Τα Βούρλα με τα οποία θα ασχοληθούμε δεν έχουν καμιά σχέση με τα Καμμένα Βούρλα.
Τα Βούρλα ήταν ένα τεράστιος οίκος ανοχής στη Δραπετσώνα που έφτιαξε ο δήμος του Πειραιά. Λειτούργησε υπό την προστασία του κράτους και την περιφρούρηση της αστυνομίας. Έμοιαζε πολύ με φυλακή. Οι πτέρυγες του είχαν ομοιόμορφα κελιά και ήταν περιφραγμένο με ψηλό μαντρότοιχο.
Κατά την κατοχή λειτούργησε σαν φυλακή και το 1970 κατεδαφίστηκε.
Ο Πειραιάς του 1835 δεν έχει καμία σχέση με τον Πειραιά των ημερών μας. Τότε ήταν ένα λιμανάκι χωρίς κίνηση, με λίγα αλιευτικά, μερικές καλύβες και χίλιους κατοίκους. Κάπου κάπου ερχόταν κανένα πλοίο, για ν’ αποπλεύσει μετά από λίγες ώρες.
Από τα πρώτα χρόνια που άρχισε ν’ αναπτύσσεται, για να γίνει από γραφικό χωριό όμορφη πόλη και σημαντικό λιμάνι, έλκυσε και υπόκοσμο. Άρχισε ν’ ανθεί η πορνεία και τα περί αυτήν: προαγωγοί, σωματέμποροι και κάθε λογής άνθρωπος. Οι συμπλοκές, τα φονικά και τα ναρκωτικά αποτελούσαν καθημερινότητα.
Το δημοτικό συμβούλιο συσκέφθηκε πάνω στο πρόβλημα και αποφάσισε να απομονώσει όλες τις αδήλωτες πόρνες του Πειραιά σ’ ένα μεγάλο οίκημα εκτός σχεδίου πόλεως. Έτσι, ένα μέρος του υποκόσμου θα μετατοπιζόταν έξω από την πόλη. Όσο για τις πόρνες, περιορισμένες εκεί θα εξασκούσαν το επάγγελμά τους και συγχρόνως θα είχαν ιατρική παρακολούθηση.
Τα Βούρλα ήταν ένας βαλτότοπος στη Δραπετσώνα λίγα μέτρα πιο πέρα από το νεκροταφείο του Αγίου Διονυσίου. Η περιοχή καθαρίστηκε και μπαζώθηκε.
Ένας εργολάβος ονόματι Νικόλαος Μπόμπολας ανέλαβε να κατασκευάσει το συγκρότημα κτιρίων που ήθελε ο δήμος του Πειραιά. Λένε ότι δεν το έχτισε με δικά του λεφτά, αλλά με χρήματα που του έδωσε το κράτος, το οποίο τα δανείστηκε από έναν Πειραιώτη τραπεζίτη. Εν πάση περιπτώσει, ο Μπόμπολας παρέδωσε ένα περιμαντρωμένο συγκρότημα κτιρίων, το 1875. Αυτά ήταν τα περίφημα Βούρλα.
Το 1894, οι ιερόδουλες της διοικητικής περιφέρειας Αθηνών -Πειραιώς χωρίστηκαν σε τρεις κατηγορίες.
Οι πόρνες πρώτης τάξεως έμεναν σε ιδιαίτερες κατοικίες. Οι πόρνες δευτέρας τάξεως έμεναν σε οίκους ασωτίας. Οι πόρνες τρίτης τάξεως έμεναν στα χαμαιτυπεία τα κείμενα, πλησίον των καταστημάτων του Αεριόφωτος και στα δημοτικά οικήματα των Βούρλων. Τα Βούρλα τράβηξε μακριά, από τον αναπτυσσόμενο Πειραιά, μεγάλο μέρος των ξένων πληρωμάτων καθώς και των εγχώριων ανδρών του λιμεναρχείου και του Πολεμικού Ναυτικού. Συγκέντρωσαν γύρω από τη μάντρα τους μεγάλο πλήθος του υποκόσμου, περιόρισαν την εξάπλωση των αφροδίσιων και τακτοποίησαν το ηθικό πρόβλημα των νοικοκυραίων της πόλης.
