
Η Σπεράντζα Βρανά ήταν μια μεγάλη θεατρίνα και μια γυναίκα με μεγάλη καρδιά. Όλα επάνω της και μέσα της ήταν μεγάλα, πληθωρικά, για να έχει να δίνει γενναιόδωρα. Μεγάλο χαμόγελο, μεγάλο ταλέντο, μεγάλη ψυχή. Το όνομά της σημαίνει ελπίδα, έτσι όπως την είχαν βαπτίσει κι έτσι όπως είχε μάθει να ζει από παιδί. Όσα στραβά κι αν ήρθαν στη ζωή της, που δεν ήταν και λίγα, η ίδια ποτέ δεν απελπίστηκε. Όλα τα έζησε, έτσι όπως της ερχόταν, χορταστικά, ακόμα και σε καιρούς πείνας, ειδικά τότε.
«Αισθάνομαι, ξέρεις, ότι έχω ζήσει τρεις ζωές. Η πρώτη ήταν ώσπου ορφάνεψα – νωρίς νωρίς. Η δεύτερη στο θέατρο. Η τρίτη είναι η ζωή μετά το θέατρο, οπότε πλέον αφοσιώθηκα στη συγγραφή και ανακάλυψα μία πραγματικότητα που μέχρι τότε αγνοούσα».
Σπεράντζα Βρανά – Απόσπασμα συνέντευξής της που πρωτοδημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Υποβρύχιο» τον Μάιο του 2006.
Ελπίδα
Η Ελπίδα Χωματιανού, όπως ήταν το πραγματικό όνομα της Σπεράντζας Βρανά, γεννήθηκε στο Μεσολόγγι, στις 6 Φεβρουαρίου του 1928. Η οικογένεια της ήταν ευκατάστατη, καθώς ο πατέρας της ήταν γνωστός αστός της πρωτεύουσας και η μητέρα της ήταν κόρη πλούσιας οικογένειας από το Μεσολόγγι. Όταν η μικρή μοναχοκόρη τους ήταν ακόμη μωρό, το ζευγάρι αποφάσισε να μετοικήσει στην Αθήνα. Μετά από αυτή την μετακόμιση, όμως, η ζωή της οικογένειας άλλαξε. Το ζευγάρι χώρισε, και λίγα χρόνια αργότερα, ο πατέρας της Ελπίδας πέθανε, στα εικοσιπέντε του μόλις χρόνια. Η μικρή Ελπίδα, έζησε αυτά τα θλιβερά γεγονότα πριν ακόμα γίνει επτά ετών και δυστυχώς το χειρότερο το είχε μπροστά της. Η μητέρα της έφυγε και αυτή από την ζωή, πολύ νέα, από την πείνα, στα χρόνια της κατοχής.
Αργότερα, πολλά χρόνια μετά. στο βιβλίο της «Τολμώ», θα έγραφε η Ελπίδα, Σπεράντζα πια: «Ήταν χειμώνας του 40-41. Τι εποχή, Θεέ μου! Πόλεμος, συσκότιση, βόμβες, πείνα! Το ψωμί είχε γίνει 30 δράμια το άτομο, κι αυτό μπομπότα. Θυμάμαι που σηκωνόμουνα στις 3 τη νύχτα και πήγαινα στην ουρά, περίμενα μαζί με τον υπόλοιπο κόσμο, κι όταν έπαιρνα τις δυο μερίδες, ώσπου να βγω απ’ τον φούρνο είχα φάει την μερίδα μου, και το υπόλοιπο το ‘κρυβα κάτω από την ποδιά μου, μη μου το κλέψουνε ώσπου να πάω σπίτι μου να το δώσω της μαμάς μου.
-Φάτο παιδί μου κι αυτό, μου ‘λεγε κοιτάζοντάς με καλά – καλά.
Δεν ξέχασα ποτέ στη ζωή μου εκείνο το βλέμμα της.
-Φάτο κι αυτό.
Κι εκείνη; Τίποτα. Δεν έτρωγε τίποτα, για να το φάω εγώ. Κι εγώ το ‘τρωγα πεινασμένη καθώς ήμουνα, χωρίς να καταλαβαίνω ότι κι εκείνη πεινούσε, αλλά το ‘κανε για μένα. Ήμουνα εγωίστρια; Ήμουνα άπονη; Ήμουνα ανόητη; Μα αφού την αγαπούσα! Μπα, απλώς πεινούσα».
