Ο φωτογραφικός φακός αιχμαλώτιζε κάθε στιγμή. Μέσα από το έμπειρο μάτι, έβρισκε γωνίες, μνημεία, ανθρώπους και αντικείμενα διαφορετικά από την εγχώρια κουλτούρα, τα φωτογράφιζε με τρόπο ιδιαίτερο, και σαν αναμνήσεις που ανασύρεις από την χρονοντούλαπο, τις κράταγε μαζί της, κομμάτια, πνευματικά παιδιά της! Είχε υποσχεθεί, πως όταν επέστρεφε από το ταξίδι, θα ερχόταν σε επαφή με έναν εκδοτικό οίκο να εκδώσει εκείνο το βιβλίο, με όλα τα παράξενα που είχε συναντήσει και αγαπήσει στα τόσα ταξίδια της.
Τα ταξίδια ήταν η ζωή της όλη! Σχεδόν όλη. Είχε ακόμα ένα μεγάλο όνειρο! Την δημοσιογραφία. Θα ήθελε να συνδυάσει την χωρίς λογοκρισία αρθρογραφία με θέματα κοινωνικά, με μια προσέγγιση καυστική και διδαχτική, όπως ταιριάζει στον δίχως άλλο χαρακτήρα της. Ενεργοποιημένη σε όλους τους τομείς, ευθύς άνθρωπος, φιλόδοξη και πλήρως προσγειωμένη με μια δόση ρομαντικότητας, αλλά και δυναμική όπου χρειαζόταν, ακροβατούσε σε όνειρα, σύννεφα και πραγματικότητα.
Επιστρέφοντας στην Αθήνα, από την σκέψη της ανασύρθηκε ένα αγαπημένο αντικείμενο που είχε αγοράσει από ένα πλανόδιο παζάρι στην Βαρκελώνη. Μια γραφομηχανή. «Μα που την έχω καταχωνιάσει» – μονολόγησε και άρχισε να ψάχνει ολόγυρα. «Μα φυσικά» αναφώνησε, πήρε τα κλειδιά του αυτοκινήτου και ξεχύθηκε σαν σίφουνας στον δρόμο.
Σε μια ώρα είχε φτάσει στο κέντρο. Στο roof garden του συγκεκριμένου μπαρ, είχε πάρτυ. Δεν ήταν κατάλληλα ντυμένη, αλλά ήθελε οπωσδήποτε να δει λίγο κόσμο να πιει ένα ποτό, να λικνιστεί στους ήχους της μουσικής.
Κάθισε στο μπαρ και παρήγγειλε ένα mojito φράουλα, με την ελπίδα πως θα συναντούσε τον Jamal, τον ιδιοκτήτη της αντικερί που κάποιες φορές του ζητούσε να της φυλάει παλιά αντικείμενα, που έβρισκε σε τιμές ευκαιρίας στα παζάρια του κόσμου. Ο ίδιος δεν είχε τηλέφωνο, ή τρόπο επικοινωνίας άλλο, πλην του συγκεκριμένου μπαρ. Πριν καλά καλά προλάβει να πιεί δυο γουλιές από το ποτό της, μια μαϊμού ντυμένη με χρυσοκέντητο φόρεμα ανέβηκε στον πάγκο του μπαρ, και της άφησε ένα μικρό φάκελο με την επωνυμία της αντικερί.
«Συνάντησε με στο μαγαζί» έγραφε το δακτυλογραφημένο μήνυμα.
–«Jamal? Jamal? Είσαι εδώ;» Ρώτησε διστακτικά σέρνοντας με κόπο την βαριά ξύλινη πόρτα της αντικερί. Ένα τρίξιμο έκανε γνωστή την παρουσία της, και η μαϊμού που της είχε αφήσει το μήνυμα βρέθηκε με ένα σάλτο μπροστά της, σαν να την καθοδηγούσε να την ακολουθήσει, μέσα από σωρούς παλιά αντικείμενα που κείτονταν κρεμαστά, σε ράφια και στο πάτωμα… Φόβος και ανατριχίλα διαπέρασαν το πρόσφατα μαυρισμένο κορμί της , άλλα ένιωθε το μυστήριο στην ατμόσφαιρα να την μαγνητίζει. Δεν μπορούσε να αντισταθεί στην ατμόσφαιρα μυστηρίου που διαπότιζε τον χώρο. Η καρδιά της κτύπαγε δυνατά ακολουθώντας την αστεία ουρά της μαϊμούς που την κατέβασε σε ένα πέτρινο υπόγειο κελάρι. Η μικρή οδηγός μισάνοιξε την πόρτα του κελαριού, βγάζοντας μια κραυγή και εξαφανίστηκε.
–«Αυγή, πέρνα μέσα» ακούστηκε η φωνή του Jamal από το βάθος
–«Μα δεν με λένε Αυγή, Jamal» είπε και άνοιξε την πόρτα.
Μπροστά της ο Jamal σε ένα ξύλινο τραπέζι με τοποθετημένη πάνω του την γραφομηχανή, να της χαμογελάει με τα κάτασπρα δόντια του! Δίπλα του ένα σκαλιστό φλυτζάνι με ρόφημα από μυρωδικά μπαχαρικά και βότανα, έκανε την υγρασία του κελαριού να μοσχομυρίζει και τον χώρο να δείχνει ζεστός και φιλικός.