Με την καταστροφή του ’22 άρχισαν να καταφθάνουν στον Πειραιά καραβιές προσφύγων που κοιμήθηκαν νοικοκυραίοι και ξύπνησαν επί ξύλου κρεμάμενοι.
Σοκαρισμένοι, πεινασμένοι και δυστυχείς ζούσαν ο ένας πάνω στον άλλον μέσα σε τσαντίρια. Οι Πειραιώτες δεν τους καλοδέχτηκαν. Τους είδαν σαν ξένους και τους αντιμετώπισαν εχθρικά. Ωστόσο κάπου έπρεπε να εγκατασταθούν. Για τον σκοπό αυτό απαλλοτριώθηκε το παλιό νεκροταφείο του Αγίου Διονυσίου, αλλά ο χώρος δεν έφτανε. Η εγκατάσταση των προσφύγων εξαπλώθηκε πέρα από τον Άγιο Διονύσιο σε όλη τη Δραπετσώνα και βόρεια προς το Κερατσίνι και τα Ταμπούρια. Όταν λέμε εγκατάσταση προσφύγων, εννοούμε άθλιες συνθήκες ζωής. Οι άνθρωποι, που έφεραν μαζί με τις συνήθειές τους έναν πολιτισμό αιώνων, πάλευαν με τα στοιχεία της φύσης μέσα στα ίδια τους τα σπίτια, που ήταν παράγκες με πάτωμα το χώμα. Η Δραπετσώνα εποικίστηκε με πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία και τον Πόντο. Συνεπώς, τα Βούρλα δεν ήταν, πλέον, έξω από την πόλη, αλλά μέσα σε κατοικημένη περιοχή.
Γύρω από τα Βούρλα υπήρχαν κάποιοι τεκέδες που λειτουργούσαν ως ιδιότυπα πορνεία. Εκεί η συνουσία γινόταν από μία τρύπα στον τοίχο, χωρίς να υπάρχει οπτική επαφή του πελάτη με την πόρνη, η οποία ήταν προσφυγοπούλα και αδήλωτη.
Κατά την κατοχή τα Βούρλα μετατράπηκαν σε φυλακές. Αφού έφυγαν οι Γερμανοί, το ελληνικό κράτος διατήρησε τη φυλακή με το όνομα Δικαστική Φυλακή Πειραιώς, για ποινικούς και πολιτικούς κρατούμενους.
Τα Βούρλα περιστοιχίζονταν από μια ψηλή, ασβεστωμένη μάντρα, που ασφάλιζε με μια κόκκινη πορτάρα ύψους τριών μέτρων και πλάτους δυο.
Αυτή η πορτάρα ήταν η μοναδική είσοδος, βρισκόταν στην οδό Ψαρρών και φρουρούταν. Τη νύχτα τα Βούρλα άδειαζαν και η πορτάρα έκλεινε. Κανείς άλλος δεν επιτρεπόταν να διανυκτερεύσει, εκτός από τις πόρνες και την αστυνομική δύναμη.
Το πρωί, η πορτάρα άνοιγε και τα Βούρλα ξαναγέμιζαν. Μερικοί πελάτες έρχονταν από το πρωί, ανάλογα με τα καράβια που έπιαναν λιμάνι στον Πειραιά. Περνώντας την πορτάρα, ανοιγόταν μπροστά μία αυλή στην οποία υπήρχαν τρεις πτέρυγες. Οι πτέρυγες λέγονταν μπούκες και η καθεμιά είχε δική της είσοδο. Κάθε μπούκα αποτελούταν από δύο σειρές των δώδεκα δωματίων η καθεμιά, αντικριστά η μία στην άλλη, που τις χώριζε ένας φαρδύς ακάλυπτος διάδρομος, σαν εσωτερική αυλή. Οι πόρτες και τα παράθυρα των δωματίων κάθε μπούκας έβλεπαν στον διάδρομό της. Στις κάμαρες αυτές ζούσαν και δούλευαν οι πόρνες.
