
Συνθήκη βίας Νο 1
Γύρισε στο σπίτι αργά. Παραπατώντας μπήκε στο μπάνιο. Έβγαλε με δυσκολία τα τσαλακωμένα ρούχα της. Πρόσεξε πως σε κάποια σημεία είχαν ανοίξει οι ραφές. Η βία που είχαν υποστεί, μάλλον. Τα έκανε κουβάρι και τα έχωσε βαθιά μέσα στο καλάθι με άπλυτα. Να μην τα βλέπει, μήπως έτσι καταφέρει να ξεχάσει. Ποιον κορόιδευε; Με δυσκολία κατάφερε να μπει στην μπανιέρα. Πονούσε όλο της το κορμί. Άνοιξε το ντους και το άφησε να πέφτει με δύναμη πάνω της. Μήπως και μαζί με το νερό γλιστρήσει και χαθεί μέσα στο σιφόνι και η ντροπή της. Άρπαξε το σφουγγάρι και με βία άρχισε να τρίβει το κορμί της. Κοκκίνισε το δέρμα της αλλά η αηδία παρέμενε μέσα της. Καθώς σκουπιζόταν, με δυσκολία είναι η αλήθεια, πρόσεξε τα σημάδια πάνω της. Ευτυχώς σε σημεία που δε φαίνονται. Δεν ήθελε να πει χαζές δικαιολογίες για να κρυφτεί από τις ερωτήσεις.
Ξάπλωσε στο κρεβάτι της, έβαλε τα ακουστικά στα αυτιά της, σκεπάστηκε με την κουβέρτα και προσπάθησε να κοιμηθεί και να ξεχάσει την βία που έζησε. Πριν κλείσει τα μάτια της σκέφτηκε: «Δεν θα το μάθει κανείς. ΠΟΤΕ! Εξάλλου, εγώ φταίω. Δέχτηκα να με κεράσει ένα ποτό και δέχτηκα να με γυρίσει στο σπίτι με το αυτοκίνητο του. Και η φούστα που φορούσα ήταν πιο κοντή απ’ όσο θα έπρεπε. Σωστά θα σκέφτηκε πως αυτό ήθελα από εκείνον. Ακόμη και την ώρα που αντιστεκόμουν και του φώναζα να σταματήσει, μάλλον πίστεψε πως ήταν μέρος του παιχνιδιού. Ακόμη και να μην φταίω, ξέρω πολύ καλά τι θα σκεφτούν όλοι. Πως εγώ τον προκάλεσα με την συμπεριφορά μου. Και το γεγονός θα το ξαναζήσω πολλές φορές. Θα υπάρχει πάντα στα μάτια όσων θα με κοιτάνε και θα ξέρω τις μύχιες σκέψεις τους. Ενώ, αν δεν μιλήσω θα προσπαθήσω να συνεχίσω την ζωή μου και σιγά σιγά θα το ξεπεράσω“, σκέφτηκε και έκλεισε τα μάτια.
Το πρωί την βρήκε άυπνη με μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια. Έφτιαξε καφέ και άνοιξε το κινητό της. Το πρώτο πράγμα που διάβασε ήταν μία είδηση που την σόκαρε. Νεκρή βρέθηκε 25χρονη σε απόμερη περιοχή της Αθήνας. Το ρεπορτάζ ανέφερε πως η άτυχη κοπέλα είχε βιαστεί από τον δολοφόνο της και μετά την είχε στραγγαλίσει. Πέταξε το κινητό με δύναμη στο τραπέζι και ξέσπασε σε κλάματα. «Θα μπορούσα να είμαι εγώ” σκέφτηκε και ανατρίχιασε. Όταν ηρέμησε, σηκώθηκε αποφασισμένη, ντύθηκε γρήγορα και έτρεξε στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής της. Μπήκε μέσα και με δυνατή φωνή είπε στον αστυνομικό υπηρεσίας: «Θέλω να καταγγείλω ένα βιασμό“.

Συνθήκη βίας Νο 2
Ξύπνησε τα παιδιά με φιλιά και χάδια όπως κάθε πρωί. Στην κουζίνα το πρωινό τους ήταν ήδη έτοιμο. Τα έντυσε με αγάπη και τρυφερότητα όπως κάθε πρωί και τα κάθισε στο τραπέζι για να φάνε πριν τα πάει στο σχολείο. «Μαμά, τι έπαθες στο μάγουλο; Πού χτύπησες;». Άγγιξε το σημείο με τα ακροδάχτυλα της και γελώντας είπε: «Η απροσεξία μου έκανε πάλι το θαύμα της. Την ώρα που έφτιαχνα το πρωινό σας, χτύπησα στο ανοιχτό ντουλάπι και ιδού τα αποτελέσματα». Τα παιδιά γέλασαν και συνέχισαν αμέριμνα να τρώνε. «Μέχρι να τελειώσετε πάω να ντυθώ για να φύγουμε για το σχολείο» είπε και βγήκε από την κουζίνα. Μπήκε στην κρεβατοκάμαρα και άνοιξε τη ντουλάπα. Το βλέμμα της κόλλησε στα ρούχα και έφερε στο μυαλό της ξανά την πρωινή σκηνή.
