
Το διαβόητο μπεστ σέλερ του Ρωσο-Αμερικανού συγγραφέα, Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ, «Λολίτα», αν και γράφτηκε πριν από 66 χρόνια, δηλαδή το 1955, με την πάροδο του χρόνου έχει γίνει περισσότερο και σε καμία περίπτωση λιγότερο σκανδαλώδες, από ότι ήταν όταν κυκλοφόρησε για πρώτη φορά στη Γαλλία, από τον τολμηρό εκδοτικό οίκο του Μαρκήσιου ντε Σαντ και του Ζαν Ζενέ, Olympia Press. Η ιστορία πραγματεύεται την παράνομη σχέση μεταξύ του 37χρονού καθηγητή και μετανάστη στις Ηνωμένες Πολιτείες από τη Γαλλία, Χούμπερτ Χούμπερτ και της δωδεκάχρονης, Ντολόρες «Λο» Χέιζ. Ο Χούμπερτ Χούμπερτ γνωρίζει τη Λο μέσω της σχεδόν συνομήλικης με εκείνον μητέρας της, Σάρλοτ, την οποία σκοπεύει να παντρευτεί και μόλις την πρωτογνωρίζει στον κήπο του σπιτιού της αρραβωνιαστικιάς του, ξυπνάει μέσα του ο σκοτεινός πόθος για το «νυμφίδιο», όπως αποκαλεί τις ανήλικες κοπέλες, που κατά τη γνώμη του είναι αφύσικα σεξουαλικά ώριμες για την ηλικία τους. Όντας μίλια μακριά από ένα κοινό πορνογράφημα, το προκλητικό αριστούργημα του λόγιου Ναμπόκοφ πειραματίζεται με τη γλώσσα (η οποία δεν είναι η μητρική του, όμως την κατέχει καλύτερα από το 95 τοις εκατό των Αμερικανών) και με ένα θέμα που είναι δύσπεπτο ακόμα και για τους πλέον εξασκημένους αναγνώστες. Η κινηματογραφική μεταφορά του Στάνλεϊ Κιούμπρικ που κυκλοφόρησε το 1962, αν και είναι η πρώτη αγγλική παραγωγή του σκηνοθέτη και σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί την «κατάλληλη για όλους» εκδοχή της ιστορίας, αναγκαστικά ανεβάζει την ηλικία της Λο κατά 2 με 3 χρόνια και στο ρόλο της πρωταγωνίστριας βάζει την πρωτοεμφανιζόμενη Σου Λιόν, η οποία τότε ήταν 16.

Ο Ναμπόκοφ γεννήθηκε το 1899 στην Αγία Πετρούπολη της πρώην Σοβιετικής Ένωσης και μεγάλωσε σε μία εύπορη οικογένεια με ιδιαίτερα προνόμια. Έμαθε να μιλάει και να γράφει στα Αγγλικά, πριν καλά-καλά μάθει Ρώσικα και η οικογένειά του είχε σχέσεις με την κυβέρνηση και το παλάτι των τσάρων. Οι αναμνήσεις του από τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια στην Πετρούπολη αναφέρονται στη βιογραφία του, «Μίλησε, Μνήμη» (1967), που αποτελεί μία από τις διασημότερες αυτοβιογραφίες του 20ου αιώνα. Το 1917, με την Οκτωβριανή Επανάσταση, εκείνος και η οικογένειά του αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την ΕΣΣΔ και ύστερα από μία σύντομη διαμονή στην Αγγλία, μετανάστευσαν στο Βερολίνο, μέχρι το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν διέφυγαν και πάλι, αυτή τη φορά για να μεταναστεύσουν