–«Μα πώς ξέρεις ότι ψάχνω την γραφομηχανή μου Jamal;»
–«Γλυκιά μου Αυγή, κοιτάω την ψυχή σου. Και η ψυχή σου είναι ταξιδιάρα. Θα σου πω όμως, πως ήρθε η ώρα να πραγματοποιήσεις τα ενδόμυχα όνειρα σου. Θα μου πεις δυο προορισμούς που επιθυμείς, και αυτούς θα πληκτρολογήσω στην μαγική γραφομηχανή που μου έφερες. Η γραφομηχανή θα αποφασίσει την εποχή και τον λόγο που θα βρεθείς σε αυτά τα μέρη. Σκέψου λοιπόν καλή μου Αυγή, και πες μου που επιθυμείς να πας;»
–«Jamal φοβάμαι…»
–«Αυγή κλείσε τα μάτια και εμπιστέψου τον ένστικτό σου. Πες μου το πρώτο μέρος που σου έρχεται στο μυαλό»
–«Έχει κόσμο, έχει ποτάμια, έχει λουλούδια, έχει πολλούς λαούς» με κλειστά μάτια η Αυγή βλέπει τον προορισμό. «Άμστερνταμ»
Χιλιάδες πολύχρωμες ακτίνες φωτός, ιλιγγιώδη ταχύτητα και ξέφρενα γέλια. Μιλάει μια γλώσσα που δεν ξέρει αλλά καταλαβαίνει με άνεση. Είναι πάνω σε ένα τρενάκι λούνα παρκ, στο πρώτο βαγόνι κάνοντας βουτιά στην απότομη ράγα που ξεπετάγεται μπροστά της. Τσιρίζει και γελάει ταυτόχρονα, φοβάται και την εξιτάρει το θέαμα. Η αδρεναλίνη εκτινάζεται στα ύψη! Γιορτάζει. Γιορτάζει την βράβευση του περιοδικού της. Στα βαγόνια πίσω της είναι οι συνεργάτες της, και δίπλα στο βαγόνι, συνοδηγός είναι ο συνέταιρος της. Μα…είναι ο Jamal, πιο νέος φυσικά αλλά είναι αυτός!
–«Ηρέμησε Αυγή, είμαι εδώ να σε προστατεύω. Κρατήσου πάμε για την βουτιά του θανάτου!»
Την ώρα που βουτά στο κενό, εικόνες γεμίζουν τα μάτια της! Βλέπει τον εαυτό της! Είναι μια επιτυχημένη δημοσιογράφος, γράφει και ασχολείται κυρίως με τα κοινωνικά προβλήματα, την ελευθερία του λόγου, τα ανθρώπινα δικαιώματα, αλλά και υπαρξιακά προβλήματα και θέματα. Η Ολλανδία και κυρίως το Άμστερνταμ βοήθησαν ιδιαίτερα τον φιλόδοξο και ηγετικό χαρακτήρα της να βγει στο φως. Είναι στο μέλλον, στο κοντινό μέλλον. Ποδηλατεί καθημερινά προς το γραφείο που βρίσκεται στην πλατεία του Ρέμπραντ. Το γραφείο, η εταιρεία της, είναι ένας…νερόμυλος ειδικά διαμορφωμένος με την τελευταία λέξη της τεχνολογίας. Είναι διάσημη, όχι μόνο δημοσιογράφος αλλά και εκδότρια. Όλα τα κινήματα, οι συγκεντρώσεις, ακόμα και πολιτικά πρόσωπα περνούν από το γραφείο της. Είναι η New York Times της Ολλανδίας! «Θεέ μου είναι αλήθεια!» φωνάζει καθώς τινάζεται το τρενάκι στην στροφή. Και γελά, γελά συνέχεια, ευτυχισμένη, πλήρης!
Στην επόμενη στροφή, όπως σε όλες τις στροφές της ζωής μας, φεύγει στο κενό. Αλλά δεν φοβάται. Νιώθει σίγουρη πλέον για το μέλλον. Το έχει δει, το έχει γευτεί! Στον αέρα ανοίγει τα χέρια και απολαμβάνει τα ζεστά κύματα να της χαϊδεύουν τα μάγουλα.
–«Πες μου τον επόμενο προορισμό σου Αυγή» της ψιθυρίζει ο άνεμος!
– «Πέτρα, Ιορδανία» ψελλίζει με κλειστά τα μάτια.
–«Αυτό είναι ένα πολύ δύσκολο ταξίδι Αυγή μου! Θα χρειαστείς την γραφομηχανή σου. Μην ξεχνάς ό,τι σε πληγώνει, ό,τι σε ενοχλεί, ό,τι δεν σ αρέσει, γίνεται τόσο δα μικρό όταν γράφεις γι αυτό! Το ξορκίζεις και χάνεται, μετατρέπεται σε μια όμορφη ιστορία που την διαβάζεις και χαμογελάς! Δική σου η γραφομηχανή, δικά σου και τα ταξίδια, εγώ έγινα άνεμος πια! Μείνε πιστή σε αυτό που πιστεύεις και δώσε τις μάχες σου» είπε ο άνεμος και την οδήγησε στην Πέτρα!