Είχε ξυπνήσει όπως κάθε πρωί από το ξημέρωμα για να του ετοιμάσει τον καφέ του και το κολατσιό για την δουλειά. Έψησε το τοστ και το έβαλε σε μία σακούλα μαζί με το φρούτο. Έβαλε το μπρίκι στο μάτι και πήγε να τον ξυπνήσει. Τον φίλησε και του χάιδεψε τα μαλλιά. Άνοιξε τα μάτια του και σηκώθηκε βαρύς. «Έτοιμος ο καφές;» ρώτησε. «Ψήνεται» του είπε τρυφερά. Ήξερε πως το πρωί αν δεν πιει τον καφέ του, δεν έχει όρεξη για τίποτα.
Μπήκε στην κουζίνα με τον ίδιο να την ακολουθεί. Ο καφές είχε φουσκώσει και χυνόταν έξω από το μπρίκι. Έτρεξε και το τράβηξε από το μάτι. Πριν προλάβει να δικαιολογηθεί, ένιωσε το χέρι του να πέφτει με δύναμη πάνω στο μάγουλο της. Παραπάτησε και κρατήθηκε από την καρέκλα για να μην πέσει, προσπαθώντας να συνέλθει από την απρόσμενη βία του. «Συγγνώμη. Θα σου φτιάξω αμέσως άλλο», ψέλλισε και ένιωσε τα μάτια της να γεμίζουν δάκρυα. «Δεν έχω χρόνο να περιμένω να φτιάξεις άλλο» της είπες μουγκρίζοντας μέσα από τα δόντια του και έφυγε από την κουζίνα. Λίγο πριν φύγει, της χάιδεψε τρυφερά το μάγουλο και φιλώντας την της ζήτησε συγγνώμη. «Ξέρεις πως είμαι όταν ξυπνάω. Σ’ αγαπάω πολύ».
Την ώρα που επέστρεφε από το σχολείο στο σπίτι, σκέφτηκε ξανά όσα της είπε. «Εγώ φταίω για ότι έγινε. Ξέρω πόσο μ’ αγαπάει. Όπως ξέρω πως κάποια πράγματα τον ενοχλούν πολύ. Κι αντί να προσέχω να μην συμβαίνουν, καταφέρνω να τον θυμώνω και να τον φτάνω στα άκρα. Άντρας είναι. Είναι εύκολο να βγει εκτός εαυτού. Εγώ πρέπει να είμαι πιο προσεκτική και να μην τον αναγκάζω να χρησιμοποιεί βία πάνω μου. Όχι, εγώ φταίω. Από την άλλη, ακόμη κι αν αποφάσιζα να φύγω που θα μπορούσα να πάω; Στους γονείς μου με τίποτα. Δεν μπορώ να τους ντροπιάσω. Και οι συγγενείς και οι φίλοι τι θα λέγανε πίσω από την πλάτη μου; Σίγουρα θα του δίνανε δίκιο. Όλοι θα πίστευαν πως εγώ είμαι η αιτία για όλα. Δεν πρόκειται να μιλήσω ΠΟΤΕ!».
Ετοίμαζε το τραπέζι. Τα παιδιά ήταν στο δωμάτιο τους. Η τηλεόραση ανοιχτή. Ειδήσεις. Οι κινήσεις της σταμάτησαν απότομα όταν άκουσε τον ρεπόρτερ να μιλάει για ένα άγριο έγκλημα που είχε γίνει. Θύμα μία γυναίκα. Την σκότωσε ο άντρας της μπροστά στο μικρό τους παιδί. Οι γείτονες είπαν πως ο άντρας συχνά την χτυπούσε. Κανένας ποτέ δεν κατήγγειλε τίποτα. Πάγωσε ολόκληρη. Ένιωσε τα πόδια της να λυγίζουν και κάθισε στο πάτωμα κλαίγοντας με λυγμούς. «Θα μπορούσα να είμαι εγώ» σκέφτηκε. Σηκώθηκε αποφασιστικά και άρχισε να μαζεύει τα ρούχα τους. Άρπαξε τα παιδιά και βγήκε γρήγορα στον δρόμο αναζητώντας ταξί. Μπήκαν μέσα και έφυγαν.
Χτύπησε το κουδούνι δειλά στην αρχή και στην συνέχεια επίμονα. Η πόρτα άνοιξε. «Μαμά, ήρθαμε να μείνουμε μαζί σας. Θα σας τα πω όλα», είπε και μπήκε μέσα.

Η κοινωνία προετοιμάζει το έγκλημα. Ο εγκληματίας το διαπράττει.
Βίκτωρ Ουγκώ