μόνιμα στη Νέα Υόρκη. Η μόρφωση του Ναμπόκοφ ήταν εξαιρετικά υψηλή και έχει γράψει έργα τόσο στη Ρωσική («Η Άμυνα του Λούζιν» [1930], «Πρόσκληση σε έναν Αποκεφαλισμό» [1936], «Γέλιο στο Σκοτάδι» [α’ εκδ. 1972]), όσο και στην Αγγλική («Ο Αξιοπρεπής κύριος Πνιν» [1957], «Χλωμή Φωτιά» [1962], «Άντα» [1969]). Στην ουσία, ο Ναμπόκοφ έγινε ακαδημαϊκός, αφότου είχε φοιτήσει σε μερικά από τα καλύτερα πανεπιστήμια της Ευρώπης, και η καριέρα του ως καθηγητής υπήρξε σπουδαία, έχοντας για μαθητή του σε κάποια περίοδο τον Τόμας Πίντσον, στο Όρεγκον. Η «Λολίτα», που είναι το 13ο βιβλίο του συνολικά και το τρίτο του στην Αγγλική (το 1965 το μετέφρασε ο ίδιος στα Ρώσικα), έχει πολλά ανησυχητικά αυτοβιογραφικά στοιχεία. Όπως και ο ίδιος ο Ναμπόκοφ, ο Χούμπερτ Χούμπερτ είναι καθηγητής Αγγλικής Φιλολογίας και το μυθιστόρημα μπορεί να διαβαστεί και ως μία μελέτη επάνω στις δυσκολίες της μετανάστευσης και της προσαρμογής ενός ανθρώπου στον τρόπο ζωής μιας νέας πατρίδας. Αν και η εγκληματική σχέση του Χούμπερτ Χούμπερτ με τη Λο πέφτει κάπως «βαριά», το βιβλίο διέπεται από αρκετή ειρωνεία ώστε να μπορεί να διαβαστεί και ως μια σκοτεινή σάτιρα.

Το τραύμα του Χούμπερτ Χούμπερτ, που μας φανερώνει τον συντετριμμένο ψυχικό του κόσμο, είναι ο χαμός της πρώτης και πιο δυνατής του αγάπης, Άναμπελ Λη (μία κάπως άκομψη αναφορά στον Έντγκαρ Άλλαν Πόε), η οποία πέθανε νέα από τύφο. Ο Χούμπερτ Χούμπερτ, με το γελοίο όνομα που όπως φαίνεται πρόκειται για ψευδώνυμο, είναι εξαιρετικά αναξιόπιστος ως αφηγητής για να μπορέσουμε να πιστέψουμε όλα όσα μας λέει. Καταρχάς, πριν ακόμα φτάσει στη γνωριμία του με τη Λο, μας εξιστορεί πως διαμορφώθηκε αυτό το ιδιαίτερο φετίχ του με τα «νυμφίδια» και εμμέσως μας λέει πως η περιπέτειά του αυτή δεν ήταν η πρώτη στη ζωή του. Ο Χούμπερτ Χούμπερτ, λοιπόν, όπως ο Ναμπόκοφ θέλει αρχικά να καταλάβουμε, δεν είναι παράφορα ερωτευμένος με τη Ντολόρες Χέιζ. Όπως μας δηλώνει και η πρώτη παράγραφος του βιβλίου («Λολίτα, φως της ζωής μου, φωτιά των λαγόνων μου. Αμάρτημά μου εσύ, ψυχή μου. Λο-λί-τα: η ακρούλα της γλώσσας να έρπει τρεις φορές, τρία βήματα στον ουρανίσκο πριν ραπίσει, τρις, τους κοπτήρες. Λο. Λί. Τα.»), ο Χούμπερτ Χούμπερτ καίγεται από πόθο, χωρίς αυτό να σημαίνει πως το μυαλό του δεν ήταν πάντοτε βρώμικο. Κάπως έτσι, αδυνατούμε και να πιστέψουμε πως μία δωδεκάχρονη κοπέλα κάνει συνειδητά προσπάθειες να ρίξει τον αρραβωνιαστικό της μητέρας της στο κρεβάτι και ειδικά με την ψυχρή στρατηγική που ο αφηγητής προσπαθεί να μας πείσει πως ακολουθεί.

