Στιχουργός και ποιητής ή ποιητής και στιχουργός, βάλε όποια σειρά θες, άλλωστε όποιο τραγούδι του κι αν ακούσεις, σίγουρα θα βρεις τους στίχους του ποιητικούς. Κι έχεις ακούσει πολλά κι ίσως δεν το ξέρεις. «Τα κομπιούτερς και οι αριθμοί», «το γλυκό νερό των Δελφών», «αυτοί που με τον χάρο γίναν φίλοι», επινοήματα όλα του λυρισμού μιας ψυχής αγέρωχης. Όταν σιγοτραγουδάς «μια πόλη χτίσαμε μαζί κι ακόμα ζω στο νοίκι» ή «ακόμη γράφω γράμματα κι ας γυρίζουν πίσω», απαγγέλεις Άλκη Αλκαίο, δίνεις πνοή σε «ό,τι πόνταρε στ’ όνειρο κι ας έχασε στη ζωή».
Ποιος είναι ο Άλκης Αλκαίος;
Άλκης Αλκαίος για όλους εμάς, Βαγγέλης Λιάρος στην πραγματικότητα, έγινε γνωστός με το όνομα που του δόθηκε από έναν θείο του μέλος του ΕΛΑΣ, που σκοτώθηκε σε ηλικία 23 χρονών. Ο Άλκης Αλκαίος γεννήθηκε στις 23 Νοεμβρίου 1949 κοντά στα ελληνοαλβανικά σύνορα και πολιτογραφήθηκε από μικρός κάτοικος Πάργας, όπου έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του και ζήτησε να «κοιμηθεί». Σπούδασε Νομική επί δικτατορίας, τον Αύγουστο του 1973 συνελήφθη για τη δράση του και κρατήθηκε για μήνες στην Ασφάλεια. Βασανίζεται άγρια πληρώνοντας την αντιδικτατορική του ιδεολογία και ύστερα από την εμπειρία αυτή δε θα είναι ποτέ ξανά ο ίδιος. Μετά τη μεταπολίτευση γίνεται μέλος του ΚΚΕ στην Οργάνωση των Δικηγόρων.
Κινητικά και νευρολογικά προβλήματα λόγω των βασανιστηρίων κι η αυτοάνοση ασθένεια τον καθιστούν πλέον μόνιμο κάτοικο ανάμεσα σε τέσσερις τοίχους, αφανή ήρωα, με στήριγμα τον πατέρα του. Μοναχικός αλλά όχι απαισιόδοξος, κλείνει τα στόρια στην κοινωνικότητα και στην εξωστρέφεια, επικοινωνεί με τον τρόπο που ξέρει καλύτερα: με την εμμονή του με τις λέξεις, με τα μελίρρυτα λόγια, με τους καρπούς της έκφρασής του.
Στα ελληνικά γράμματα εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1967, με την έκδοση ενός μικρού δοκιμίου για τον ποιητή Κ. Γ. Καρυωτάκη. Το 1983 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ΕΤ.ΝΕ.Μ -ιδρυτής της οποίας ήταν ο Θάνος Μικρούτσικος- το βιβλίο του Εμπάργκο-Ποιήματα, απ’ όπου προέρχεται και το εμβληματικό ποίημα «Πρωινό τσιγάρο», αφιερωμένο στη μνήμη του πρόωρα χαμένου Μάνου Λοΐζου, το οποίο έπειτα μελοποιήθηκε από τον Νότη Μαυρουδή.
«Μα ποιο τραγούδι αναπληρώνει τη ζωή;»
Η ποιητική τέχνη του Άλκη Αλκαίου χωρίζεται σε τρεις περιόδους: τον πολιτικοποιημένο στίχο, τον υπερρεαλιστικό και, τέλος, τον δημοτικό. Η Β’ περίοδος, ξεκινά, το 1984 και ολοκληρώνεται το 1999, με τον δίσκο «Εντελβάις». Σηματοδοτείται με το πολυταξιδεμένο σε φωνές «Πρωινό τσιγάρο». Παρά τις αρχικές αντιρρήσεις του ίδιου του στιχουργού να μην το δώσει σε κανέναν, εντέλει πείστηκε και τα λόγια του έγιναν μελωδία. Μέσα σε αυτά τα 15 χρόνια ο λόγος του Αλκαίου αποκτά πινελιά στιχουργού που ακροβατεί ανάμεσα στην κυριολεξία και στον υπερρεαλισμό.
Έγραφε πολλά κι έμεναν στο συρτάρι, κάπου κάπου δημοσίευε. Ώσπου διαβάζει στον τύπο πως ένα τραγούδι του περιλαμβάνεται στον δίσκο του Θάνου Μικρούτσικου.
Ο Θάνος Μικρούτσικος τον ανακάλυψε από ένα ποίημά του δημοσιευμένο το ’77 στον «Ριζοσπάστη». Αλληλογραφούσαν και μελοποίησε πολλά «ποιήματα», καθώς λέει ο ίδιος ο συνθέτης, παρά «στίχους».
Ο Μίλτος Πασχαλίδης, καλός του φίλος και από τους ελάχιστους που τον γνώρισαν δια ζώσης, θαύμαζε τους στίχους του κι η μοίρα τον έφερε σε μία συναυλία του στη Ρόδο δίπλα στον αδερφό του Άλκη. Πήρε το τηλέφωνό του, ντράπηκε να καλέσει, το έκανε όμως κι ας άργησε, όπως του είπε ο ίδιος ο Άλκης Αλκαίος. Έκτοτε συνεργάτες αλλά και φίλοι, αποτύπωσε σε μελάνι την εικόνα του για τον Άλκη Αλκαίο μέσα από το βιβλίο του «Αγύριστο κεφάλι».
