“Σ’ αναζητώ στη Σαλονίκη ξημερώματα,
λείπει το βλέμμα σου απ’ της αυγής τα χρώματα…”
Ψυχή μου,
οι χιλιοτραγουδισμένοι αυτοί στίχοι του Φίλιππου Γράψα έχουν γίνει πλέον και δικό μου βίωμα. Πάει καιρός που έχω να σε δω, και μου λείπεις όσο δε μπορεί να φανταστεί ο ανθρώπινος νους. Κι έτσι, καταφεύγω στη δικιά μου νοητή αναζήτηση της παρουσίας σου, περπατώντας ταυτόχρονα στα σοκάκια και στα μέρη που ζήσαμε μαζί κάποιες λίγες σχετικά, αλλά πολύ σημαντικές για εμένα στιγμές…
Βρίσκομαι και πάλι σε αυτήν την πόλη που για ‘μένα σημαίνει πολλά, όχι μόνο γιατί την έχω ζήσει για κάποια χρόνια, αλλά γιατί την έχουμε περπατήσει έστω λίγο και μαζί… Είναι ξημερώματα, κι έχω κατέβει από τόσο νωρίς στους έρημους δρόμους για να ανακαλέσω στο μυαλό μου εκείνες τις στιγμές που πέρασα κοντά σου, αυτές που θα μου δώσουν δύναμη για να αντιμέτωπίσω το γολγοθά που έχω να ανέβω την ημέρα που έρχεται… Τα προβλήματα πολλά και μεγάλα, το μεγαλύτερο και πιο οδυνηρό όμως είναι η δική σου απουσία…
Φτάνω στο λιμάνι… Μπροστά μου, η απεραντοσύνη της θάλασσας. Γύρω μου δεν υπάρχει ψυχή… Όμως συμβαίνει κάτι περίεργο. Τα πάντα είναι ασπρόμαυρα, και αντί για αποχρώσεις της αυγής υπάρχουν μόνο θολά και μουντά σύννεφα. Το σκηνικό θυμίζει μία παλιά ξεθωριασμένη φωτογραφία, σαν κι αυτές που απεικονίζουν κάποιον νεκρό πλέον πρόγονό μας, ο οποίος έχει ξεχαστεί στη δίνη της λήθης που προκαλεί το πέρασμα του χρόνου…
Ο νεκρός αυτή τη στιγμή είμαι εγώ. Και το ασπρόμαυρο είναι το χρώμα της ζωής μου όσο καιρό λείπεις εσύ από αυτήν… Προσπαθώ να φέρω στη μνήμη μου τα χρώματα που πλέον δεν υπάρχουν… Τα καταφέρνω, και μπροστά στα μάτια μου ανοίγει σαν κινηματογραφική εικόνα το παρελθόν…
Βλέπω ξανά την εικόνα της πόλης αυτής, και δύο άτομα να περπατούν… Είσαι εσύ, και δίπλα σου εγώ… Φαίνομαι χαρούμενος, και πραγματικά είμαι! Ο λόγος της χαράς αυτής είναι το βλέμμα σου -θεέ μου τι μάτια!!!-, το χαμόγελο, το όμορφό σου προσωπάκι… Ο κυριότερος όμως λόγος της χαράς αυτής είναι το φιλί που δώσαμε, ό,τι πιο υπέροχο συνέβη ποτέ στη σύντομη ζωή μου! Η στιγμή που γεύτηκα τα χείλη σου ήταν η μόνη στιγμή που ένιωσα πραγματικά ευτυχισμένος και πλήρης, που η ζωή μου ήταν γεμάτη από χρώματα και μουσικές…
Ξαφνικά, η εικόνα θολώνει, οι μουσικές κι οι στιγμές μπερδεύονται, γίνονται μία γοερή κραυγή , και τα μάτια μου επανέρχονται βίαια στην πραγματικότητα… Μόνο η γλυκιά γεύση από το φιλί σου έχει μείνει στα χείλη μου, κι αυτό με κάνει να συνειδητοποιήσω πως για άλλη μία ημέρα είμαι ζωντανός…
Αυτό που με ξύπνησε από το όραμά μου ήταν οι αχτίδες ενός καλοκαιρινού ήλιου, που όμως δε καταφέρνει να ζεστάνει την καρδιά μου, αλλά με προειδοποιεί πως ξημέρωσε, και πως με περιμένει μία ημέρα γεμάτη τρέξιμο και προβλήματα…
Κοιτώ για μια τελευταία φορά τη θάλασσα πριν συνεχίσω για τη δουλειά που έχω, και ούτε που ξέρω τι έχω να δω ή να ζήσω ακόμη… Ένα μόνο ξέρω, πως “λείπει το όνειρο, εσύ, και το δοξάρι” καρδιά μου… Βασικά το όνειρο υπάρχει, είναι η ελπίδα πως θα έρθει η στιγμή που θα σε φιλήσω ξανά, αλλά όλα τα υπόλοιπα τα πήρες μαζί σου την ημέρα που έφυγες…
Κι εγώ, έμεινα πίσω μόνος μου, να σε αναζητώ εκεί που περπατήσαμε…
Σύνταξη κειμένου: Γρηγόρης Καραγιαννίδης
Επιμέλεια κειμένου: Μπράιτ Κλεοπάτρα