Η ηθοποιός μέχρι το τέλος της ζωής της θυμόταν την μητέρα της και την μνημόνευε, για την πολλή αγάπη με την οποία την μεγάλωσε, τόση πολλή, που έμενε νηστική για να ταΐσει το παιδί της, ώσπου πέθανε από ασιτία. Μετά κι από αυτά το τραγικό γεγονός, η νεαρή Ελπίδα, δεν είχε άλλη επιλογή, απ’ το να εγκαταλείψει την Αθήνα και να επιστρέψει στην γενέτειρά της, να ζήσει κοντά στους συγγενείς της. Έφηβη ακόμη, σε τόσο δύσκολα χρόνια, δεν γινόταν να μείνει απροστάτευτη.

Το κορίτσι των μπουλουκιών
Η αγάπη για το θέατρο χτύπησε από νωρίς στην καρδιά της Ελπίδας. Μετά από την αβάστακτη λύπη και τις μεγάλες της απώλειες, μόνο το θέατρο μπορούσε να της δώσει χαρά. Της είχε κάνει τρομερή εντύπωση, μια μέρα, που στάθηκε σε μια ταβέρνα, και ενώ χάζευε τα λαχταριστά φαγητά με τις μυρωδιές να τις σπάνε την μύτη, άκουγε σπαρταριστά γέλια από το διπλανό κτίριο. Εκείνη η μέρα ήταν μια χορταστική μέρα, γιατί ο καλός ταβερνιάρης την κέρασε μια μεγάλη μερίδα φασολάκια, χωρίς να νοιαστεί για τα λιγοστά πληθωρικά χρήματα που είχε στην τσέπη της, και γιατί γνώρισε τον Γιώργο. Ένας ψηλός νέος άντρας που επιδιόρθωνε μια λάμπα έξω από τον διπλανό κτίριο, αυτός ήταν ο Γιώργος, και της είπε «μικρή, θες να σε βάλω μέσα;» Που μέσα; Στο θέατρο. Στο διπλανό κτίριο με τα σπαρταριστά γέλια, σε εποχή που ήταν γεμάτη κλάματα.
Μαθήτρια ήταν τότε η Ελπίδα. Φορούσε την σχολική της ποδιά και είχε τα μαλλιά δεμένα κοτσιδάκια. Ντράπηκε προς στιγμήν, αλλά τελικά μπήκε στο θέατρο, και γέλασε με την ψυχή της, πρώτη φορά, μετά από καιρό, χόρτασε να γελάει. Κι έτσι άρχισαν όλα. Χωρίς να το ξέρει η νεαρή Ελπίδα, μόλις ξεκινούσε την δεύτερη ζωή της. Η Ελπίδα και ο Γιώργος δέθηκαν. Αυτός γοητεύτηκε από την ομορφιά της και τα στοιχεία του χαρακτήρα της, εκείνη μάλλον από το θέατρο που ο Γιώργος εκπροσωπούσε για την ίδια, τότε.

Έτσι τον ακολούθησε στα μπουλούκια της επαρχίας κι έζησε μαζί του μέρες συναρπαστικές αν και δύσκολες. Η Ελπίδα έκανε τα πρώτα θεατρικά της βήματα πάνω στα πρόχειρα σανίδια των επαρχιώτικων καφενείων και σχολείων, σε πλατείες και αλάνες, στους δρόμους, παίζοντας μικρούς ρόλους, που δεν της ταίριαζαν, αλλά δεν την ένοιαζε, και τραγουδώντας. Η πληρωμή της ήταν αυγά, τυρί, ελιές, ότι υπήρχε στα χέρια των ανθρώπων στα χωριά που γύριζαν, εν είδει εισιτηρίου. Η πραγματική πληρωμή της, βέβαια, ήταν όλα όσα ζούσε δίπλα σε ανθρώπους του χώρου, τους ηθοποιούς, που αργότερα όταν εκείνη θα γινόταν Σπεράντζα, θα ήταν κι αυτοί μεγάλα ονόματα και ο κόσμος θα τους αναγνώριζε στον δρόμο. Ο Κώστας Χατζηχρήστος ήταν ένας από αυτούς.
