου της ψευδούς συναίνεσης στα άτομα. Το τεστ, λοιπόν, απαρτιζόταν από 3 ερωτήσεις, αρκετά απλές, που συνόδευαν μια ιστορία τσακωμού ανάμεσα σε δύο άτομα. Παρακάτω, υπήρχαν οι δύο πιθανές λύσεις. Ο Ross και το επιτελείο του ζητούσαν από τους συμμετέχοντες τόσο να επιλέξουν ποια λύση θεωρούν οι ίδιοι πιο ωφέλιμη, και στη συνέχεια να προσπαθήσουν να μαντέψουν τι θα επέλεγαν οι υπόλοιποι, μαζί με μια σύντομη έκθεση περιγραφής του τύπου εκείνου που θα επέλεγε αμφότερες επιλογές.
Τα αποτελέσματα αναμενόμενα ως επί το πλείστον. Η συντριπτική πλειονότητα των ερωτηθέντων θεώρησε, μέσω των απαντήσεών της, πως και οι υπόλοιποι συμμετέχοντες θα επέλεγαν την δική τους άποψη, αυτή που φάνηκε αρκετά πιο λογική στα δικά τους μάτια. Επιπρόσθετα και όσον αφορά την περιγραφή όσων επέλεξαν και τις δύο λύσεις, τα οι συμμετέχοντες ήταν ιδιαίτερα ευρηματικά στους χαρακτηρισμούς τους, με την γενικό πόρισμα να μην δείχνει μεστή συμπάθεια και σεβασμό…
Στη δεύτερη πράξη του πειράματος, ο Ross στράφηκε στους φοιτητές της σχολής στην οποία εργαζόταν τα τελευταία χρόνια. Απευθυνόμενος, λοιπόν, στους ανυποψίαστους φοιτητές του πανεπιστημίου του Stanford, ζήτησε κάτι, συνάμα απλό και περίεργο: Να φορέσουν μια ολόσωμη στολή σάντουιτς και να γυρίσουν τον χώρο του πανεπιστημίου διαφημίζοντας ένα τοπικό εστιατόριο! Οι φοιτητές που εν τέλει θα δέχονταν να γίνουν τελάληδες για την επόμενη μισή ώρα, θα έπρεπε να διαφημίζουν ταυτόχρονα το εστιατόριο, με την χαρακτηριστική ατάκα: «Να φάτε στου Τζο».
Φυσικά, ο ίδιος ο Ross δεν ενδιαφερόταν καθόλου για την διαφήμιση αυτή καθ’ αυτή. Το μόνο που τον απασχολούσε ήταν οι ερωτήσεις που θα ακολουθούσαν στους φοιτητές, και σε αυτούς που δέχτηκαν να συμμετέχουν στο εγχείρημα για το εστιατόριο, αλλά και σε αυτούς που αρνήθηκαν, σχετικά με το γιατί διάλεξαν αυτό που διάλεξαν, καθώς και ποια θεωρούσαν πως θα ήταν η στάση των υπόλοιπων υποψηφίων.
Για ακόμα μια φορά, τα αποτελέσματα δεν προκάλεσαν κάποια αντίδραση στο κοινό. Σύμφωνα με το επιτελείο του Ross, το 62% των συμμετεχόντων θεώρησε πως οι υπόλοιποι θα έπρατταν όπως και αυτοί, ενώ ελάχιστοι ήταν όσοι δήλωσαν κάτι το αντίθετο.
Σε γενικές γραμμές, το πείραμα του Ross σχετικά με το φαινόμενο της ψευδούς συναίνεσης και της επιβολής της στο άτομο ήταν πετυχημένο. Οι στόχοι του επιτεύχθηκαν, καθώς και τα δύο στάδια του εγχειρήματος ήταν απολύτως επαληθευμένα με τις αρχικές εκτιμήσεις του ψυχολόγου. Την ίδια στιγμή, όμως, αφήνει πολλά ερωτηματικά σχετικά με την πραγματική υπόσταση του ατόμου και των συναισθημάτων του, με την απολυτότητα στις απόψεις να συντροφεύει ένα αρκετά μεγάλο ποσοστό ανά τον κόσμο. Μολονότι δεν υπάρχει επίσημα κάποιος ουσιαστικός τρόπος απομάκρυνσης από ανάλογες εμπειρίες, ο ποιοτικός διάλογος και η ψυχική συνεύρεση με τον περίγυρο δύνανται να μειώσουν οποιαδήποτε αντίστοιχη συμπεριφορά.