
Δεν υπάρχει δυσκολότερο πράγμα από το να δώσεις την εικόνα ενός καλλιτέχνη που σε αγγίζει προσωπικά όσο κανένας άλλος. Πνίγεσαι στο συναίσθημα και χάνεις την ουσία. Τέτοιος καλλιτέχνης είναι για μένα ο Αντρέι Ταρκόφσκυ, στον οποίο θα έδινα τον τίτλο του «αγαπημένου μου σκηνοθέτη». Η προσφορά του στο χώρο του κινηματογράφου – με τα έργα του, αλλά κατά βάση με τη θεωρητική του ανάλυση – είναι αδιαμφισβήτητη, ωστόσο πολλοί δεν τον ξέρουν, δυσκολεύονται να τον κατανοήσουν ή τον βρίσκουν οριακά βαρετό. Τι είναι αυτό που τον κάνει τόσο αμφιλεγόμενο; Για να επιχειρήσω να απαντήσω σε αυτό το ερώτημα, θα προσπαθήσω να αναδείξω την ιδιαιτερότητά του, όπως αυτή διαφαίνεται άμεσα μέσα από τη δουλειά του.
Ποιος είναι ο Αντρέι Ταρκόφσκυ;
Γεννημένος σαν σήμερα, στις 4 Απριλίου του 1932, στο χωριό Ζαβράγιε της Ρωσίας, ο Αντρέι είχε έμφυτη την καλλιτεχνική φλέβα. Σαν γιος του Ρώσου ποιητή Αρσένυ Ταρκόφσκυ, η τέχνη αποτελούσε αναπόσπαστο μέρος της καθημερινότητάς του και τον έστρεψε προς ένα ανάλογο καλλιτεχνικό μονοπάτι, όπως μαρτυρούν ήδη οι πρώτες σπουδές του στη ζωγραφική, τη γλυπτική, τη μουσική και τα αραβικά. Το 1956 ξεκινά την τετραετή φοίτησή του στο Κρατικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου της Μόσχας, όπου αμέσως θριάμβευσε. Η διπλωματική του εργασία, διαρκείας τριών τετάρτων περίπου με τον τίτλο «Το βιολί και το κομπρεσέρ», βραβεύθηκε στο φεστιβάλ κινηματογράφου της Νέας Υόρκης του 1960 και άνοιξε το δρόμο για την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, μόλις δύο χρόνια μετά την αποφοίτησή του. «Τα παιδικά χρόνια του Ιβάν» (1962), η ζωή ενός ορφανού με φόντο τη φρίκη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, χαρίζουν στον νεαρό Ταρκόφσκυ τρία χρυσά λιοντάρια στο κινηματογραφικό φεστιβάλ της Βενετίας, μεταξύ των οποίων τα βραβεία καλύτερης σκηνοθεσίας και ταινίας.