Από το Αιτωλικό ξεκίνησε η Ελπίδα μαζί με τον Γιώργο και σιγά – σιγά και που δεν ταξίδεψαν. Εκείνος την πρόσεχε σαν τα μάτια του, την προστάτευε και φρόντιζε να μην της λείψει τίποτα. Παρόλα αυτά, με τον καιρό, η σχέση τους δεν πήγαινε καλά και χώρισαν. Η Ελπίδα είχε γίνει πια μια πανέμορφη δεσποινίδα και το ταλέντο της άρχισε να κατακτά την σκηνή, τους συναδέλφους της και τους θεατές. Όλοι γοητευόταν από την παρουσία της και ο Μάρκος, ένας πάμπλουτος ναυπηγός, Έλληνας της Αιγύπτου, την ερωτεύθηκε σφόδρα και της έκανε πρόταση γάμου, σχεδόν, στην αρχή της γνωριμίας τους.
Η Ελπίδα δέχθηκε την πρόταση, αν και ήταν μόλις 17 ετών. Ίσως να την γοήτευσε ο ίδιος ο Μάρκος, ίσως η προοπτική μιας άνετης και διαφορετικής ζωής στην Αλεξάνδρεια. Παντρεύτηκαν το 1945 και η Ελπίδα τον ακολούθησε στην Αίγυπτο. Ο γάμος ωστόσο κράτησε πάρα πολύ λίγο, ακόμα λιγότερο διήρκησε ο έρωτας, καθώς η θεατρίνα, δεν έγινε ποτέ αποδεκτή από την οικογένεια του Μάρκου και κυρίως, της έλειπε το θέατρο και η ζωή που το περιβάλλει. Ο όρος που της είχε επιβληθεί για να γίνει ο γάμος, ήταν ν’ αφήσει το θέατρο, να μην ανέβει ξανά σε πάλκο. Πολύ σκληρός όρος όπως αποδείχθηκε. Πολύ σκληρά τα διαφορετικά και τα ξένα, και η Ελπίδα δεν τα σήκωνε ή δεν την σήκωνε το κλίμα, κι έτσι αποφάσισε να επιστρέψει σε αυτό που τελικά αγαπούσε πιο πολύ απ’ όλα: την σκηνή με τα φώτα, τα χειροκροτήματα και τα γέλια και τους θεατράνθρωπους, που της ταίριαζαν καλύτερα.

Σπεράντζα Βρανά
Το 1948 είναι μια πολύ σημαντική χρονιά για την Ελπίδα Χωματιανού, είναι η χρονιά που γίνεται η Σπεράντζα Βρανά, κάνοντας το ντεμπούτο της στην επιθεώρηση «Άνθρωποι Άνθρωποι» των Σακελλάριου και Γιαννακόπουλου. Στο θέατρο «Μετροπόλιταν» όπου παίζεται η επιθεώρηση το όνομα «Σπεράντζα Βρανά» φιγουράρει ανάμεσα στα ονόματα: Μίμης Φωτόπουλος, Σμαρούλας Γιούλη, Ντίνου Ηλιόπουλου και άλλων, όλοι τους άγνωστοι τότε στο ευρύ κοινό, αλλά και με τα ονόματα των Ορέστη Μακρή και Χρήστου Τσαγανέα, που ήταν φτασμένοι ηθοποιοί, ήδη, εκείνη την εποχή.

Σε αυτή την επιθεώρηση, η Βρανά, υποδύεται με τεράστια επιτυχία τον τύπο της μόρτισσας, της μαγκιόρας γυναίκας, με το τσαγανό, την καπατσοσύνη και την ελευθεροστομία της. Αυτός ο τύπος έμελλε να είναι το χαρακτηριστικό στοιχείο των ρόλων της ηθοποιού, που ερμήνευε, πάντα, με τεράστια επιτυχία από τότε και μέχρι που τέλειωσε η καριέρα της στο θέατρο. Στην συγκεκριμένη παράσταση ακούστηκε με την φωνή της το τραγούδι «Το Τραμ το Τελευταίο», το οποίο φυσικά ερμήνευσε πρώτη και έμεινε στην ιστορία ως ένα από τα θρυλικά τραγούδια της Ελλάδας.

