
«Αυτοπεποίθηση έχω αλλά τη θέτω μονίμως υπό αμφισβήτηση. Δεν σταμάτησα ποτέ για να γευθώ τις δάφνες μου. Με γοητεύει συνέχεια να κινούμαι… Μου αρέσει να χουχουλιάζω αλλά ποτέ επαναπαυόμενος. Υπάρχουν φορές στην Επίδαυρο που κάθομαι μπροστά στη θάλασσα και τη χαζεύω αλλά ακόμη και τότε συμβαίνουν πράγματα μέσα μου. Το ότι δεν πηγαίνω στις πρεμιέρες των έργων μου ή στις βραβεύσεις είναι απλώς γιατί δεν νιώθω άνετα!». Ο Διονύσης Φωτόπουλος είναι ένα αεικίνητο πρόσωπο με ένα διερευνητικό βλέμμα που δεν αφήνει τίποτα στην τύχη του, αν και μπορεί να φαίνονται όλα αβίαστα καμωμένα.Ο Διονύσης Φωτόπουλος είναι ένα πρόσωπο ταγμένο και απόλυτα αφοσιωμένο στην τέχνη του, με σταθερή ρότα, ανεπηρέαστος από το τραγούδι των Σειρήνων που σε παρασύρουν σε ένα περιβάλλον εικονικής πραγματικότητες.
Ο Διονύσης Φωτόπουλος απέκτησε τη μαγιά του καλλιτέχνη-δημιουργού από τα γυμνασιακά του χρόνια στο πλευρό του αδερφού του Βασίλη, που δούλευε τότε τις σκηνογραφικές αποδόσεις των έργων της Λυρικής Σκηνής. Λίγο αργότερα συναντά, διόλου τυχαία, το Γιάννη Τσαρούχη, για να ακολουθήσει μια “κατάδυση” στα υπόγεια του Εθνικού προς αναζήτηση ενός στίγματος που θα οριοθετούσε τον πνευματικό και καλλιτεχνικό του κόσμο. Ο Εμπειρίκος, ο Χατζηκυριάκος- Γκίκας, ο Ελύτης, ο Μόραλης, κ.ά, εξακολουθούν να στέκονται συγκυβερνήτες του ακόμα και σήμερα που η παρουσία του στο θέατρο και τον κινηματογράφο δεν περνά απαρατήρητη και είναι ανά τον κόσμο αναγνωρίσιμη.

Η αφετηρία του στην ταινία «Οιδίπους Τύραννος» του Oswald Deptke το 1966 ήταν δηλωτική της πορείας του και της σκηνοθετικής του φόρμας στο αρχαίο δράμα, όπως θα φανεί στις επόμενες δουλειές του. Έκτοτε έχει φιλοτεχνήσει σκηνικά και κοστούμια για περισσότερες από 400 παραστάσεις και περίπου 40 ταινίες. Αγωνία του είναι να αγγίζει τις ευαίσθητες χορδές των θεατών,… «Είναι η αγωνία του να ανακαλύψεις την ποίηση που έχει ένα κείμενο και τον τρόπο που θα την ερμηνεύσεις»…, να προκαλεί τον προβληματισμό τους, χωρίς ο ίδιος να αυτοπεριορίζεται και να αυτοπροσδιορίζεται από τα αυστηρά αρχέτυπα αλλά τολμά και επιχειρεί μια μεταμοντέρνα οπτική. Στην «Ιφιγένεια» (1977), λοιπόν, του Μιχάλη Κακογιάννη, το πλήθος των στρατιωτών που έκαναν στην άκρη για να περάσει ο Αγαμέμνονας-Κώστας Καζάκος φορούσαν κοντούς χιτώνες, αλλά τα οπίσθιά τους ήταν ακάλυπτα, για οικονομία στο ύφασμα. Στην «Ηλέκτρα» (1980) του Κουν, είχε γεμίσει το Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου με στάχυα που είχε βάψει κόκκινα «και είχε γεμίσει ο τόπος αρουραίους» θα θυμηθεί σε μια συνέντευξή του.
Αναζητά και βρίσκει το λιτό, το απέριττο και το ουσιώδες, δηλαδή το δωρικό, το απόλυτα ελληνικό, χωρίς αναστολές που θα οδηγούσαν σκηνοθετική δυσκαμψία. Ο Οδυσσέας Ελύτης συνόψισε με τον δικό του τρόπο την ιδιαιτερότητα, αλλά και την πολυπλοκότητα της δουλειάς του: «Να αξιοποιείς το ελάχιστο για να του αποσπάς τα μέγιστα είναι το πιο δύσκολο και το πιο “ελληνικό” μυστικό. To πυρ που ζητάει να υποκλέψει από τους αρχαίους ο Διονύσης Φωτόπουλος, για να αντιμετωπίσει τις πιο ετερόκλητες απαιτήσεις της εποχής του, είναι αυτό. Είναι η γραμμή η “έσχατη” που βγαίνει απ’ όλες τις περιόδους της ελληνικής τέχνης και τις συνέχειες».
Ενώ ο ίδιος σε μια συνέντευξή του έλεγε: «Για μένα έχουν πολύ μεγάλη σημασία πολύ μικρά πράγματα στην ζωή. Tα ηλιοβασιλέματα πιάνουν πολύ χώρο, οι έρωτες με ελληνικές φράσεις πιάνουνε πολύ χώρο, οι φίλοι μου με τα ελληνικά κείμενα, ακόμη και τα ελληνικά μπαράκια στους πεζόδρομους… Πολύ μπανάλ πράγματα πιάνουν πολύ χώρο στην ζωή μου. Kαι πιστεύω ότι αυτά έχω να μεταφέρω, δεν έχω καμία διάθεση καριέρας παραδίδοντας την ζωή αλλού. Έχω αποφασίσει πως θα δουλεύω κάθε χρόνο στο εξωτερικό για ένα τρίμηνο αλλά μετά θα επιστρέφω στους παλμούς της πόλης και θα ξαναγυρίζω στα μπανάλ μου μπαράκια και στις παρέες της ταβέρνας».
Πηγές:
Κάτια Αρφαρα, Διονύσης Φωτόπουλος, στο www.tovima.gr
Αστραπέλλου Μαρινέλα, Δ.Φωτόπουλος: Όποιος καλλιτέχνης φεύγει από την Ελλάδα είναι ανόητος, στο www.tovima.gr
Ελένη Ξένου, Διονύσης Φωτόπουλος. Ο Έλληνας σκηνογράφος εξηγεί γιατί η μαγεία και το όνειρο είναι το παν στη ζωή μας, στο www.elenixenou.com