Ο Ταρκόφσκυ δεν ήταν μηχανή παραγωγής ταινιών (εξού και η περιορισμένη σε αριθμό φιλμογραφία που έχει αφήσει). Τα έργα του ήταν έντονα προσωπικά, αποτελούν μία έκφανση του εαυτού του που εκδηλώνεται μέσω σεναρίου και σκηνοθεσίας στην μεγάλη οθόνη. Το δεύτερο δημιούργημά του ολοκληρώθηκε αρκετά χρόνια αργότερα, το 1969. Η τρίωρη βιογραφία του μεσαιωνικού Ρώσου ζωγράφου «Αντρέι Ρουμπλιόφ», με τη μοναδική αισθητική της και τη θεατρική δομή της, έπεσε θύμα λογοκρισίας από τις ρωσικές αρχές, λόγω των εικόνων από τη Ρωσία του Μεσαίωνα που εμπεριείχε, και μέχρι το 1971 δεν προβλήθηκε στη Ρωσία, μολονότι κέρδισε το βραβείο της Διεθνούς Ομοσπονδίας Κριτικής Ταινιών Κινηματογράφου (Φιπρέσκυ) στο φεστιβάλ των Καννών. Εντωμεταξύ, το 1971 προβάλλεται το «Σολάρις», μία ταρκοφσκική εκδοχή του sci-fi. Ο Ταρκόφσκυ, ένας άνθρωπος με έντονο το πατριωτικό αίσθημα, δυσκολεύτηκε να δεχτεί την απόρριψη της δουλειάς του από την ίδια του τη χώρα. Σαν αυτοεξορία ζήτησε άδεια προσωρινής παραμονής και εργασίας στο εξωτερικό. Έτσι, το 1983 ακολούθησε η πρώτη του ταινία εκτός Ρωσίας, γυρισμένη στην Ιταλία, η «Νοσταλγία» και τέσσερα χρόνια αργότερα η «Θυσία» (1986), γυρισμένη στην πατρίδα του πνευματικού ειδώλου του, του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν (έργα που απέσπασαν συνολικά επτά βραβεία στο φεστιβάλ των Καννών). Ο Ταρκόφσκυ πεθαίνει μόλις στα 54 του χρόνια το ίδιο έτος (29 Δεκεμβρίου 1986) στη Γαλλία, όπου τότε είχε εγκατασταθεί, από καρκίνο στους πνεύμονες.
Ύμνος στο χρόνο
Ο Ταρκόφσκυ αυτοχαρακτηρίστηκε ως «σμιλευτής του χρόνου». Όπως είχε πολλάκις εκθέσει σε συνεντεύξεις του, αλλά και στο αυτοβιογραφικό του έργο «Σμιλεύοντας το χρόνο», η μεγαλύτερη δυνατότητα που έδωσε ο κινηματογράφος στον άνθρωπο ήταν να μπορεί να αποτυπώνει την πραγματικότητα του χρόνου, να τον ελέγχει και να ταξιδεύει μέσα σε αυτόν, κάτι που δεν γίνεται έξω από τον κόσμο του φιλμ και της οθόνης. Χαρακτηριστικά έλεγε πως, όπως ακριβώς ο γλύπτης σμιλεύει το μάρμαρο, έτσι και ο σκηνοθέτης πλάθει το χρόνο, τον αναδιαμορφώνει και βάζει τα κομμάτια του στη σειρά που ο ίδιος θέλει. Γι’ αυτό και στόχος του Ταρκόφσκυ ήταν στις ταινίες του ο χρόνος να «ζει» μέσα στην κάθε εικόνα, όχι απλά να συνιστά το αναγκαίο κάδρο της. Έτσι, εμμένει στα μακροσκελή πλάνα διαρκείας και αποφεύγει το μοντάζ που καταστρατηγεί την αληθινή ανθρώπινη εμπειρία του χρόνου.

Το έργο που ενσαρκώνει – κατ’ εμέ – πιο πιστά από κάθε άλλο την περί χρόνου πεποίθηση του Ταρκόφσκυ είναι ο «Καθρέφτης» (1974). Πρόκειται για ένα άκρως βιωματικό δημιούργημα, για ένα συνονθύλευμα ονείρων και αναμνήσεων του αφηγητή (πιθανότατα του ιδίου του Ταρκόφσκυ, δηλαδή), ο οποίος μέσα από ένα μωσαϊκό εικόνων ανακαλύπτει ξανά το παρελθόν του, με κέντρο το πατρικό του σπίτι και «συνοδοιπόρους» στο χρονικό του ταξίδι τους γονείς του, την πρώην γυναίκα του και το γιο του. Μέσα από ένα συγκεχυμένο παζλ παρόντος και παρελθόντος με φόντο την ιστορία (Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, Ισπανικός Εμφύλιος κ.α.), μέσα από έναν λαβύρινθο πραγματικότητας και ανάμνησης, μέσα από αντανακλάσεις (εξού και «καθρέφτης») μνήμης και εικόνων, ο αφηγητής εκφράζει τις τύψεις του για το ότι δεν αγάπησε αρκετά τα αγαπημένα του πρόσωπα και προκαλεί τον εκάστοτε θεατή να σταθεί και εκείνος απέναντι από τον δικό του «καθρέφτη».