Από αυτή την επιθεώρηση και μετά η Σπεράντζα Βρανά «απογειώνεται» και γίνεται ένα από τα μεγαλύτερα ονόματα του ελληνικού κινηματογράφου, εκείνης, της χρυσής εποχής του. «Κορμάρα» και «φωνάρα» θα λέγαμε σήμερα, και ίσως έτσι να έλεγαν και τότε, οι αμέτρητοι θαυμαστές της. Άντρες, γυναίκες και ομοφυλόφιλοι – «οι «μελανζέ» όπως τους έλεγε η ίδια, δεν χορταίνουν να την βλέπουν. Φαντάροι της στέλνουν ερωτικά γράμματα, διάφοροι άντρες, ακόμη και γυναίκες και οι ομοφυλόφιλοι, πολλοί από τους οποίους έγιναν από τους καλύτερους φίλους της, έτρεχαν να την θαυμάζουν και να την δείξουν στα ταίρια τους. «Σεξοβόμβα» και «σεξουάλα», «κορίτσαρος», «γυναικάρα», είναι μερικά μόνο από τα επίθετα που συνοδεύουν το όνομά της, σε μια προσπάθεια να περιγραφεί η εκρηκτική της θηλυκότητα και προσωπικότητα, αν και ήταν αντράκι.
Αυτό υπήρξε η Σπεράντζα Βράνα, ένας μάγκας άντρας, με την καλή έννοια του όρου, στο σώμα μιας υπέροχης, πληθωρικής γυναίκας. Αυτά τα αντιφατικά, φαινομενικά τουλάχιστον, στοιχεία, η Βρανά είχε το ταλέντο και την ευφυΐα να τα συνδυάσει με τρόπο μοναδικό και εντυπωσιακό, έναν τρόπο ολότελα δικό της. Ελευθερόστομη και αθυρόστομη, τολμηρή και άφοβη, ντόμπρα, αλλά και μπριόζα, ναζιάρα, με ζωντάνια και φινέτσα κατέκτησε δικαίως την επιθεώρηση και έγινε η μεγάλη κυρία της.

Οι συνεργασίες της ήταν πάμπολλες, με αξιόλογους ηθοποιούς που άφησαν και αυτοί το δικό τους, μοναδικό, στίγμα στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου. Η Σπεράντζα Βρανά υπηρέτησε το θέατρο, «τον πιο μεγάλο εραστή» της όπως έλεγε η ίδια, για όλα τα χρόνια που της επέτρεπε το σώμα της και οι συνθήκες να βρίσκεται πάνω στην σκηνή, και ιδιαίτερα στο θέατρο «Ακροπόλ», που πια είχε γίνει σπίτι της. Με την μοναδική φωνή της, εκτός, από «Το Τραμ το Τελευταίο», ερμήνευσε τα τραγούδια: «Η Βαλίτσα», «Μάμπο Μπραζιλέρο», «Δώσε» και «Αχ Μαρί», μεταξύ άλλων, που επίσης έμειναν στην ιστορία.
Εκτός από το Θέατρο τεράστια ήταν η επιτυχία της και στον κινηματογράφο στον οποίο η πρώτη της εμφάνιση έγινε με την κωμωδία της Φίνος Φιλμ «Έλα στο θείο» το 1950, με συμπρωταγωνιστή τον σπουδαίο Νίκο Σταυρίδη. Η Σπεράντζα Βρανά συμμετείχε σε πάνω από 40 θεατρικές παραστάσεις, σε περίπου 30 κινηματογραφικές ταινίες και 5 βιντεοταινίες. Επίσης, εμφανίστηκε σε αρκετές τηλεοπτικές εκπομπές τα τελευταία χρόνια.