Μια πρώτη παρατήρηση είναι ότι αυτή τη διαρρύθμιση δεν διευκόλυνε την επικοινωνία της κάθε μπούκας με τις υπόλοιπες. Στα Βούρλα έμεναν γυναίκες που είχε πιάσει η αστυνομία χωρίς χαρτιά και επιπλέον ήταν άρρωστες. Αφού τις έστελναν στου Συγγρού για θεραπεία, κατόπιν τις έκλειναν στα Βούρλα. Κατανέμονταν στις μπούκες ανάλογα με την ηλικία τους.
Οι νεαρές, ηλικίας από 14 ώς 18 χρόνων, έμεναν στο πρώτο τμήμα, στο αριστοκρατικό. Ήταν στη σειρά νεόκτιστες και καθαρές κάμαρες ασπροασβεστωμένες. Μπροστά, ο διάδρομος πλακοστρωμένος με πολλές γλάστρες. Στο δεύτερο τμήμα έμεναν γυναίκες μέσης ηλικίας, από 18 ώς 40 χρόνων. Οι γυναίκες 40 εώς 50 χρονών έμεναν στο παλιότερο κτίριο -στο πρώτο που χτίστηκε. Δίπλα στο παλιό κτίριο ήταν το εστιατόριο, όπου έτρωγαν όλες οι γυναίκες, πληρώνοντας για το φαγητό τους.
Στα Βούρλα λειτουργούσε μονίμως ιατρείο. Ο γιατρός επέβλεπε τις γυναίκες κάθε μέρα. Κάθε μπούκα είχε τις τουαλέτες, τα λουτρά και το καφενείο της. Μπαίνοντας από την πορτάρα, δεξιά ήταν ο «σταθμός της χωροφυλακής» και αριστερά ένα «καφενείο».
Η αστυνομία φρουρούσε την πορτάρα, τηρούσε την τάξη και επιτηρούσε τις γυναίκες.
Καμία γυναίκα δεν επιτρεπόταν να εγκαταλείψει τα Βούρλα χωρίς κάποιος σοβαρός άνθρωπος να εγγυηθεί γι’ αυτήν και ν’ αναλάβει όλη τη γραφειοκρατία και τα τρεχάματα στην αστυνομία. Κι επειδή δεν είχαν κανέναν δικό τους άνθρωπο να εγγυηθεί, αλλά ούτε πού να πάνε, δεν έφευγαν ποτέ. Είχαν, όμως, δικαίωμα εξόδου κατόπιν αδείας. Η παρουσία της αστυνομίας ήταν απαραίτητη.
Καθημερινά ξέσπαγαν καυγάδες: οι γυναίκες τσακώνονταν μεταξύ τους, με πελάτες ή με τους νταβατζήδες. Οι πελάτες και οι νταβατζήδες έδερναν τις γυναίκες. Οι μικρές ήταν ατίθασες και οι καυγάδες που ξεσπούσαν μεταξύ τους τελείωναν με ξύλο. Στα Βούρλα, η βία ήταν καθημερινή. Οι συμπλοκές, τα μαχαιρώματα και τα φονικά ήταν συχνά φαινόμενα. Οι νταβατζήδες έλυναν τις διαφορές τους με τα μαχαίρια.
Το 1936 ακούστηκε ότι σ’ έναν χρόνο θα έκλειναν τα Βούρλα.
Καμία από τις κοπέλες δεν ήθελε να φύγει. «Εδώ έχουμε προστασία, περίθαλψη, δεν νιώθουμε τη μοναξιά μας. Αν μας πετάξουνε στους δρόμους, χαθήκαμε. Θα πέσουμε στα χέρια των σωματεμπόρων», λέγανε φοβισμένες. Μια έκθεση της αστυνομίας Πειραιά γράφει ότι από 350 γυναίκες που έπεσαν στην πορνεία, οι 250 στα βιβλία φέρονται ως πουλημένες από σωματέμπορους.
