Όταν κυκλοφόρησε για πρώτη φορά στις κινηματογραφικές αίθουσες το ολλανδικής παραγωγής «χιτσκοκικό» θρίλερ, «Χωρίς Ίχνος» (Spoorloos), το 1988, έμοιαζε να ήρθε από το πουθενά. Αν και ο ολλανδικός κινηματογράφος είχε αρχίσει να κερδίζει έδαφος στο παγκόσμιο γίγνεσθαι την εποχή εκείνη, με την επιτυχία που είχαν γνωρίσει οι ταινίες του Πολ Βερχόφεν («Λουλούδι της σάρκας», 1973, «Soldier of Orange», 1977, «Ο τέταρτος άνθρωπος», 1983, κλπ.), ο σκηνοθέτης του «Χωρίς Ίχνος», Τζορτζ Σλούιζερ, ήταν μάλλον άγνωστος και παρότι η ταινία είναι γυρισμένη στη Γαλλία και στο καστ υπάρχουν πολλοί Γάλλοι ηθοποιοί, οι συντελεστές της ήταν άγνωστοι, τουλάχιστον στο ευρύ κοινό. Ο Σλούιζερ, που μέχρι τότε είχε σημειώσει μερικές μεμονωμένες επιτυχίες σε ευρωπαϊκά φεστιβάλ, έγραψε το σενάριο της ταινίας, βασιζόμενος στο μπεστ σέλερ, «Το χρυσό αυγό» (1984), του επίσης Ολλανδού δημοσιογράφου, Τιμ Κραμπέ, και σκηνοθέτησε την ταινία με μια δεξιότητα που τιμάει τον μετρ του μυστηρίου, Άλφρεντ Χίτσκοκ, όσο λίγες άλλες. Το «Χωρίς Ίχνος» είναι μια ιδιαίτερη ταινία, που θυμίζει τα ιταλικά giallo του Ντάριο Αρτζέντο και του Λούτσιο Φούλκι, αλλά έχει ταυτόχρονα μια εντελώς δική της ατμόσφαιρα, στην οποία συνεισφέρει και το εξαιρετικό σάουντρακ του Henny Vrienten.
Όπως η «Ψυχώ» (1960), του Χίτσκοκ, έτσι και το «Χωρίς Ίχνος», μας συστήνει στους κεντρικούς χαρακτήρες της ταινίας, τον Ρεξ (Τζιν Μπερβέτς) και τη Σάσκια (Τζοάνα Τερ Στίγκε), οι οποίοι έχουν ξεκινήσει ένα ταξίδι με αυτοκίνητο για τις διακοπές τους, αλλά μόλις περίπου 20 λεπτά μέσα στην ταινία, η Σάσκια εξαφανίζεται και σε αντίθεση με το Ρεξ, το κοινό γνωρίζει ποιος την απήγαγε. Ο απαγωγέας, από την άλλη, που μαθαίνουμε πως ονομάζεται Ρεϊμόν Λεμόρν (Μπερνάρ-Πιέρ Ντοναντιέ), φαίνεται υπεράνω υποψίας, όντας οικογενειάρχης και κάπως αστείος στην εμφάνιση, αλλά σαν τον Νόρμαν Μπέιτς, κρύβει ένα μεγάλο και σκοτεινό μυστικό. Ο Ρεϊμόν δεν παρουσιάζεται ως αδίστακτος και στυγνός δολοφόνος, όπως ας πούμε είναι ο Χένρι, στο «Χένρι: Το Πορτρέτο ενός Δολοφόνου» (1990). Αντίθετα, ενώ μας εξηγεί ότι ουσιαστικά σκοτώνει μόνο και μόνο για να διαπιστώσει ότι μπορεί να «αλλάξει» το πεπρωμένο του με τις επιλογές του, οι υπολογισμοί που κάνει σε χαρτί (είναι, άλλωστε, όπως μαθαίνουμε, καθηγητής Χημείας σε σχολείο) και ο σχεδιασμός του, που προηγείται της κάθε απόπειρας απαγωγής, δίνουν μια άλλη διάσταση στο χαρακτήρα του, κάνοντάς τον έτσι ίσως και τρομαχτικότερο.