Οι άντρες της ζωής της
Θα μπορούσε να πει κανείς, για την Σπεράντζα Βρανά, ότι, κάλλιστα, θα της ταίριαζε η γνωστή φράση « Ο άντρας της ζωής μου, είμαι εγώ», καθώς τα έβγαλε πέρα στην ζωή της παλικαρίσια, από μικρό κορίτσι, σε πολύ δύσκολες εποχές, ωστόσο η Σπεράντζα ήταν και παρέμεινε πάντα γυναίκα. Έτσι είχε και αυτή τους άντρες της ζωής της και παρά το σέξυ μαγκιόρικο ύφος της, παρά την ομορφιά της και την επιτυχία που είχε ως πόρνη στην αξέχαστη ταινία η «Κάλπικη λίρα» και την επιτυχία ως γυναίκα γενικώς, η Βρανά μέσα της ήταν ένα κορίτσι, ένα τρυφερό, πονόψυχο, χαρούμενο κορίτσι, γεμάτο αγάπη και διάθεση για προσφορά.
Η ίδια, άργησε να καταλάβει πόσο πολύ άρεσε στους άντρες. Στην αυτοβιογραφία της γράφει: «Τότε για πρώτη φορά άρχισα να συνειδητοποιώ το πόσο άρεσα σαν γυναίκα! Άρχισαν να με τριγυρίζουν οι «αδερφές» και να μου φέρνουν τα τεκνά τους για να με γνωρίσουν, γιατί αυτά τους το ζητούσαν! Είχα γίνει η ρενομέ γκόμενα του θεάτρου, οι άντρες, ιδίως οι νεαροί, τρελαινόντουσαν για μένα». Κι όμως, η Σπεράντζα, δε λογάριαζε ερωτικά κανέναν, πήγαινε μόνο εκεί όπου της έδειχνε η καρδιά της, εκεί που αισθανόταν. Δεν λογάριαζε χρήματα, καριέρες και ονόματα, μόνο καρδιές. Έτσι, αν και το θεατρικό της ύφος παραπλανά, εν μέρει, η Σπεράντζα είχε λίγους μεγάλους έρωτες στην ζωή της, αν και όπως ομολογούσε η ίδια συχνά σε συνεντεύξεις της, αλλά και στα γραπτά της, της άρεσε το σεξ.

Εκτός από την πρώτη της σχέση, τον Γιώργο, που έληξε μεν άδοξα αλλά η εκτίμηση παρέμεινε, είναι γνωστός ο επί τεσσεράμισι χρόνια θυελλώδης έρωτάς της με τον Κώστα Βουτσά. Η ιστορία τους θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «κινηματογραφική» αφού τα σκανδαλοθηρικά περιοδικά τους παρακολουθούσαν συνεχώς, λόγω της ιδιαίτερης σχέσης τους, που τα είχε όλα: Πάθος, έρωτα, ζήλιες, αρραβώνες και όμορφες στιγμές ως και ξύλο ακόμη, σε έναν μεγάλο καυγά τους, καθώς και οι δυο υπήρξαν έντονες και παρορμητικές προσωπικότητες και κυρίως αυθόρμητες. Η σχέση τους έληξε λίγο πριν το γάμο, αφού έφτασαν πολύ κοντά και η Βρανά είχε το νυφικό της έτοιμο, αλλά η ζήλια από την πλευρά του Κώστα Βουτσά, κυρίως, και η απαίτησή του, να εγκαταλείψει η Σπεράντζα το θέατρο, μετά το γάμο, τους οδήγησαν σε αδιέξοδο.
