Είναι μια απ’ αυτές τις μέρες που το πόδι πατάει τα πεντάλ ασυναίσθητα, που το μυαλό μου έχει σταματήσει την στιγμή που έκλεισα την πόρτα της εταιρείας κι από ‘κείνη τη στιγμή και μετά όλα τα κάνω μηχανικά. Τα φώτα στον δρόμο, η μυρωδιά του καύσιμου, η κούραση της μέρας, η βουή της πόλης, δεν υπάρχει τίποτα που να θέλει να βοηθήσει την κούρασή μου, αυτόν τον άνθρωπο μέσα μου, που πολεμάει να επιβιώνει ηθελημένα κι όχι από συνήθειο. Ακόμα κι εκείνη, η μόνη μου παρηγοριά, η σιωπή της μοναξιάς μου την ώρα που οδηγώ έρχεται να διαταραχτεί από όλους τους άλλους ανθρώπους που οδηγούν κι αυτοί, κι εκεί που πάω να μπω στον αυτόματο, μ’ επαναφέρει η ανάγκη της εγρήγορσης. Θέλω να προλάβω, πρέπει να προλάβω, μια ζωή αυτός ο αγώνας, να προλάβω, να προλάβω, να προλάβω. Να προλάβω τι, λέω, κι εκεί κάπου θυμάμαι πως μια μέρα θα κλείσω τα μάτια μου, και στ’ αλήθεια μέσα σ’ αυτή την παραζάλη της αστικής παράνοιας και του μυαλού μου, πόσο περίεργα γαλήνια φαντάζει στιγμές αυτή η σκέψη.
Όμως σήμερα θέλω στ’ αλήθεια να προλάβω. Θέλω να προλάβω εκείνη τη στιγμή, τη δική μου στιγμή, τη στιγμή της ανάτασης, της ελαφρότητας, της διαύγειας. Θα ‘ναι για λίγο, θα ‘ναι μια πεπερασμένη στιγμή, όμως θα ‘ναι ίσως η μόνη ειλικρινής στιγμή της μέρας κι αυτό αρκεί για να την κάνει τόσο ποθητή. Όχι, δεν υποκρίνομαι όλη μέρα, όχι, όμως να, είναι που δεν υπάρχει τίποτα που να μένει αμίαντο από αυτή την παράνοια μέσα στην οποία διαλέξαμε να ζούμε, είναι που κι εκείνη η ήρεμη στιγμή του βιβλίου στον καναπέ θα κοπεί απότομα από το τηλέφωνο που μπορεί να αρνούμαι να σηκώσω αλλά θα εξακολουθήσει να χτυπάει, είναι που οι στιγμές μαζί σου είναι μονίμως περιορισμένες από ένα σωρό υποχρεώσεις (γι’ αυτό θέλω να πάμε κάπου βορειότερα του Καναδά κι ας μισώ το κρύο και τα χιόνια, τι υποχρεώσεις μπορεί να ‘χει πια κι εκεί!), είναι όλα αυτά που όλοι υφιστάμεθα και κανένας μας δεν αλλάζει. Γι’ αυτό λέω, αυτές οι λίγες στιγμές ειλικρίνειας είναι ικανές να τονώνουν αυτό το κουφάρι που σέρνω από ‘δω κι από ‘κει, δίνουν νέα ώθηση, μια πνοή ζωής.
Τα μαλλιά μου έχουν χαλάσει, τα παπούτσια μου λέρωσαν γιατί προσπαθούσα να διορθώσω κάτι κουβάρια από καλώδια σήμερα αλλά στ’ αλήθεια, τι σημασία έχουν αυτά; Ψάχνω την ξεκούραση, αναζητώ την ηρεμία, αποζητώ την ανάπαυση σήμερα. Για λίγο, ναι, για λίγο.
Τα βήματά μου, με φέραν λοιπόν εκεί που φέραν κι άλλους (ευτυχώς δηλαδή που βρήκα σύντομα πάρκινγκ), εκεί που ενώνονται τα κεράκια μας κι οι πιο μύχιες ευχές μας, ασχέτως της ταμπέλας που φοράει καθένας όλη τη μέρα, εκεί που όλα τα κεράκια είναι ίδια. Και χάθηκα στη σιωπή μου, την ευλογημένη σιωπή, κι άρχισα λίγο να πιάνω την υπέρβαση, έτσι δα στιγμιαία, και τα χείλη μου άρχισαν να σχηματίζουν τις πιο ζεστές, τις πιο γλυκές λέξεις. Χαῖρε, ὅτι λειμῶνα τῆς τρυφῆς ἀναθάλλεις, χαῖρε, ὅτι λιμένα τῶν ψυχῶν ἑτοιμάζεις. Κι εκεί ήμουν, αυτό ήταν, σήμερα πρόλαβα την δική μου στιγμή της μετάβασης, μια υπόμνηση, μια γλυκιά παραμυθία ότι δεν είμαι μόνο αυτή που πηγαινοέρχεται μουρμουρίζοντας “έχω αργήσει, έχω αργήσει” σαν τον λαγό της Αλίκης, ότι δε θα πεθάνω όντας μόνο αυτό. Είμαι και αυτή αλλά δεν είμαι μόνο αυτή, κυρίως δεν είμαι μόνο αυτό. Κι ενώ εγώ λαχταρούσα να βρεθώ στην ηρεμία και το ημίφως του ναού Σου, βρέθηκα ανάμεσα σ’ άλλους πολλούς μισότρελους και κουρασμένους και πληγωμένους σαν κι εμένα και συνειδητοποίησα ότι εγώ όλα τα σχεδιάζω κι όλα τα θέλω κι όλα τα προγραμματίζω και δεν αφήνω χώρο ν’ ανασάνω αυτό που είναι, όχι αυτό που θέλω εγώ μονίμως να είναι, αλλά αυτό που είναι. Κι εκεί, τότε, σ’ αυτή τη στιγμιαία μετάβαση, υπέρβαση, γαλήνη, πείτε την όπως θέλετε, βρήκα πάλι τον εαυτό μου, την αλήθεια μου.
“Αχ Παναγία μου”, λέω όλη μέρα, και ποτέ δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι ακόμα και κάθε μου τέτοιο κουρασμένο κι επιπόλαιο ξεφύσημα απελπισίας κάπου εισακούεται..
Υ.Γ: Η αρχική εικόνα δεν επιλέχθηκε τυχαία, ο ήλιος κι η απεραντοσύνη της θάλασσας είναι η άλλη συνθήκη για τέτοιες στιγμές διαύγειας της ψυχής και του νου, που δε μπορείς να της εξηγήσεις λογικά, ούτε καν να τις καταλάβεις, μα μόνο τις ζεις.