Ύμνος στην εικόνα
Σμιλευτής του χρόνου, αλλά και της εικόνας, ο Ταρκόφσκυ παρουσιάζει μερικά χρόνια αργότερα το μοναδικό «Στάλκερ» (1979), ένα φωτογραφικό διαμάντι του παγκόσμιου κινηματογράφου. Τρεις ήρωες, ένα ασκητικό ταξίδι πίστης, αναζήτησης της γνώσης και αυτοπροσδιορισμού, μία απαγορευμένη «ζώνη» (ίσως η ταρκοσφκική «Εδέμ») και ένα παιχνίδι με το χρόνο, το χρώμα, τη φύση, τα όρια και το συναίσθημα. Ο χρόνος αφήνει τα ίχνη του σε κάθε πλάνο, ενώ μέσω ασύλληπτων εικόνων, αχανών και μοναχικών, ο Ταρκόφσκυ αναρωτιέται ως προς τα όρια του αυτοσεβασμού και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και προκαλεί για άλλη μία φορά τον εκάστοτε θεατή να προβεί σε μία ουσιαστική αυτοκριτική και να καλλιεργήσει την αυτογνωσία του. Ο κεντρικός ήρωάς του – εκ πρώτης όψεως – δεν τα καταφέρνει. Η δύναμη του να κοιτάξει βαθιά μέσα του τον τρομάζει και τον οδηγεί σε απόγνωση. Του χαρίζει, ωστόσο, τη συνείδηση της ατέλειάς του, της ατέλειας του ανθρώπου εν γένει. Όταν κατακτά αυτή τη συνείδηση, ο Στάλκερ – μολονότι δεν καταφέρνει ποτέ να φτάσει στην «Εδέμ» που θα του χάριζε ό,τι ποθούσε περισσότερο, όπως πίστευε – κατακτά κάτι πιο δυνατό: πίστη στον εαυτό του, την κινητήρια δύναμη όλης του της ύπαρξης.

Ύμνος στη σιωπή
Υπό τους ήχους του Μπετόβεν, του Βέρντι, του Βάγκνερ και του Ντεμπισί, ο Αντρέι και η μεταφράστρια Ευγενία ταξιδεύουν στην μοναδική «Νοσταλγία» (1983), στην Τοσκάνη, αναζητώντας στοιχεία για τη ζωή του Ρώσου συνθέτη Παβέλ Σοσνόφσκυ. Ο Ταρκόφσκυ, στην πρώτη του παραγωγή εκτός ρωσικής έδρας, παρουσιάζει μία ταινία για τα ανείπωτα, που όμως ακούγονται εξίσου δυνατά. Οι διάλογοι είναι περιορισμένοι, αλλά «πλούσιοι». Αρκεί η παρουσία του παράφρονα δευτεραγωνιστή Ντομένικο για να εκφράσει ηχηρά την «τρέλα» του σύγχρονου «πολιτισμένου» κόσμου. Αρκεί η ανάμνηση της γυναίκας του πρωταγωνιστή πίσω στην πατρίδα και η σύγχυση μεταξύ του φυσικού κόσμου της Ιταλίας και του πνευματικού της Ρωσίας, για να έρθει στο προσκήνιο το αίσθημα νοσταλγίας που νιώθει κάθε Ρώσος μακριά από την πατρίδα του (όπως και ο Ταρκόφσκυ, ως αυτοεξόριστος). Άλλο ένα έμμεσα βιωματικό δημιούργημα που σαγηνεύει αναδεικνύοντας το απόλυτο συναίσθημα της νοσταλγίας, της πλήρους αδυναμίας μπροστά στον κόσμο και των ορίων στη ζωή και την ελευθερία, σε κίνητρο πίστης: πίστης στις ρίζες, αλλά και στην ελπίδα, στο «κερί που μένει αναμμένο», όπως φαίνεται και στην σιωπηρή 9λεπτη τελική σκηνή του έργου, όπου ο πρωταγωνιστής καταφέρνει να διασχίσει ιαματικά λουτρά κρατώντας ζωντανή τη φλόγα ενός κεριού στα χέρια του.