Από το 1984 δεν μπορούσε, όπως αναφέρει ο Πασχαλίδης, να σταθεί ούτε όρθιος έστω και για λίγη ώρα. Ωστόσο ο λόγος που δεν πολυέβγαινε έξω ειδικά τα πρώτα χρόνια ήταν γιατί, όπως αναφέρει ένας αδελφικός του φίλος, «δεν γούσταρε να τον βλέπουν δημόσια σε κοινωνικές εκδηλώσεις και να νιώθει ότι προκαλεί οίκτο». Γάλα, τσιγάρα και στίχοι βουτηγμένοι στο όνειρο και στη ζωή κι ας ήταν μια πολυθρόνα το εφαλτήριο.
Ο Μίλτος Πασχαλίδης αναφέρει επίσης: «Τους δυο βασανιστές του ο Αλκαίος τους συνάντησε κάποτε. Τον ένα στην Ευελπίδων, έξω από μία αίθουσα δικαστηρίου. Ήταν αστυνομικός. Ο Άλκης τον γνώρισε αμέσως. Του λέει “Με θυμάσαι;” Ο άλλος δεν τον κατάλαβε. “Κάτι μου θυμίζεις, αλλά δεν είμαι σίγουρος. Μήπως υπηρετήσαμε μαζί φαντάροι;” Ο Άλκης χαμογέλασε και του είπε: “Έχεις δίκιο. Μαζί υπηρετήσαμε. Μόνο που εσύ ήσουν από πάνω και εγώ από κάτω”. Έκανε μεταβολή και έφυγε. Τον άλλο τον πέτυχε στο καράβι. Ήταν μαζί με τον αδελφό του, Γρηγόρη, ο οποίος του λέει: “Δειξ’ τον μου να τον σκίσω”. Δεν του τον έδειξε. Έκανε μόνο μια κίνηση με το δεξί χέρι. “Προχώρα, δεν έχει σημασία”».
«Σε μια ζωή χαμένη κανένας δε νικά»
Έφυγε σε ηλικία 63 ετών, στις 10 Δεκεμβρίου του 2012, μετά από μάχη με τον καρκίνο. Το ταλέντο του σφραγίστηκε με τις πολλές συνεργασίες του, τους στίχους που φόρεσαν νότες και έγιναν λαλιές από πολλές φωνές: Θάνος Μικρούτσικος, Μάριος Τόκας, Μίλτος Πασχαλίδης, Σωκράτης Μάλαμας, Μπάμπης Στόκας, Λαυρέντης Μαχαιρίτσας, Αλκίνοος Ιωαννίδης, Δημήτρης Ζερβουδάκης, Νότης Μαυρουδής, Δημήτρης Παπαδημητρίου, Βασίλης Παπακωνσταντίνου, Χάρης και Πάνος Κατσιμίχας, Χρήστος Θηβαίος, Φίλιππος Πλιάτσικας, Σταμάτης Μεσημέρης, Χριστόφορος Κροκίδης, Δημήτρης Ψαρράς, καθώς και με τους Δημήτρης Μητροπάνος, Μαρία Δημητριάδη, Μανώλης Μητσιάς, Χάρις Αλεξίου, Γιώργος Νταλάρας, Μελίνα Κανά, Ελευθερία Αρβανιτάκη, κ.ά.
«Βάλε στη στάχτη μου φωτιά και αφάνισέ με πάλι»
Εκτροχίασε την πορεία της στιχουργικής από το 1980. Στίχοι με όμορφες εικόνες, λέξεις ίσως που θα βρεις παράξενες, λόγιες, ειδικούς όρους, μιλούν όμως στην καρδιά σου, την κάνουν λίγο να σφυροκοπάει. Δένουν όλα μαζί, ανυψώνουν τα αισθήματα, την ευαισθήσια, ίσως απαλύνουν και για λίγα δεύτερα τον πόνο. Αγαπάς λίγο παραπάνω, πονάς λίγο περισσότερο, ανέγγιχτος όμως δεν μπορείς να μείνεις. Κι ας μην καταλαβαίνεις τι είναι τα φύλλα τα αλκαλικά ή το κακόηθες μελάνωμα. Αναρωτιέσαι όμως: πώς ήξερε πώς νιώθω και το μετέτρεψε σε λεξούλες;
«Πάρε τη ζωή στα δυο σου χέρια, τις γροθιές σου χτύπα στα μαχαίρια, θα ‘φευγαν τα σύννεφα φαντάσου, αν κουνούσες λίγο τα φτερά σου».
Κουρασμένος αλλά όχι άπελπις. Δραστηριοποίησε τον αχανή πλούτο του μυαλού του, όταν το σώμα του τον εγκλώβισε. Αν δεν είναι αυτό θαύμα να αγαπάς, αν δεν είναι αυτό λαχτάρα για ζωή, τότε πες μου τι είναι;
Για να μπορέσουμε να ελπίζουμε τουλάχιστον. «Η παρτίδα μας δεν παίχτηκε ακόμη».
Πηγές:
https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%86%CE%BB%CE%BA%CE%B7%CF%82_%CE%91%CE%BB%CE%BA%CE%B1%CE%AF%CE%BF%CF%82
http://www.rizospastis.gr/story.do?id=7192596