
Ο Άγγλος μυθιστοριογράφος Γκράχαμ Γκρην είναι πιθανότατα ένας από τους σημαντικότερους και πλέον παραγωγικούς λογοτέχνες του 20ου αιώνα. Με έργα όπως το «Μπράιτον Ροκ» (1938), «Η δύναμις και η δόξα» (1940), «Η καρδιά των πραγμάτων» (1948), «Ο τρίτος άνθρωπος» (1949), «Το τέλος μιας σχέσης» (1951) και «Ο ήσυχος Αμερικανός» (1955), εδραιώθηκε σαν μια καυστική πένα και κέρδισε βραβεία και επαίνους για τις συγγραφικές του ικανότητες. Ο ίδιος ο Γκρην ξεχώρισε τα έργα του σε «σοβαρά» και «ψυχαγωγικά» μυθιστορήματα. Η πολιτική φαρσοκωμωδία, «Ο άνθρωπός μας στην Αβάνα», γράφτηκε το 1958 και ανήκει στη δεύτερη κατηγορία, σύμφωνα με τον συγγραφέα. Θα ήταν όμως ελλιπές να περιγράψουμε το ιδιοφυές αυτό έργο σαν ένα καθαρά ψυχαγωγικό βιβλίο. Η ιστορία του Τζέιμς Ουόρμολντ, ενός πωλητή ηλεκτρικών συσκευών που μένει μόνος με την κόρη του, Μίλλυ, στην Αβάνα και μια μέρα προσεγγίζεται από την ΜΙ6 για να δουλέψει για τη βρετανική κυβέρνηση ως μυστικός πράκτορας, λαμβάνει χώρα στην Κούβα λίγο πριν την Επανάσταση και σκιαγραφεί την κοινωνικοπολιτική κατάσταση στη χώρα την περίοδο εκείνη. «Ο άνθρωπός μας στην Αβάνα» αξίζει να διαβαστεί τόσο για την ιστορική του σημασία, όσο και για το χιούμορ και τη γεμάτη δράση πλοκή του.

Η Κούβα, στα τέλη της δεκαετίας του 1950, ήταν στην ουσία μια αμερικανική αποικία και οι σχέσεις μεταξύ «κατεκτημένων» και «κατακτητών» ήταν ολοφάνερες και ιδιαίτερα καταπιεστικές. Λόγω των προσπαθειών που γίνονταν, από 1953 κιόλας, να απελευθερωθεί ο κουβανικός λαός, αλλά και λόγω της ανάμειξης της Ρωσίας, εν όψει του Ψυχρού Πολέμου, η κατασκοπία, τόσο από την πλευρά των Αμερικανών και των συμμάχων τους (όπως ήταν, για παράδειγμα, η Αγγλία), όσο και από την πλευρά της Σοβιετικής Ένωσης, βρισκόταν σε έξαρση. Ο Γκρην διαλέγει αυτό το φόντο για να πει την ιστορία του, έτσι ώστε να κάνει ταυτόχρονα και μια φιλοσοφική μελέτη επάνω στις μυστικές υπηρεσίες και τον «έλεγχο» γενικότερα, που προσπαθούν να επιβάλουν οι κυβερνήσεις για να υπερισχύσουν στο παγκόσμιο στερέωμα. Το συμπέρασμα στο οποίο φτάνει ο Γκρην φαίνεται να είναι πως ο «έλεγχος» αυτός δεν είναι παρά μια ματαιοδοξία, καθώς είναι σχεδόν αδύνατον να επιβληθεί καθολικά.

Στην ιστορία, ο Ουόρμολντ, ένας μεσοαστός με καταγωγή από το Ηνωμένο Βασίλειο, μεγαλώνει την απαιτητική του κόρη σύμφωνα με την Καθολική παράδοση (όπως έχει υποσχεθεί στην πρώην γυναίκα του, η οποία τον παράτησε) και λόγω των οικονομικών συνθηκών και του εμπάργκο της Αμερικής στην χώρα, αντιμετωπίζει μεγάλες οικονομικές δυσκολίες. Μια μέρα, επισκέπτεται το μαγαζί του ένας μυστηριώδης τύπος με το όνομα Χόθορν, ο οποίος του προτείνει να δουλέψει για λογαριασμό της ΜΙ6 και να στέλνει κάθε τόσο κωδικοποιημένες πληροφορίες στα κεντρικά του οργανισμού, στο Λονδίνο. Άλλοι χαρακτήρες που εμπλέκονται στην ιστορία είναι η γραμματέας του Ουόρμολντ, Μπίατρις, ο διεφθαρμένος αστυνομικός με φήμη βασανιστή, Κάπταιν Σεγκούρα και ο εγκάρδιος φίλος του πρωταγωνιστή, Δρ. Χάσελμπαχ. Ο Κάπταιν Σεγκούρα, ο οποίος φημολογείται πως έχει στην κατοχή του μια τσιγαροθήκη φτιαγμένη από ανθρώπινο δέρμα, κορτάρει την Μίλλυ και θέλει να την κάνει γυναίκα του.