Ενώ, λοιπόν, ο «δολοφόνος» στο «Χωρίς Ίχνος» είναι στην ουσία ο κεντρικός χαρακτήρας, ο Ρεξ δεν είναι λιγότερο εμμονικός ή παράφρων. Μέσα στα πρώτα 10 λεπτά, ο Σλούιζερ μας έχει ήδη δείξει τη σκληρότητα για την οποία είναι ικανός ο Ρεξ, όταν, αφότου εκείνος και η Σάσκια μένουν με το αυτοκίνητο από βενζίνη στη μέση ενός σκοτεινού τούνελ, με κίνδυνο να τους χτυπήσει κάποιο μεγάλο φορτηγό που έρχεται ανυποψίαστο με μεγάλη ταχύτητα, εκείνος την αφήνει πίσω να ψάχνει για το φακό της και πάει να φέρει ένα μπιτόνι βενζίνη. Η συμπεριφορά του Ρεξ είναι αδικαιολόγητα παράξενη, ειδικά αφού η Σάσκια του είχε υπενθυμίσει λίγο νωρίτερα πως πρέπει να γεμίζουν το ντεπόζιτο και εκείνος της είχε απαντήσει με ψυχρότητα να κοιτάζει τη δουλειά της. Η εκκεντρικότητα αυτή του Ρεξ έρχεται, προς το τέλος της ταινίας, όταν συναντιέται πια με τον Ρεϊμόν, γνωρίζοντας πως εκείνος είχε απαγάγει τη Σάσκια πριν 3 χρόνια, και δικαιολογεί γιατί δέχεται να πιει το υπνωτικό που του δίνει, προκειμένου να μάθει τι ακριβώς της συνέβη. Όσο ο Ρεϊμόν έχει δολοφονικές τάσεις, άλλο τόσο ο Ρεξ έχει αυτοκτονικές, και αυτό εκδηλώνεται μέσω της εμμονής του με την υπόθεση της εξαφάνισης, που πρακτικά του καταστρέφει τη νέα του σχέση και τελικά ολόκληρη την υπόλοιπη ζωή. Η προ-τελευταία σκηνή της ταινίας, με την αγωνία να έχει κορυφωθεί, ξαφνιάζει με την ωμότητά της, καθώς ο Ρεξ ξυπνάει θαμμένος κάτω από τη γη, μέσα σε ένα φέρετρο, συνειδητοποιώντας πως αυτό συνέβη και στη Σάσκια μετά την απαγωγή.
Το «Χωρίς Ίχνος» τελειώνει με μια λήψη από το πρωτοσέλιδο μιας εφημερίδας που ανακοινώνει την εξαφάνιση και του Ρεξ, δείχνοντας φωτογραφίες εκείνου και της Σάσκια. Ο Σλούιζερ χρησιμοποιεί λήψεις που εντείνουν την αγωνία, όπως εκείνη όπου ο Ρεϊμόν παρακολουθεί τη Σάσκια πίσω από τα γυαλιά μυωπίας του, και επάνω τους βλέπουμε το είδωλό της, μια λήψη που αναφέρεται ξεκάθαρα σε μια πολύ παρόμοια στο τέλος της ταινίας, «Ο άγνωστος του εξπρές» (1951), του Χίτσκοκ. Η ταινία έχει περάσει στο πάνθεον των σύγχρονων ταινιών τρόμου (ο Στάνλεϊ Κιούμπρικ είχε δηλώσει, μάλιστα, πως είναι η πιο τρομαχτική που είχε δει ποτέ του) χωρίς να δείχνει ούτε μία σταγόνα αίμα και με σχετικά λίγη βία, σε ολόκληρη τη σχεδόν δίωρη διάρκειά της. Ο Σλούιζερ αποφάσισε να την ξαναγυρίσει στο Χόλιγουντ, το 1993, με πρωταγωνιστές τον Τζεφ Μπρίτζες, τον Κίφερ Σάδερλαντ και τη Σάντρα Μπούλοκ, για το αμερικανικό κοινό, αλλά οι κριτικές και τα εισιτήρια που εισέπραξε ήταν μάλλον απογοητευτικά. Για τους φαν των ταινιών τρόμου, πάντως, η πρώτη εκδοχή του «Χωρίς Ίχνος» είναι το ίδιο «must-see» με την «Ψυχώ», τη «Νύχτα με τις Μάσκες» (1978) ή το «Παρασκευή και 13» (1980), καθώς η επιρροή της επάνω στις μεταγενέστερες ταινίες του είδους είναι συναφής.
Δείτε το trailer της ταινίας στο YouTube: