
Ανήκοντας στην ίδια κατηγορία με τους πειραματικούς συγγραφείς, Τομ Ρόμπινς και Τόμας Πίντσον, ο Αμερικανός μυθιστοριογράφος, Ρίτσαρντ Μπρότιγκαν, δημιούργησε ένα πρωτότυπο είδος ποίησης σε πεζό λόγο, με έντονα σουρεαλιστικά στοιχεία και μόνο την επανάληψη ως μέσο για να διατηρείται μία στοιχειώδης δομή, το οποίο πήρε οριστική μορφή με τη νουβέλα του, «Το Ψάρεμα της Πέστροφας στην Αμερική» (1967) και επέστρεψε στα βιβλία του, «Σε Ζάχαρη Καρπουζιού» (1968), «Η Έκτρωση» (1971), «Το Τέρας των Χόκλαϊν» (1974) και τη συλλογή διηγημάτων, «Η εκδίκηση του γκαζόν» (1971). Όπως ο Τόμας Πίντσον δίνει μεγάλη έμφαση στο μυθιστορηματικό σύμπαν που έχει δημιουργήσει, με τις φανταστικές εταιρίες-κολοσσούς που εμπλέκονται σε παγκόσμιες συνομωσίες και στοχοποιούν απλούς πολίτες, έτσι και ο Μπρότιγκαν εστιάζει στην ποιητική υφή των έργων του, διατηρώντας τις εμμονές του με, συχνά, ναΐφ τρόπο, σαν μικρό παιδί. Όπως, άλλωστε, έχει δηλώσει σε συνεντεύξεις του, ο Μπρότιγκαν ξεκίνησε να γράφει το «Ψάρεμα της Πέστροφας στην Αμερική», θέλοντας να γράψει ένα βιβλίο που να τελειώνει με τη λέξη, «μαγιονέζα». Αν και το μυθιστόρημά του για τη γενιά των Μπιτ, «Ένας Ομοσπονδιακός Στρατηγός από το Big Sur» (1964), εκδόθηκε πρώτο, το «Ψάρεμα της Πέστροφας» που ολοκληρώθηκε το 1961, είναι στην πραγματικότητα το πρώτο του βιβλίο.

Αν και σήμερα πολλά σημεία από το «Ψάρεμα της Πέστροφας» μοιάζουν ξεπερασμένα, πριν ακόμη εκδοθεί καλά-καλά, τον Οκτώβριο του 1967, το βιβλίο είχε αποκτήσει ήδη καλτ φήμη, ως ένα από τα πιο παράξενα και κουλ βιβλία που κυκλοφορούσαν ανάμεσα στους λογοτεχνικούς κύκλους της σκηνής του Σαν Φρανσίσκο. Το ψυχεδελικό «μπλέξιμο» της πρόζας με σουρεαλιστική ποίηση, που απέτινε και ένα φόρο τιμής στα «Άσματα του Μαλντορόρ» (1868), του Κόμη του Λωτρεαμόν και τη «Μελαγχολία του Παρισιού» (1869), του Κάρολου Μπωντλαίρ, δύο παλαιότερα ποιήματα σε πεζό λόγο, από τη γενιά των «καταραμένων» ποιητών, υποσχόταν ένα νέο πειραματισμό με τη γλώσσα, που τυχόν θα επέτρεπε, τόσο στον Μπρότιγκαν, όσο και στους συγγραφείς που θα επέλεγαν να ακολουθήσουν τα βήματά του, να εκφράσουν μια καινούρια γκάμα από ιδέες, που μέχρι τώρα ήταν αδύνατο να εκφραστούν μέσα από τη λογοτεχνία. Αντίθετα με σήμερα, κατά τη δεκαετία του 1960, η τάση της μόδας ήταν προς το «παράξενο» και το «απόκρυφο» και όχι προς το «γνώριμο» ή το «οικείο». Το «Ψάρεμα της Πέστροφας» είναι μεν αλλόκοτο και κάτι έξω από το συνηθισμένο, όμως, από λογοτεχνικής απόψεως είναι πολύ καλύτερα δομημένο και με μεγαλύτερη εσωτερική συνοχή, απ’ ότι είναι, για παράδειγμα, η συλλογή πεζών ποιημάτων, «Tarantula» (1966), του τραγουδοποιού (και αργότερα νομπελίστα), Μπομπ Ντίλαν, που εκδόθηκε περίπου την ίδια εποχή και έκανε επίσης πάταγο σε πωλήσεις, παρά το γεγονός ότι, στο μεγαλύτερο μέρος του, δεν βγάζει κανένα απολύτως νόημα. Αν και παιδαριώδες σε πολλά σημεία του, το βιβλίο του Μπρότιγκαν απέδειξε πως διαθέτει αντοχή στο χρόνο.

