-Στην Χ.-
“Ένα άστρο έκαψε το σπίτι μου”
Ο στίχος από το “γυμνό σώμα” του Γιάννη Ρίτσου. Μου θύμισε εσένα. Ένα άστρο που με έκανε να καίγομαι με την πιο γλυκιά φλόγα, αυτή του έρωτα.
Η φλόγα σου βέβαια δεν έχει τίποτε το καταστροφικό. Ίσα-ίσα που με έβγαλε από την αναισθησία και την πεζότητα που βρισκόμουν όλα αυτά τα χρόνια προτού σε γνωρίσω.
Όμως, η πραγματικότητα πολλές φορές είναι τελείως διαφορετική από τη ρομαντική ποίηση. Έτσι και εδώ: η κατάσταση είναι “μια σε βρίσκω, μια σε χάνω” που λένε κι οι στίχοι του τραγουδιού. Βέβαια εγώ μόνο σε έχανα, διότι δε βρισκόσουν ποτέ σου εδώ.
Όμως το θέμα είναι άλλο: δε θέλω να σε χάσω από τη ζωή μου. Θέλω να υπάρχεις σε αυτήν. Να μπορώ να σου μιλάω, να μπορώ να σε βλέπω. Αλλά αυτό δυστυχώς ανήκει στη σφαίρα του αδυνάτου έτσι όπως έχουν τα πράγματα.
Γι’ αυτό κάθομαι και σου κλαίγομαι μέσα από αυτά τα κείμενα. Γιατί τούτες οι ανόητες γραμμές είναι όσα θα άκουγες από κοντά. Και μάλλον δε θα μπορέσω να στα πω ποτέ.
Θέλω τόσο πολύ να σε συναντήσω, όμως ξέρω πως όταν (και αν, αλλά δε το νομίζω) γίνει αυτό, θα ακούσω και την καταδικαστική απόφαση: Αυτή που θα λέει πως δε πρόκειται να είμαστε μαζί -και να το χωνέψω καλά αυτό-, και πως δε θα ξαναμιλήσουμε ούτε και θα σε δω άλλη φορά. Χειρότερη καταδίκη δεν υπάρχει από αυτό το πράγμα, πίστεψέ με.
“Τι να κάνουμε” όπως λέει και το ομότιτλο έργο του Λένιν. Τίποτε δε μπορώ να κάνω δυστυχώς για να αλλάξει αυτό. Προσπαθώ να διαβάσω το βιβλίο για να ξεχαστώ. Μάταιο. Ο συνειρμός που βγαίνει, πάλι με εσένα σχετίζεται. Είναι κάτι που ο Ιεροκλής Μιχαηλίδης είχε αναφέρει στον μονόλογό του “Επιστολή Βορειοηπειρώτη”, σ’ έναν δίσκο από τους “Άγαμους Θύτες”:
“Και στον σοσιαλισμό, και στον καπιταλισμό, η μοναξιά πάντα ίδια είναι.”
Ακριβώς έτσι είναι. Μοναξιά. Παντού.
Σκέφτομαι λίγο τη ζωή μου. Τελικά, όσα κι αν έχω κάνει, όσα κι αν έχω πετύχει είναι μάταια. Και για να στο πω με τους στίχους του ποιήματος που ξεκίνησα το ασυνάρτητο αυτό κείμενο, “τι να τα κάνω τ’ άστρα αφού λείπεις” μάτια μου όμορφα;