Έχει γράψει η Βρανά, σχετικά, στην αυτοβιογραφία της: «Ο Κώστας ήταν τρομερά φιλόδοξος, μεγαλομανής, αριβίστας. Ήξερε να ελίσσεται. Χρησιμοποιούσε όλα τα κόλπα για να πετύχει τους σκοπούς του. Καλοπερασάκιας. Στην αρχή μου έκανε τον πολύ ερωτευμένο, έκανε ό,τι μπορούσε για να με ευχαριστήσει. Μου αγόραζε δίσκους με λατινοαμερικανικούς ρυθμούς, μου έκανε τον Danny Kaye για να γελάσω, ήταν πολύ κωμικός και ξεκαρδιζόμουν. Αν μ’ αγάπησε ο Κώστας (γιατί μ’ αγάπησε), αυτό συνέβη αργότερα. Μου φερόταν πολύ ωραία, ήταν πολύ τρυφερός μαζί μου, ζούσαμε πολύ αρμονικά. Όσο η σχέση μας έδενε και πιο γερά, άρχισε τις ζήλιες. “Γιατί κάθεσαι στο καμαρίνι με τη ρόμπα ανοιχτή;”. Καβγάς! “Γιατί σου μίλησε ο τάδε συνάδελφος;”. Καβγάς! Όλα αυτά τα μικροκαυγαδάκια είχαν σαν αποτέλεσμα να τη βρίσκουμε πιο ωραία ερωτικά. Ο Κώστας ήταν τέλειος σαν εραστής, τρυφερός και γλυκός. Στο κεφάλαιο δουλειά, όμως, ήταν φοβερός. Ήταν φιλόδοξος και βιαζόταν να φτάσει. Πάνω σ’ αυτό το θέμα είχαμε διαφορετικές αντιλήψεις. Η σχέση μας πέρασε από πολλά στάδια. Μέχρι ξύλο έπεσε στον πρώτο μας μεγάλο καβγά».

Μετά από τον χωρισμό της με τον Κώστα Βουτσά η Σπεράντα γνώρισε, ερωτεύθηκε και αγάπησε τον άνθρωπο που θα έμενε μαζί τους ως το τέλος, τον τραγουδιστή Παύλο Πατάκα. Παντρεύτηκαν τον Ιούνιο του 1966 και έζησαν όλα τους τα χρόνια αρμονικά, φτιάχνοντας μαζί μια όμορφη οικογένεια. Δεν απέκτησαν δικά τους παιδιά, αλλά μεγάλωσαν μαζί ένα αγόρι από ενός έτους. Το αγόρι ήταν παιδί, μιας καλής φίλης της Σπεράντζας Βρανά, που την βοηθούσε και στις δουλειές του σπιτιού. Η γυναίκα μεγάλωνε το παιδί μόνη και με δυσκολίες καθώς ο πατέρας, είχε εξαφανισθεί και ο μικρός δεν τον γνώρισε ποτέ. Τότε η Βρανά θέλησε να υιοθετήσει αυτό το παιδί, και να του δώσει το όνομά της και κυρίως χαρά, που το είχε καημό. Δεν την ένοιαζε να γίνει μάνα η ίδια, εκείνο που την ένοιαζε και ήθελε η ψυχή της ήταν να δώσει χαρά, αγάπη και ότι άλλο μπορούσε σε ένα παιδί, να δώσει αυτά που εκείνη στερήθηκε τόσο μικρή εξαιτίας του θανάτου των γονιών της. Έτσι, μαζί με τον άντρα της, αποφάσισαν να προχωρήσουν στην υιοθεσία, χωρίς το παιδί να στερηθεί ούτε στιγμή την βιολογική του μητέρα. Δεν κατέστη εφικτό, όμως, δυστυχώς, καθώς η υιοθεσία στην Ελλάδα ήταν πάντα ένας γολγοθάς. Για οικονομικούς λόγους, καθώς λόγω του επαγγέλματός της, δεν είχε σταθερό εισόδημα, αλλά και για άλλους, παρόμοιους λόγους, η αρμόδια υπηρεσία δεν επέτρεψε να γίνει η υιοθεσία. Δεν έγινε όμως στα χαρτιά, στην πραγματικότητα έγινε.
Έτσι ο γιος της, που τελικώς υιοθετήθηκε επίσημα όταν έφτασε 32 ετών, μεγάλωσε με δυο μητέρες, που υπήρξαν αγαπημένες μεταξύ τους και κυρίως αγαπούσαν αυτό το παιδί και του πρόσφεραν ότι καλύτερο μπορούσαν, με την συμπαράσταση και την καλή πρόθεση και του συζύγου της Βρανά, που αγαπούσε, και αυτός,το παιδί σαν αληθινός πατέρας.

Το τραμ το τελευταίο
Από το 1981 η ηθοποιός σταδιακά αποσύρθηκε από το θέατρο. Τότε άρχισε η τρίτη ζωή της, αυτή της συγγραφέως, ξεκινώντας με την αυτοβιογραφία της με τον τίτλο «Τολμώ». Ακολούθησαν κι άλλα βιβλία: «Ο οργασμός του Μπράβο», «Έλα καλέ τώρα»,«το τίμιο μπορντέλο» και «ο επιβήτορας», είναι ορισμένα από τα 9 βιβλία που έγραψε συνολικά.
