Ποιος θα αντιμετώπιζε τη ψυχανάλυση ως παραμύθι; Φυσικά, ο Χόρχε Μπουκάι, ο οποίος, γεννήθηκε το 1949 στο Μπουένος Άιρες της Αργεντινής. Αρχικά εργάστηκε ως γιατρός και ψυχοθεραπευτής, ενώ στη συνέχεια αποφάσισε να ασχοληθεί και με τη συγγραφή και ξάφνου είδε περισσότερα από δώδεκα βιβλία του να μεταφράζονται σε -τουλάχιστον- είκοσι μία γλώσσες και να τοποθετούνται πρώτα στις λίστες των best sellers κάθε χώρας. Σήμερα, εργάζεται ως ψυχοθεραπευτής ενηλίκων, ζευγαριών και κοινωνικών ομάδων.
Όμως ας μιλήσουμε για ένα πραγματικά πρωτότυπο έργο του ιδίου:
«Να σου πω μια ιστορία»,
Το ίσως μοναδικό βιβλίο ψυχολογίας που σε αφήνει άφωνο και μόνο με τον τίτλο του ας δούμε μια περίληψη:
Ο Ντεμιάν είναι ένας ανήσυχος νεαρός φοιτητής που προσπαθεί να ανακαλύψει τον εαυτό του. Οι αναζητήσεις του τον κατευθύνουν στον «Χοντρό», έναν πολύ ιδιόρρυθμο ψυχαναλυτή που τον βοηθά να αντιμετωπίσει τη ζωή και να βρει απαντήσεις στα ερωτήματά του με έναν τρόπο πολύ πρωτότυπο: σε κάθε συνάντηση, του διηγείται από μία ιστορία, κλασική ή μοντέρνα, «ανατολίτικη» ή «δυτικότροπη», που πηγάζει από τη λαϊκή προφορική παράδοση ή απευθείας από τη φαντασία του «Χοντρού». Οι ιστορίες αρχίζουν να λειτουργούν ως παραβολές, και ο Ντεμιάν κατασιγάζει τις αγωνίες και τις ανασφάλειές του, ωριμάζοντας μάλλον, παρά βρίσκοντας «έτοιμες λύσεις» και «συνταγές ευτυχίας»… Οι σχέσεις μεταξύ θεραπευτή και θεραπευομένου δεν είναι -ούτε αυτές- συμβατικές και αναμενόμενες.
Πραγματικά αυτό το βιβλίο με έκανε να εθιστώ και να αναθεωρήσω πολλές θεωρίες μου σχετικά με τη ζωή. Σε κάθε δυσκολία ανέτρεχα στο ανάλογο κεφάλαιο και ξαφνικά ήταν λες και συνομιλούσα με κάποιον, λες και έμπαιναν αυτόματα σε τάξη οι σκέψεις μου. Ο Χόρχε Μπουκάι άλλωστε φημίζεται για την αμεσότητα στη γραφή του.
Ποιός όταν νιώθει τη χιονοστιβάδα να τον πλακώνει δεν πνίγεται;
Φυσικά οι ήρωες των ιστοριών του «Χοντρού» που ξεπηδούν από τις σελίδες είναι πρόσωπα που σε διδάσκουν την ισορροπία μέσα από τις κουτές πράξεις τους, τις ανασφάλεις τους ή τις ανεπαρκείς τους γνώσεις και προσδοκίες.
Και για να μη νομίζετε ότι υπερβάλλω… Ιδού σας έχω ένα απόσπασμα:
Τη μέρα εκείνη ο Σινκλέρ σηκώθηκε, όπως πάντα, στις εφτά τo πρωί. Όπως κάθε μέρα, σύρθηκε με τις παντούφλες του ώς το μπάνιο και, ύστερα από ένα ντους, ξυρίστηκε και αρωματίστηκε. Ντύθηκε με ρούχα της μόδας, όπως συνήθιζε, και κατέβηκε στην είσοδο να πάρει την αλληλογραφία του. Εκεί ένιωσε τη πρώτη έκπληξη της ημέρας. Δεν υπήρχαν γράμματα!
Τα τελευταία χρόνια η αλληλογραφία του αυξανόταν διαρκώς, και ήταν σημαντικός παράγοντας για την επαφή του με τον κόσμο. Λίγο κακόκεφος με την είδηση της απουσίας ειδήσεων, έφαγε βιαστικά το συνηθισμένο του πρόγευμα με γάλα και δημητριακά (όπως συνιστούσαν οι γιατροί) και βγήκε στο δρόμο.
Όλα ήταν όπως πάντα: τα συνηθισμένα οχήματα κυκλοφορούσαν στους ίδιους δρόμους και παρήγαγαν τον ίδιο θόρυβο της πόλης που γκρίνιαζε — όπως κάθε μέρα. Διασχίζοντας την πλατεία, έπεσε σχεδόν πάνω στον καθηγητή Εξέρ, έναν παλιό του γνωστό. Συχνά περνούσαν πολλές ώρες μαζί κουβεντιάζοντας άχρηστα μεταφυσικά θέματα. Τον φώναξε με το όνομα του αλλά είχε πια απομακρυνθεί, κι ο Σινκλέρ σκέφτηκε ότι μάλλον δεν θα τον είχε ακούσει. Η μέρα είχε αρχίσει άσχημα και φαινόταν να χειροτερεύει με την ανία να απειλεί τη διάθεση του. Αποφάσισε να επιστρέψει στο σπίτι, στο διάβασμα και την έρευνα, και να περιμένει τα γράμματα που σίγουρα θα έφταναν πολλαπλάσια, για να αντισταθμίσουν την πρωινή έλλειψη.
Εκείνη τη νύχτα δεν κοιμήθηκε καλά και ξύπνησε πολύ νωρίς. Κατέβηκε, και ενώ έτρωγε το πρωινό του άρχισε να παρακολουθεί από το παράθυρο πότε θα έρθει ο ταχυδρόμος. Όταν, τελικά, τον είδε να στρίβει στη γωνία, η καρδιά του χοροπήδησε. Ωστόσο, ο ταχυδρόμος πέρασε μπροστά από το σπίτι του χωρίς να σταθεί. Ο Σινκλέρ βγήκε και τον φώναξε για να βεβαιωθεί ότι δεν υπήρχαν γράμματα γι’ αυτόν. Ο ταχυδρόμος τον διαβεβαίωσε ότι δεν είχε τίποτα στο σάκο του για το σπίτι εκείνο κι ότι δεν υπήρχε καμία απεργία στα ταχυδρομεία, ούτε προβλήματα στη διανομή της αλληλογραφίας.
Αντί να τον καθησυχάσει, αυτό τον ανησύχησε ακόμα περισσότερο. Κάτι συνέβαινε κι έπρεπε να βρει τι. Φόρεσε ένα σακάκι και πήγε στο σπίτι του φίλου του, του Μάριο.
…
ΑΝ λοιπόν νιώσατε και εσείς αυτή τη μαγεία διαβάζοντας το παραπάνω απόσπασμα δεν έχετε παρά να τρέξετε στο βιβλιοπωλείο της γειτονιάς σας και να το αποκτήσετε. Καλή ανάγνωση σε όλους!