Δείτε το trailer της κινηματογραφικής μεταφοράς (1962) στο YouTube: https://www.youtube.com/watch?v=ihZ-aIJj6-g
Ο Ναμπόκοφ, βέβαια, βαριέται σύντομα τον αρρωστημένο αφηγητή σε άρνηση και την ανήλικη κοπέλα με το σύνδρομο της Ηλέκτρας και αφού οι δυο τους συνάπτουν σχέση και η μητέρα της Λο βρίσκει τραγικό τέλος σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα (παραδόξως, αφότου έχει μάθει για την παράνομη σχέση τους) το βιβλίο γίνεται ξαφνικά «road fiction» και ο Χούμπερτ Χούμπερτ μετακινείται με τη Λο στη θέση του συνοδηγού από τη μία πολιτεία της Αμερικής στην άλλη, μέχρι που η ερωμένη του δυσανασχετεί και αποφασίζει να τον παρατήσει. Τα πράγματα περιπλέκονται ακόμα περισσότερο, όταν ξαφνικά στην ιστορία εμφανίζεται ο οδοντίατρος της οικογένειας Χέιζ, Δρ. Κουίλτυ, και φανερώνεται πως η Λο έχει αφήσει τον πρωταγωνιστή για να φύγει μαζί του. Στην τελευταία του ανατροπή, το μυθιστόρημα μοιάζει να ανήκει περισσότερο στο είδος της αστυνομικής λογοτεχνίας, με έντονα νουάρ στοιχεία, αφού η Λο από «νυμφίδιο» μεταμορφώνεται σε femme fatale.

Καθώς η ιστορία είναι φαινομενικά απλή και το σκανδαλώδες περιεχόμενο «τραβάει» πρώτο την προσοχή του αναγνώστη, εύκολα μπορεί κανείς να ξεγελαστεί και να νομίζει πως διαβάζει ένα φτηνό pulp μυθιστόρημα της εποχής. Η γλώσσα είναι φυσικά ένα από τα στοιχεία που δείχνουν προς την αντίθετη κατεύθυνση, καθώς ο Ναμπόκοφ χρησιμοποιεί ιδίωμα που θυμίζει το μοντερνισμό του Φώκνερ ή του Τζόυς. Είναι λογικό ότι ο Φρέντερικ Έξλι, στο βιβλίο του «A Fan’s Notes» (1968), απαντάει με το νου του σε κάποιον που τον χλευάζει γιατί διαβάζει ακόμα τη «Λολίτα» πως δεν τη διαβάζει «ακόμα», αλλά για πολλοστή φορά, όπως άλλωστε αρμόζει σε ένα τόσο πλούσιο βιβλίο. Η επιρροή που άσκησε το τολμηρό βιβλίο στην ποπ κουλτούρα είναι ανεκτίμητη, με όλους όσους θέλησαν να προκαλέσουν τη λογοκρισία μετά από το βιβλίο αυτό να βγάζουν το καπέλο στον Ναμπόκοφ και φυσικά με τις δύο διασκευές του έργου για τη μεγάλη οθόνη, η πρώτη και κλασσική του Κιούμπρικ με τη Σου Λιόν, τον Τζέιμς Μέισον, τη Σέλλεϊ Γουίντερς και τον Πίτερ Σέλλερς και η δεύτερη του Αντριάν Λιν, με την Ντομινίκ Σουέιν και τον Τζέρεμι Άιρονς. Πριν καταδικάσει κανείς το έργο του Ρώσου στοχαστή, οφείλει να του δώσει την απαιτούμενη προσοχή και να ψάξει τα νοήματα «ανάμεσα» στις λέξεις.
Δείτε το trailer της κινηματογραφικής μεταφοράς (1997) στο YouTube: https://www.youtube.com/watch?v=vaO_L0n0zhc