Το 2000 η Σπεράντζα Βρανά είχε ένα τροχαίο το οποίο δυστυχώς ήταν σοβαρό και στοίχισε στην υγεία της. Για καιρό δεν μπορούσε να σηκωθεί από το κρεβάτι, κι αργότερα τα κατάφερε με πατερίτσες και την βοήθεια αμαξιδίου. Το γεγονός αυτό την λύγισε και της στοίχισε πολύ ψυχολογικά, καθώς δεν μπόρεσε να ξαναπάει στο θέατρο που λάτρευε και η κατάστασή της επιδείνωνε γενικότερα την υγεία της, αφού της έλειπε η κίνηση. Εκείνο το δύσκολο διάστημα ο άντρας της τής στάθηκε πάρα πολύ και την βοήθησε να βγει από την κακή ψυχολογία, έτσι η Σπεράντζα σταδιακά επανήλθε, αν και όχι πλήρως, και συνέχισε να γράφει.

Μάλιστα λίγο καιρό πριν φύγει από την ζωή ετοίμαζε ένα νέο βιβλίο, με τον τίτλο «Μελανζέ», έτσι όπως συνήθιζε να αποκαλεί, χαΐδευτικά, τους ομοφυλόφιλους φίλους της. Την πληροφορία αυτή την είχε εκμυστηρευτεί η ίδια η Βρανά στον εκδοτικό της οίκο, αλλά επιβεβαιώθηκε όταν ο γιος της Νίκος Χωματιανός, βρήκε στα πράγματά της κείμενα για το συγκεκριμένο βιβλίο. Δυστυχώς, η Σπεράντζα Βρανά, δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει το βιβλίο της, αφού πέθανε στις 29 Σεπτεμβρίου του 2009 από ανακοπή καρδιάς. Ένα χρόνο νωρίτερα είχε χάσει τον πολυαγαπημένο της Παύλο. Δεν το άντεξε. Έζησαν μαζί 43 ολόκληρα χρόνια. Η Σπεράντζα Βρανά, πήρε το τράμ το τελευταίο και πήγε να τον συναντήσει.
Στο παρακάτω βίντεο η Σπεράντζα Βρανά τραγουδά με εκλεκτή παρέα «Το τραμ το τελευταίο».
Πηγές που χρησιμοποιήθηκαν σε αυτό το άρθρο:
Σπεράντζα Βρανά: «Ευτύχησα να πηδηχτώ καλά όταν έπρεπε!..» – Θοδωρής Αντωνόπουλος – 29/9/2015 – Ανακτήθηκε από την ηλεκτρονική διεύθυνση: www.lifo.gr – Τελευταία πρόσβαση: 27/9/2021
Σπεράντζα Βρανά – Ανακτήθηκε από την ηλεκτρονική διεύθυνση: el.wikipedia.org – Τελευταία πρόσβαση: 27/9/2021
Σπεράντζα Βρανά, η «σεξουάλα» του ελληνικού σινεμά από το Μεσολόγγι -Η απίστευτη ζωή της – 21/7/2020 – Ανακτήθηκε από την ηλεκτρονική διεύθυνση: www.iefimerida.gr – Τελευταία πρόσβαση: 27/9/2021
Σπεράντζα Βρανά (2004) – Ανακτήθηκε από την ηλεκτρονική διεύθυνση: www.youtube.com – Τελευταία πρόσβαση: 27/9/2021
Σπεράντζα Βρανά – Ανακτήθηκε από την ηλεκτρονική διεύθυνση:http://finosfilm.com – Τελευταία πρόσβαση: 27/9/2021
Σπεράντζα Βρανά: Τα μπουλούκια, η σχέση της με τον Βουτσά, ο υιοθετημένος γιός, το τροχαίο ατύχημα! – Ανακτήθηκε από την ηλεκτρονική διεύθυνση: www.youtube.com – Τελευταία πρόσβαση: 27/9/2021