Ύμνος στον άνθρωπο
Η «Θυσία» (1986), το τελευταίο κινηματογραφικό αριστούργημα του Ταρκόφσκυ, είναι κατά την άποψή μου το πιο ανθρώπινο. Ο πρωταγωνιστής Αλεξάντερ, μετά από την αναγγελία της έναρξης ενός Τρίτου Πυρηνικού Παγκοσμίου Πολέμου προσεύχεται στο Θεό υποσχόμενος να θυσιάσει ό,τι σημαντικότερο έχει, τη σχέση του με την οικογένειά του, προκειμένου να σωθεί ο κόσμος – και κατά συνέπεια οι δικοί του – από την επικείμενη ολέθρια καταστροφή. Η εσωτερική διεργασία του κεντρικού ήρωα προκαλεί και πάλι τον εκάστοτε θεατή να προβεί στη δική του εσωτερική αναζήτηση και να προβληματιστεί σχετικά με το γενικότερο νόημα της «θυσίας», στην οποία συχνά καταφεύγουν ή ενδεχομένως θα έπρεπε να καταφεύγουν οι άνθρωποι για να σωθούν από τις καταστροφές που οι ίδιοι προκαλούν στον εαυτό τους ή στους γύρω τους. Τέχνη σε κάθε δευτερόλεπτo και ο άνθρωπος στο επίκεντρο του κινηματογραφικού φινάλε του Αντρέι Ταρκόφσκυ.

Αντρέι Ταρκόφσκυ! Ονειρικός, συνειρμικός, συμβολικός, ίσως λέγαμε, αν και ο ίδιος ήταν κατά της έννοιας του συμβόλου. Θεωρούσε πως τα σύμβολα υπάρχουν απλά και μόνο για να τα αποκωδικοποιήσει κάποιος. Αντίθετα, η εικόνα για τον Ταρκόφσκυ δεν έχει ανάγκη από κάποια αποκρυπτογράφηση, απλώς εκφράζει (ακολουθεί μία γεύση από τις εικόνες του στο παρακάτω βίντεο). Αντρέι Ταρκόφσκυ! Ονειρικός, συνειρμικός, ποιητικός, ενδεχομένως να λέγαμε, όπως και πολλοί άλλοι είπαν, κατατάσσοντάς τον στους πατέρες του ποιητικού κινηματογράφου, του κινηματογράφου της ατμόσφαιρας, δηλαδή, μιας ιστορίας και όχι της ίδιας της ιστορίας, υπό το πρίσμα της κοσμοαντίληψης του εκάστοτε θεατή. Ο ίδιος αρνήθηκε και αυτόν τον τίτλο. Θεωρούσε πως ο ποιητικός κινηματογράφος ήταν σκόπιμα δυσκολονόητος, ενώ το δικό του έργο δεν είχε τίποτα το περίπλοκο, μα συνιστούσε μόνο μία αναδημιουργία της πραγματικότητας. Αντρέι Ταρκόφσκυ, λοιπόν! Απλά μοναδικός!
Πηγές που χρησιμοποιήθηκαν για αυτό το άρθρο:
Andrey Arsenyevich Tarkovsky. Ανακτήθηκε από https://www.britannica.com/biography/Andrey-Arsenyevich-Tarkovsky (τελευταία πρόσβαση 26.03.2019)
Ταρκόφσκυ Α. (1987). Σμιλεύοντας το χρόνο, σε μετάφραση: Σεραφείμ Βελέντζα, εκδόσεις Νεφέλη