Ο Ουόρμολντ δεν έχει ιδέα από κατασκοπία και η όλη ιδέα θα του έμοιαζε φαιδρή, αν δεν είχε ανάγκη από τα χρήματα που τόσο απλόχερα του πρόσφερε ο Χόθορν. Ο Γκρην μας δείχνει με εξαιρετική δεξιότητα την ψυχολογικά σύνθετη απόφαση του Ουόρμολντ να δεχτεί πρώτα τη θέση και στη συνέχεια να στείλει πλαστές πληροφορίες σχετικά με μια μυστική στρατιωτική βάση του εχθρού, το σκίτσο της οποίας βασίζει στο μοντέλο μιας ηλεκτρικής σκούπας που έχει στο μαγαζί του, έτοιμη προς πώληση. Το ενδιαφέρον έγκειται στο γεγονός ότι ο πρωταγωνιστής αντιμετωπίζει τη νέα του πραγματικότητα με ψυχραιμία και προσοχή στη λεπτομέρεια, κάτι το οποίο θα έκανε και ένας πραγματικός μυστικός πράκτορας. Ο Ουόρμολντ έρχεται συχνά σε καταστάσεις υψηλού κινδύνου και η ιστορία του, αν και «ψεύτικη», αρχίζει να βρίσκει ανταπόκριση στην πραγματικότητα και οι ζωές τόσο του ίδιου, όσο και των ανθρώπων γύρω του απειλούνται ολοένα και περισσότερο.

Οι λεπτομέρειες που περιγράφει ο Γκρην σχετικά με την τεχνολογία της κατασκοπίας, θυμίζει τη δουλειά του Ίαν Φλέμινγκ και ιδιαίτερα τη σειρά βιβλίων του, που άρχισε να γράφει εκείνη την εποχή, με πρωταγωνιστή τον πράκτορα 007, Τζέιμς Μποντ. Ο Ουόρμολντ και η Μπίατρις χρησιμοποιούν ειδικά σχεδιασμένα γραμματόσημα, διαφανές μελάνι και παραγράφους από το βιβλίο του Τσαρλς Λαμπ, «Ιστορίες από τον Σαίξπηρ», για να επικοινωνήσουν μεταξύ τους και να στείλουν πληροφορίες στα κεντρικά της ΜΙ6. Η διαφορά του Γκρην από τον Φλέμινγκ είναι ότι ενώ ο δεύτερος μοιάζει να γοητεύεται από αυτό τον αθέατο κόσμο, ο Γκρην τον βρίσκει φανφαρονίστικο και κάπως γελοίο.

Η δράση δεν λείπει από την ιστορία και αυτό, από μόνο του, καθιστά τον «Άνθρωπό μας στην Αβάνα» απαραίτητο ανάγνωσμα για κάθε φαν του είδους. Ο Γκρην δεν κάνει εκπτώσεις σε σκηνές (παρολίγο) δηλητηριασμού και αναμετρήσεων με όπλα. Χαρακτηριστική είναι η σκηνή, προς το τέλος του βιβλίου, όπου ο Ουόρμολντ προσκαλεί τον Κάπταιν Σεγκούρα σε μια παρτίδα σκάκι με bourbon και scotch αντί για πιόνια, με σκοπό να τον μεθύσει, ώστε να του πάρει για λίγη ώρα το υπηρεσιακό πιστόλι και να εκδικηθεί τη δολοφονία του φίλου του, Δρ. Χάσελμπαχ.

Σχεδόν 60 χρόνια μετά την κυκλοφορία του, το βιβλίο του Γκράχαμ Γκρην παραμένει επίκαιρο στις μέρες μας. Ο Καθολικισμός και οι μαρξιστικές πεποιθήσεις του συγγραφέα μπορεί κάποιες φορές να επηρέασαν αρνητικά την αμεροληψία του, όμως στον «Άνθρωπό μας στην Αβάνα» αυτά τα στοιχεία ενυπάρχουν χωρίς να αλλοιώνουν το διαχρονικό μήνυμα του έργου. Ο Γκρην έγραψε το σενάριο και έπαιξε ενεργό ρόλο στη δημιουργία της κινηματογραφικής μεταφοράς του μυθιστορήματος από τον σκηνοθέτη Κάρολ Ριντ το 1959, με πρωταγωνιστές τους: Άλεκ Γκίνες, Μπερλ Άιβς, Μορίν Ο’ Χάρα, Έρνι Κόβατς και Νοέλ Κάουαρντ. Εκείνο που κάνει την ιστορία να διατηρείται «φρέσκια» μέχρι σήμερα, είναι το ρητορικό ερώτημα που θέτει σχετικά με την κατασκοπία: τι κάνει, δηλαδή, κάποιος στην περίπτωση που δεν υπάρχει μια καλά κρυμμένη συνωμοσία την οποία έχει πληρωθεί για να ξεσκεπάσει;
Δείτε το trailer της κινηματογραφικής μεταφοράς (1959) στο YouTube: