
Αυτή την εβδομάδα γιορτάζεις γυναίκα, κάθε μέρα- κάθε μέρα, θα θελα να μιλώ για σένα και τη δύναμη σου που την ξέρω καλά. Μα αφού είναι η εβδομάδα σου, μα αφού θα γραφτούν τόσα και τόσα για σένα, θέλω κι εγώ με τη σειρά μου να μην απέχω από την εξύμνηση σου, θέλω να σου μιλήσω για μια προσωπικότητα σήμερα, ένα καμάρι του γυναικείου φύλου, την Ζωρζ Σαρή. Γνωστή φυσιογνωμία των παιδικών μας χρόνων, με τα βιβλία της σε πολλά σπίτια, με τη συντροφιά της σε πολλά νοσταλγικά βράδια.
Η Ζωρζ, με συντάραξε, όχι τόσο στα παιδικά μου χρόνια, μιας και δεν διάβαζα αρκετά λογοτεχνία ως παιδί, όσο στην ενήλικη μου ζωή, καθώς πέτυχα κάποιο βράδυ ένα βίντεο ντοκουμέντο, με μια συνέντευξη της στην κρατική τηλεόραση. Γεμάτη περιέργεια για το τι έχει να πει μια τέτοια γυναίκα θέλησα να το παρακολουθήσω. Υπέθεσα ότι τα λόγια της θα ‘ταν δύσκολα, ανιαρά και βαθυστόχαστα, ξέρεις από κείνα που δεν τα νιώθεις εύκολα, που θες κάμποση ώρα να τα προσλάβεις, θα ‘ναι καλλιεργημένη είπα, θα ‘χει πολλά και δύσκολα να πει. Έπεσα μέσα στο «καλλιεργημένη», στο «δύσκολα» όμως όχι. Δε σταμάτησα ούτε λεπτό να την παρακολουθώ. Λόγος προσιτός, μετρημένος και πολύ, μα πολύ θεατρικά εμπλουτισμένος. Τα μάτια της λαμποκοπούσαν με χρυσόσκονη παιδική, αφού κατόρθωσε να μείνει παιδί μέσα από το συγγραφικό της έργο. Τα όμορφα παιδικά της χρόνια τα κουβαλούσε πάντα μέσα της και χάραξαν όλη της την πορεία, ως συγγραφέα. Άλλωστε, με βάση αυτά ξεκίνησε και το δρόμο της στην παιδική λογοτεχνία.
Δε θα ‘θελα να σου μιλήσω τόσο για τη ζωή της, όσο για το τι με έκανε να νιώσω, όμως για την ιστορία, αυτή η προσωπικότητα γεννήθηκε το 1925 και απεβίωσε το 2012, έζησε την κατοχή, συμμετείχε στην Αντίσταση, εξορίστηκε, έζησε την δικτατορία, βίωσε πολλά και δύσκολα, όμως όπου κι αν βρισκόταν, δε σταμάτησε να καταπιάνεται με το θέατρο, το οποίο και λάτρευε. Στα χρόνια της δικτατορίας, απείχε από τον κόσμο του θεάτρου, ως ένδειξη αντίστασης. Όμως, έπρεπε να βρει ένα τρόπο να «γυμνάσει» την καλλιτεχνική της φλέβα, να ελευθερώσει την σκέψη της και συνάμα όλη την ατίθαση φύση της. Έτσι, στράφηκε στη συγγραφή με το αριστούργημα ο Θησαυρός της Βάγιας. Ήταν η αρχή μιας λαμπρής καριέρας στη συγγραφή. Με τη φίλη της Άλκη Ζέη, κατόρθωσαν να κάνουν την παιδική λογοτεχνία, όχι απλά πράξη στην Ελλάδα, αλλά και κάτι το ζηλευτό και αξιοσημείωτο.
Αυτό που θέλω να τονίσω εδώ, είναι ο τρόπος που η Ζωρζ έβλεπε τα παιδιά. Τα λάτρεψε και αποθέωσε το οτιδήποτε τα αφορά, για εκείνην ήταν άτομα με υψηλή νοημοσύνη. Διόλου ανόητα, μονάχα παιχνιδιάρικα πλάσματα. Υποστήριζε ότι τα παιδιά δε θέλουν παραμύθια, χρειάζονται αλήθειες, κατανοούν πιο πολλά από όσα εμείς πιστεύουμε. Μιλούσε κι έγραφε λιτά, παραστατικά, χωρίς πολλά- πολλά στολίδια, υιοθέτησε την πραγματική ζωή, έπλαθε χαρακτήρες οικείους, απλούς, καθημερινούς, εύκολους ως προς ταύτιση με αδυναμίες και προτερήματα, πρόσφερε διασκέδαση χαρά και χιλιώ λογιώ συναισθήματα. Συναισθήματα δικά της που χάρισε απλόχερα, έδωσε κομμάτια της ζωής της, συνδυασμένα με μύθο, χάρισε τον εαυτό της και μάλιστα βραβεύτηκε για αυτό με το κρατικό βραβείο παιδικής λογοτεχνίας.
Έζησε πολιτικές κοινωνικές και οικονομικές αναταραχές. Δεν έμεινε αμέτοχη, έδρασε, πάλεψε αντιστάθηκε η δίψα της για δημιουργία δεν έπαψε ποτέ, με αυτήν επιδίωξε να σωθεί. Σε εποχές σκοταδισμού, δεν έχασε το φως, όσο πιο πολύ την πίεζε το περιβάλλον της, άλλο τόσο έγραφε. Ίσως να το ξεκίνησε εντελώς πειραματικά και τυχαία, μα ίσως πάλι, έπρεπε να υπάρξει, για να δώσει ό,τι έδωσε και να θρέψει γενιές ολόκληρες με το δικαίωμα της φαντασίας και της απενοχοποίησης, του μη τέλειου, της οικειοποίησης του καθημερινού. Ήταν ηθοποιός, ήταν συγγραφέας, ήταν αγωνίστρια, ήταν γυναίκα.
«Κλείνω τα μάτια. Όλα τα χρώματα με πλημμυρίζουν. Είναι φωτεινά, καθάρια, λαμπερά, σαν τις αναμνήσεις, σαν τα ονειρά μου, σαν τη ζωή μου…»