Οι πόρνες που κατοικούσαν μέσα στα Βούρλα, δούλευαν για λογαριασμό και πλήρωναν σαράντα δραχμές την ημέρα για το ενοίκιο του δωματίου και για τα έξοδα του γιατρού· το φαγητό και τα πλυστικά ήταν ξεχωριστά. Ο ΓΑΒ μιλάει για πενήντα δραχμές την ημέρα. Το ενοίκιο της κάμαρας ήταν όσο το μεροκάματο ενός εργάτη στα μεταλλεία του Λαυρίου. Το μεροκάματο μιας πόρνης, όπως θα δούμε στη συνέχεια, έφτανε το εικοσιπενταπλάσιο στις καλές εποχές, που έπεφτε πολλή πελατεία
Ο εγκλεισμός γυναικών που το κράτος θεωρούσε «ελαφρών ηθών» εξυπηρετούσε πολλούς σκοπούς.
Για αρχή, ο εργολάβος που είχε την κυριότητα και την εκμετάλλευση του κτιρίου είχε συμφωνήσει με τον δήμο Πειραιά ότι κανένας «οίκος ασωτίας» και καμία γυναίκα δεν θα μπορούσε νόμιμα να παρέχει υπηρεσίες σεξ στον Πειραιά έξω από τη μάντρα των Βούρλων. Για να εξαλείψει τον ανταγωνισμό, ο εργολάβος κήρυξε ένα σιωπηλό κυνήγι μαγισσών στον Πειραιά. Περισσότερες γυναίκες κλεισμένες στα Βούρλα σήμαινε μεγαλύτερο κέρδος για τον εργολάβο και φυσικά, τον δήμο.
Αλλά η τεράστια ασβεστωμένη μάντρα που χώριζε τα Βούρλα από τον υπόλοιπο κόσμο, πέρα από ένα φυσικό όριο, αποτελούσε και έναν συμβολικό διαχωρισμό ανάμεσα στις τίμιες, έγγαμες και υγιείς γυναίκες και τις «σάπιες εταίρες» ή τις «γυναίκες της αμαρτίας», όπως τις αποκαλούσαν οι περισσότερες εφημερίδες της εποχής.
Ένας διαχωρισμός που αντιλαμβάνονταν και οι ίδιες, αφού όπως γλαφυρά περιγράφει η Τέτη Σώλου στο βιβλίο της, «Οι μόνες γυναίκες που περνούσαν την πορτάρα των Βούρλων ήταν κάτι θεούσες, που άρχιζαν την κατήχηση στα κορίτσια ότι αυτό που κάνουν είναι ντροπή και να κοιτάξουν ν’ αλλάξουνε δουλειά και τα παρόμοια, λες και οι κοπέλες είχαν να διαλέξουν ανάμεσα σε διάφορα επαγγέλματα και προτίμησαν το επάγγελμα της πόρνης ως το καλύτερο από τα υπόλοιπα […] Πάντως οι γυναίκες των Βούρλων όταν έβλεπαν θεούσες, τους ορμούσαν κανονικά φωνάζοντας “απάνω τους!” και τις πλάκωναν στο ξύλο και τις ξεμάλλιαζαν. Γι’ αυτό και όταν έμπαινε καμιά του κατηχητικού, οι χωροφύλακες της έδιναν μία σφυρίχτρα, να σφυρίξει σε περίπτωση ανάγκης, για να τρέξουν να τη γλιτώσουν».
Πηγές:
Βούρλα, ένα δημόσιο πορνείο στη Δραπετσώνα που έφτιαξε το κράτος και φρουρούσε η αστυνομία ανακτήθηκε από huffingtonpost.gr
«Η συνουσία γινόταν από μία τρύπα στον τοίχο»: Βούρλα, Το τεράστιο δημόσιο μπορντέλο στη Δραπετσώνα που έφτιαξε ο δήμος του Πειραιά και λειτούργησε υπό την προστασία του κράτους και της αστυνομίας από mhxanhtouxronou.gr