Όπως γράφει και ο ποιητής, Μπίλι Κόλινς, στον πρόλογό του για την έκδοση του «Ψαρέματος της Πέστροφας στην Αμερική» από τον εκδοτικό, Mariner Books, το βιβλίο ήταν κάτι σαν την «Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων» για το Καλοκαίρι της Αγάπης και ο Μπρότιγκαν, ο Λιούις Κάρολ της μετά-Μπιτ γενιάς, που πειραματιζόταν με τα καλύτερα ναρκωτικά της πόλης. Όπως υποστηρίζει και ο Κόλλινς, ο τίτλος του βιβλίου είναι επίτηδες παραπλανητικός και η φωτογραφία του συγγραφέα με τη «Μούσα» του, Μικαέλα Λε Γκραντ, στο εξώφυλλο της α’ έκδοσης πήγαινε κόντρα στο ρεύμα της σοβαροφάνειας που συνήθιζαν να προβάλλουν οι συγγραφείς της εποχής στα εξώφυλλα των βιβλίων τους, ούτως ώστε να εμπνέουν το σεβασμό του αναγνωστικού κοινού. Ο Μπρότιγκαν, αντίθετα, εμφανίζεται ντυμένος με στενό τζιν παντελόνι, τα χέρια σταυρωμένα πίσω από την πλάτη, ένα λουλουδάτο, hippie πουκάμισο από μέσα, παχύ μουστάκι και καουμπόικο καπέλο. Το εξώφυλλο έχει σημασία, όπως μαθαίνουμε από το πρώτο κιόλας κεφάλαιο, γιατί συνδέεται με ένα από τα «θέματα» του βιβλίου, καθώς πίσω από το συγγραφέα και τη σύζυγό του, διακρίνεται το άγαλμα του Βενιαμίν Φραγκλίνου στην Ουάσινγκτον Σκουέρ του Σαν Φρανσίσκο που στέκει ως προστάτης των απόρων θαμώνων της πλατείας και ως σύμβολο της Αμερικής που καλωσορίζει τους μετανάστες και τους δίνει το σωστό παράδειγμα για το πώς πρέπει να φέρεται ένας Αμερικανός πολίτης. Στο σημείο αυτό, ο Μπρότιγκαν μας θυμίζει τον Φραντς Κάφκα, που διάβαζε με ζήλο την «Αυτοβιογραφία του Βενιαμίν Φραγκλίνου» (1791) και έλεγε πως, «[Αγαπάει] τους Αμερικάνους γιατί είναι υγιείς και αισιόδοξοι».

Το «Ψάρεμα της Πέστροφας στην Αμερική», σίγουρα δείχνει την περηφάνια του Μπρότιγκαν για το ότι γεννήθηκε Αμερικάνος. Κάνοντας νοερά ταξίδια από την Αλάσκα στη Νέα Υόρκη και από το Άινταχο στο Σαν Φρανσίσκο, είτε ψαρεύοντας πέστροφες, είτε ανακαλώντας περιοχές και προσωπικότητες από την ιστορία της πατρίδας του, ο συγγραφέας γεμίζει αυτοπεποίθηση. Από την άλλη πλευρά, η κουλτούρα της αμφισβήτησης των χίπις και ο πολύχρωμος κόσμος της ψυχεδέλειας δεν αργούν να επηρεάσουν αυτή την οπτική και έτσι σε καμία περίπτωση ο Μπρότιγκαν δεν τείνει προς τον εθνικισμό. Τα ερεθίσματά του, άλλωστε, από την παγκόσμια avant-garde λογοτεχνία έρχονται να εμπλουτίσουν το κείμενο με γνώση και έτσι, άλλα κεφάλαια μοιάζουν με στοίχους από τραγούδι, άλλα με επιστολές και άλλα με καλλιγράμματα του Γκιγιώμ Απολλιναίρ. Ο Μπρότιγκαν θαυμάζει την αμερικανική ιστορία, όμως συχνά βρίσκει τον εαυτό του θυμωμένο μαζί της, με τον ίδιο τρόπο που ο Άλλεν Γκίνσμπεργκ συνομιλεί με αυτή την φορτισμένη παράδοση, στο ποίημα του, «Αμερική» (1956).

Ο Ρίτσαρντ Μπρότιγκαν έχει αποκαλεστεί «ο τελευταίος Μπιτ» από κριτικούς, αν και η γραφή του ταιριάζει περισσότερο με τη hippie λογοτεχνία του Χέιτ-Άσμπερι. Ο συγγραφέας αγαπήθηκε από τους συγχρόνους του, όσο λίγοι, και κατά τις δεκαετίες του 1960 και 1970, λατρεύτηκε σαν ροκ σταρ. Η αξία του ως ποιητής επαληθεύτηκε πολλές φορές, μέσα από αργότερες κριτικές του έργου του και παρά τον ενθουσιασμό της εποχής, εκείνος φρόντιζε πάντα να καταπιάνεται με βαθύτερα και πιο διαχρονικά θέματα. Όπως και τα γραπτά του Τομ Ρόμπινς, έτσι και εκείνα του Μπρότιγκαν μοιάζουν συχνά υπερβολικά, ιδιαίτερα στις μέρες μας. Κανένας, όμως, δεν μπορεί να αμφισβητήσει την αίσθηση του ρυθμού που κατέχει και την ικανότητά του να ξαφνιάζει θετικά τον αναγνώστη.
Ακούστε τον συγγραφέα να διαβάζει από το «Ψάρεμα της Πέστροφας στην Αμερική» (1967) και το «Σε Ζάχαρη Καρπουζιού» (1968) στο YouTube: