
Ο Δημήτριος Χατζή-Κωνσταντής Ασλάνης υπήρξε μια αξιοσέβαστη περίπτωση θεατρικού συγγραφέα του 19ου αι., ο οποίος έλαβε την προσωνυμία Βυζάντιος λόγω της Κωνσταντινοπολίτικης καταγωγής του. Η πολύπτυχη δράση του στο δημόσιο βίο της επαναστατικής και μετεπαναστατικής πολύπαθης Ελλάδας μαρτυρά μια προσωπικότητα βαθιά καλλιεργημένη και πνευματώδης, που επιθυμούσε να είναι κοινωνός των εξελίξεων. Τον συναντάμε, έτσι, από τη θέση του διερμηνέα του Μπέη της Τύνιδας, την οποία και εγκαταλείπει οικιοθελώς λίγο αργότερα, με το ξέσπασμα της Επανάστασης για να επιστρέψει στην αγωνιζόμενη Ελλάδα. Κατείχε διάφορες διοικητικές θέσεις, συμβάλλοντας στη θεμελίωση και τη σύσταση των κατά τόπους πολιτικών κέντρων του αγώνα. Ωστόσο, με την ανάρρηση του Όθωνα στο θρόνο του ελεύθερου Βασιλείου προκύπτουν διαφωνίες, που τον οδηγούν να εγκαταλείψει τις ανώτερες διοικητικές και στρατιωτικές θέσεις του και να στραφεί στην αγαπημένη του ενασχόληση, στην αγιογραφία, που τον συντρέχει οικονομικά. Αγιογράφησε πλήθος εκκλησιών, ανάμεσα σε αυτούς μνημονεύουμε το τέμπλο της εκκλησίας της Ριζαρείου στην πρωτεύουσα, όπως και το ναό της Υπαπαντής και του Προδρόμου στην Καλαμάτα. Πλέον γνωστή είναι η αγιογράφηση του ανεγειρόμενου ναού του αγίου Ανδρέα στην Πάτρα. Έζησε ως κοσμοπολίτης με εθνική συνείδηση, με πατριωτισμό και πέθανε φτωχός και αξιοπρεπής, αφήνοντας ως παρακαταθήκη ένα από τα δημοφιλέστερα κωμικά θεατρικά έργα τη «Βαβυλωνία», που πρωτοπαρουσιάστηκε στην Αθήνα το 1837 και αποκτά έκτοτε διαχρονική εμβέλεια και παρουσία στα θεατρικά δρώμενα του τόπου.
Η «Βαβυλωνία» ή Η κατά τόπους διαφθορά της Ελληνικής Γλώσσας.
Πρόκειται για ένα έργο σταθμός της ελληνικής δραματουργίας που αποκαλύπτεται ήδη από τον υπότιτλο της πρώτης έκδοσης του 1836, ενώ στην πορεία απολαμβάνει τεράστια επιτυχία επί σκηνής, κυρίως μετά το 1840, όταν και διαμορφώνεται πλήρως, κατά τον συγγραφέα.
Αξιοποιώντας την αναγνωρίσιμη κωμική τεχνική των παρεξηγήσεων(βλέπε ‘Κορακίστικα’ του Ρίζου Νερουλού), συγκεντρώνει σ’ ένα πανδοχείο έναν Ανατολίτη, έναν Μωραΐτη, έναν Χιώτη, έναν Κρητικό, έναν Αρβανίτη, έναν Κύπριο και έναν λογιότατο από την Κω, προκειμένου να γιορτάσουν την συντριβή του τουρκοαιγυπτιακού στόλου του Ιμπραήμ έξω από το Ναβαρίνο(1827). Σύντομα, όμως, παρακολουθούμε μία σύγχυση επικοινωνίας μεταξύ των προσώπων που οφείλεται και λόγω των διαφορετικών τοπικών ιδιωμάτων. Η ανακατωσούρα αυτή οδηγεί πολύ εύκολα σε μια σειρά παρεξηγήσεων, με αποκορύφωμα τον τραυματισμό του Κρητικού από τον Αρβανίτη, για τη σημασία της λέξης ‘κουράδι’( στα κρητικά σημαίνει πρόβατο).
Αν δε σταθούμε στο εξωτερικό, στην επιφανειακά, αφελής ίσως, πρώτη εκτίμηση, η αλήθεια εντοπίζεται στην τραγικότητα της στιγμής και στην αναστροφή μιας ψυχικής κατάστασης που ένα χαρμόσυνο, κατά τα άλλα, γεγονός προκαλεί. Ο ενθουσιασμός της νίκης του Ναβαρίνου έχει αποδυναμωθεί και η εθνική ομόνοια που θα άρμοζε στη στιγμή, δίνει τη θέση της στην ανώμαλη ροή της επικοινωνίας που οδηγεί σε γελοίες συνέπειες και σε παρεξηγήσεις, επιτείνοντας το σασπένς στον αναγνώστη/θεατή. Στη γλωσσική σάτιρα γίνεται θέμα ακριβώς αυτό το ενιαίο της γλωσσικής συμπεριφοράς και υπογραμμίζεται η ανάγκη της ύπαρξης της κοινής ομιλουμένης.
Ο Βυζάντιος δημιούργησε έναν ανεπιτήδευτο μύθο, με συμπαγής δομή και δραματουργικό ύφος που ακολούθησε μια αδιάλειπτη θεατρική πορεία, γατί είναι σημείο αναφοράς και αναγνωρίσιμος σε κάθε ενθουσιώδη συνάθροιση και κοινωνική συνεύρεση.
ΠΗΓΕΣ:
«Βαβυωνία» του Δ.Κ.Βυζάντιου στο https://www.zougla.gr/politismos
Πούχνερ Βάλτερ, Η γλωσσική σάτιρα στην ελληνική κωμωδία του 19ου αι. στο http://www.potheg.gr