Σε λένε “πρεζόνι”. Σου λένε πως δε σου αξίζε καλύτερη κατάληξη μετά την επιλογή με τα ναρκωτικά που έκανες. Ούτε που θυμάσαι τ’ όνομά σου πια. Σπίτι δεν έχεις. Σε έδιωξαν σαν μίασμα οι γονείς, άδικα… Σπίτι σου οι σταθμοί, τα τρένα που περνούν, ο δρόμος… Η παράκληση στα μάτια σου, φτηνή δικαιολογία “30 λεπτά κύριε να πάρω κάτι να φάω”. Σε κοιτούν και ξέρουν, το πρόσωπό σου το προδίδει….
Περνούν τρένα…
Κι εσύ παρακαλάς. Λίγα ψιλά, το έλεός τους… Σκάει μπάτσος, κρύβεσαι. Σε βλέπει και σε διώχνει απ’ το σταθμό, αφού σε ψάξει πρώτα. “Δεν έχει κάτι για να βρεις κυρ-αστυνόμε”… Η αξιοπρέπεια χάθηκε…
Πεινάς, “Ψητοπωλείον” γράφει η ταμπέλα κι εσύ κοιτάς απ’ έξω.
Άνθρωποι μέσα… Αγοράζουν και τρώνε. Κι εσύ ζηλεύεις… Ζηλεύεις τη γαμημένη τους κανονικότητα. Το ότι δεν είναι “δεμένοι” με την άσπρη…
Η γριούλα σε κοιτάζει. Περνάει με το καρότσι και στέκεται. Δε της λες κάτι. Ξέρει. Το βλέπει στα μάτια, στο πρόσωπό σου… Μπαίνει μέσα κι εσύ χαμογελάς. Στέκεσαι δίπλα στο καρότσι, το προστατεύεις απ’ την κλοπή, τους επιτήδειους…
Βγήκε. Κρατά φαγητό. Στο δίνει και σου χώνει 10 Ευρώ στο χέρι. Χαμογελάς και πάλι, κι αυτή βλέπει τα σάπια σου δόντια. Σαπίσανε κι αυτά μαζί μ’ εσένα, με τον παλιό σου εαυτό…
Ποιος είσαι; Το ξέχασες πια…
“Κοίτα να ξεμπλέξεις αγόρι μου. Καλή σου τύχη” σου λέει και σε κοιτά με συμπόνια… Συμπόνια, το μόνο που έμεινε… Συμπόνια κι οίκτος. Οίκτος μέχρι και για τον ίδιο σου τον εαύτό…
“Κατάντια φίλε μου” ψελλίζεις μόνος σου… Βάζεις το δεκάευρο στην τσέπη. Τρως με λαιμαργία. Σταγόνες από κέτσαπ και κρεμμύδι στάζουν πάνω σου. Δε σε νοιάζει. Η πείνα, ο μόνος σου οιωνός, η μόνη σου ανάγκη. Η πείνα κι η άσπρη. Τώρα κανόνισες το πρώτο, σε λίγο και το δεύτερο… Οι περαστικοί κοιτούν μ’ αηδία το χάλι σου… Τώρα ντράπηκες λίγο…
Πετάς τα χαρτιά.
Σουρουπώνει. Κινάς για την πλατεία. ο “άλλος” θα ΄ναι εκεί. Ο θεός σου. Αυτός που την πουλάει, αυτός που παρακαλάς. Αυτός που σε ξεφτίλισε μια Παρασκευή βράδυ που ‘σουν χαρμάνης και τάπα. Σ’ έδιωχνε, σε κλώτσαγε, η γκόμενα δίπλα του γελούσε. Ο κόσμος σε κοίταζε με αηδία -και πάλι-, κι εσύ κλαψούριζες. Κλαψούριζες μάγκα. Ζητούσες έλεος. Ένα έλεος που μόνο με ψιλά, με φράγκα θα το ‘παιρνες… Βραδιά φριχτή. Ξερνούσες τ΄ άντερά σου όλη νύχτα. Στέρηση…
Τα βήματά σου διώχνουν την ανάμνηση. Φτάνεις στην πλατεία. Κόσμος βγαίνει απ’ το Μετρό. Τους καρφώνεις με το βλέμμα. Αποστρέφουν τα πρόσωπά τους. Πρόσωπα όμορφα, πρόσωπα καθαρά. Ζηλεύεις και πάλι…
Τον βλέπεις που στέκεται στη γωνία. Σε είδε. Πας κοντά. Δε λές κάτι, μόνο βγάζεις το δεκάευρο απ’ την τσέπη. Τ’ αρπάζει. Σου χώνει την άσπρη στο χέρι. Τη σφίγγεις, είναι δική σου. Φεύγεις, τρέχεις, χάνεσαι στα στενά… Λαχάνιασες, ιδρώνεις, τη θέλεις. Εδώ και τώρα τη ζητά το σώμα σου…
“Υπομονή”… Σφίγγεις τα δόντια. Βλέπεις το γιαπί. Γνωστό για ‘σένα κατάλυμα. Μπαίνεις. Εκεί ειν’ το σπίτι σου.
Βρίσκεις τη σακούλα. Κουτάλι, αναπτήρας, κερί, λάστιχο, λεμόνι, σύριγγα. Ανάβεις το κερί και τη ζεσταίνεις. Αργά. Το κοιτάς. Θυμάσαι τα κεριά που σου άναβε η μάνα σου στην τούρτα. Τότε που σε παίζανε τ’ άλλα παιδάκια, τότε που δεν είχες μπλέξει ακόμη…
Σφίγγεις το μπράτσο με το λάστιχο, η σύριγγα στο στόμα, ήδη γεμάτη. Την παίρνεις στο χέρι. Καρφώνεσαι. Πετάς λίγο μέσα στη φλέβα. Την τραβάς πίσω και την πατάς όλη μέσα μαζί με το αίμα. Ηδονή. Επιτέλους θα αράξεις λίγο. Κι αύριο; Αύριο τι; Δεν είναι ώρα για σκέψεις…
Ρίχνεις τα πράγματα στην άκρη. Ξαπλώνεις χάμω. Απόψε ίσως κοιμηθείς…
Μπα. Κάτι σε χαλάει. Δεν ειν’ οι αναμνήσεις. Δεν έχεις φτιαχτεί, δεν είσ’ εντάξει. Ζαλίζεσαι, ιδρώνεις.
“Τι σκατά;”. Ξερνάς. Ο καριόλης σου ΄δωσε σκάρτο πράγμα. Κουλουριάζεσαι. Τώρα είναι χειρότερα κι από στέρηση. Τρέμεις, το σώμα σου μουδιάζει και τινάζεται. Βογγάς.
“Μάνα… Ρε μάνα…
Πάρε με από ΄δω μάνα…
Θέλω να γίνω όπως πρώτα μάνα.
Θέλω να γυρίσω στη σχολή, να γυρίσει η κοπέλα μου μάνα…
Θέλω να γίνω ξανά παιδί, να με πηγαίνεις βόλτα, να με προσέχεις μάνα…
ΠΑΡΕ ΜΕ ΑΠΟ ‘ΔΩ ΜΑΝΑ. ΠΡΟΣΤΑΤΕΨΕ ΜΕ ΑΠΟ ΑΥΤΟΥΣ!”.
Δε μιλάς πια. Παρέλυσες.
Σε βρήκαν κάποιοι οικοδόμοι δυο μέρες μετά.
Είχαν αρχίσει ήδη να σε τρώνε τα σκουλήκια…