Μια ηλιόλουστη Κυριακή, αποφάσισα να πιώ τον καφέ μου εκτός σπιτιού. Ντύθηκα, στολίστηκα, ακολούθησαν όσοι ήθελαν και μπορούσαν, και εντός λίγης ώρας βρισκόμασταν σε μια από τις πολλές καφετέριες της παραλιακής.
Όταν φτάσαμε στο πάρκινγκ, δυο ευγενέστατοι κύριοι μας έδωσαν ένα χαρτάκι και τους παραδώσαμε το αυτοκίνητο μας.
Στην είσοδο της καφετέριας, μια νεαρή κοπέλα, αφού της είπαμε ότι θα θέλαμε τραπέζι έξω, πόσα άτομα ήμασταν και ενδεχομένως θα τρώγαμε και πρωινό, μας βρήκε τραπέζι.
Την πρήξαμε ελαφρώς, διότι στις μεγάλες παρέες συνήθως κάποιος είναι ο περίεργος, και ευγενικά της ζητήσαμε να αλλάξουμε τραπέζι, γιατί ναι μεν θέλαμε ήλιο, αλλά ψηθήκαμε μανίτσα μου! Με υπομονή και χαμόγελο, μας βρήκε ένα άλλο τραπέζι, μισό στην σκιά και μισό στον ήλιο για όλα τα γούστα! Την ευχαριστήσαμε και χωμένοι στον κατάλογο προσπαθήσαμε να επιλέξουμε τι θα θέλαμε να παραγγείλουμε. Μπερδευτήκαμε στις γκρουρμεδιστικες περιγραφές και φυσικά ζητήσαμε βοήθεια. Σε λίγα λεπτά ένας εξυπηρετικός κύριος μας εξήγησε, επίσης με υπομονή, όλες τις απορίες μας, και πήρε την παραγγελία!
Ευχαριστημένοι, μείναμε να κοιτάμε την θάλασσα και ν ’αναμένουμε τους καφέδες και το πρωινό μας. Πόσο όμορφα! Κυριακή! Ελεύθερος προσωπικός χρόνος…
Σε λιγότερο από ένα τέταρτο, ένας νεαρός μας έφερε τους καφέδες μας, με την ευχή της «καλής απόλαυσης» και ένας άλλος μας έφερε τo πρωινό μας, με την ευχή της «καλής όρεξης».
Σκασμένοι από τα puncakes και τα madam croques αποφασίσαμε να κάνουμε την βόλτα μας. Ξεχυθήκαμε στον πεζόδρομο του Αλίμου, παιδιά, σκυλιά και ένα τσούρμου από εμάς. Μετά από αρκετές ώρες βόλτας, και έτσι άπληστη, όπως γεννήθηκε η Κυριακή, είπαμε να μείνουμε και να δούμε και ένα θερινό σινεμαδάκι, εκεί δίπλα στην θαλασσινή αύρα, που σίγουρα διαταράξαμε!
Οι εργαζόμενοι στον κινηματογράφο, μας έδωσαν τα εισιτήρια, και σαν κλασσικοί κοιλιόδουλοι που είμαστε, ψωνίσαμε λογής πατατάκια, γρανίτες, μπύρες και tacos πνιγμένα στο τυρί, μέσα σε έναν χαμό από όμοιους μας, σε μια ουρά που ένας υπάλληλος εξυπηρετούσε σαν το χταπόδι, δίνοντας τον καλύτερο εαυτό του. Κάποια στιγμή, καθίσαμε οι βάρβαροι να δούμε την ταινία επιτέλους!
Αργά το βράδυ, ενοχικά προς όλες τις ημερήσιες καταχρήσεις, και απολαυστικά πλήρης, αναχωρήσαμε προς το πάρκινγκ να πάρουμε τα αυτοκίνητα μας, ενώ οι εργαζόμενοι είχαν ξεκινήσει να καθαρίζουν τον χώρο, που κάποιοι από εμάς βρώμισαν χωρίς δεύτερη σκέψη. Στο πάρκινγκ οι ίδιοι άνθρωποι ακόμα δούλευαν, όλες αυτές τις ώρες που εμείς απολαμβάναμε την Κυριακή μας!
Θα μπορούσα ν’ αναφέρω όλους εκείνους του άγνωστους ανθρώπους που συναντήσαμε και δούλευαν την Κυριακή. Και μπορώ να σας αναφέρω ακόμα τόσους που δουλεύουν τις αργίες και τις ημέρες που οι υπόλοιποι ξεκουραζόμαστε. Να είμαι ειλικρινής κάποτε υπήρξα και εγώ εργαζόμενη που δεν γνώριζα Σαββατοκύριακα και αργίες!
Όλοι αυτοί οι άνθρωποι δουλεύουν. Και εξυπηρετούν εμάς, και οι περισσότεροι το κάνουν με ευγένεια και προθυμία, ακόμα και αν λαχταρούν να πάνε και εκείνοι μια βόλτα με την παρέα τους ή τις οικογένειες τους. Το «ευχαριστώ» είναι μια κουβέντα που χαρίζει έστω και στιγμιαία μια είδους ψυχική ανάταση στους εργαζόμενους που εξυπηρετούν το κοινό. Αξίζουν ευγένεια και σεβασμό, όπως κάθε εργαζόμενος άλλωστε.
Την επόμενη φορά που θα ζητήσεις κάτι, πες και ένα ευχαριστώ στον εργαζόμενο. Θα μπορούσε να είναι αύριο το παιδί σου ή και εσύ στην ίδια θέση.
Το άρθρο θα το αφιερώσω στον τύπο που βράδυ Ανάστασης μπέρδεψε προφανώς τα τηλέφωνα και με πήρε στο σταθερό νομίζοντας πως παραγγέλνει σε γνωστό φαστφουνταδικο. Βράδυ Ανάστασης! Αδελφέ πάρε και ένα αυγό να φτιάξεις δεν βλάπτει…