Ο Αμερικανός σκηνοθέτης από το Κεντάκι, Γκας Βαν Σαντ, γύρισε την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, «Drugstore Cowboy», το 1989, με πρωταγωνιστές τον Ματ Ντίλον, την Κέλι Λιντς, τη Χέδερ Γκράχαμ και τον συγγραφέα, Γουίλιαμ Σ. Μπάροουζ, στο ρόλο του Τομ του Ιερέα. Η ταινία, που κυκλοφόρησε αμέσως μετά το μεσαίου μήκους, «Mala Noche» (1985), πραγματεύεται τις περιπέτειες μιας παρέας από πρεζόνια στο Όρεγκον, το 1971, που περιπλανιούνται από τη μία πόλη στην άλλη, ληστεύοντας φαρμακεία, με μοναδικό σκοπό να σκοράρουν την επόμενή τους δόση. Ο κεντρικός χαρακτήρας, Μπομπ Χιούζ (Ντίλον), ένα 26χρονο τζάνκι με «μαυρισμένο» ποινικό μητρώο, κάνει, μαζί με το πραγματικό και ένα εσωτερικό ταξίδι, στην προσπάθειά του να βρει τον εαυτό του, μέσα από την ταραχώδη σχέση του με την εξίσου εθισμένη στα οπιούχα φίλη του, Νταϊάν (Λιντς).
Έχοντας αποφοιτήσει από το Rhode Island School of Design (RISD) σχεδόν μία δεκαετία νωρίτερα, όπου γράφτηκε, αρχικά, με σκοπό να γίνει εικαστικός και γνώρισε σημαντικά πρόσωπα της punk σκηνής, όπως τον Ντέιβιντ Μπερν από τους Talking Heads, ο Βαν Σαντ πέρασε κάποια χρόνια στο Λος Άντζελες και τη Νέα Υόρκη, προσπαθώντας να ξεκινήσει από κάπου την καριέρα του στο σινεμά. Αφού πέρασε κάποιο χρόνο μελετώντας τις underground κουλτούρες των ναρκωτικών και της πορνείας στα δύο αυτά αστικά κέντρα, ο σκηνοθέτης πλησίασε τον Γουίλιαμ Μπάροουζ, ένα από τα εφηβικά του είδωλα, αρχικά για ένα πρότζεκτ που είχε συλλάβει βασισμένος στο διήγημα του Μπάροουζ, «The Discipline of D.E.», από τη συλλογή, «Απολυμαντής!» (1973) και ύστερα για να του ζητήσει να παίξει στο «Drugstore Cowboy».
Το «Drugstore Cowboy» βασίστηκε στο βιβλίο του Τζέιμς Φογκλ με τον ίδιο τίτλο, το οποίο αποτελεί ένα αυτοβιογραφικό έργο του καλτ συγγραφέα. Ο Μπάροουζ δέχτηκε την πρόταση του Βαν Σαντ να παίξει στην ταινία, όμως ο ρόλος του Τομ, όπως ήταν γραμμένος στην πρώτη εκδοχή του σεναρίου, του φάνηκε ανούσιος και έτσι αποφάσισε να τον γράψει από την αρχή. Ο Τομ, που στο βιβλίο του Φογκλ δεν είναι τίποτε περισσότερο από ένα ξεχασμένο πρεζόνι που ο Μπομπ συναντά στο δρόμο του και του δίνει μερικά οπιούχα χάπια, σχεδόν νιώθοντας οίκτο για εκείνον, μεταμορφώνεται εδώ σε έναν ιερέα των δρόμων με ένα σκοτεινό, αλλά γεμάτο γνώση παρελθόν και ο ρόλος του βρίθει λογοτεχνικών αναφορών. Ο Μπομπ αναφέρει πως ο Τομ (Μπάροουζ) είχε το ψευδώνυμο, «ο Άνθρωπος με το Χρυσό Χέρι», το οποίο είναι μια αναφορά στο βιβλίο του Νέλσον Άλγκρεν, που μιλάει κεκαλυμμένα για τον εθισμό του πρωταγωνιστή του στην ηρωίνη.
Η φωτογραφία της ταινίας του Βαν Σαντ, την οποία επιμελήθηκε ο Ρόμπερτ Γιέομαν, είναι ιδιαίτερη, καθώς με τα πρασινωπά της χρώματα δίνει αμέσως την αίσθηση της περιοχής όπου η ιστορία λαμβάνει χώρα. Οι ρεαλιστικοί χαρακτήρες κάνουν υπέροχη αντίθεση με τις ξέφρενες περιπέτειες στις οποίες εμπλέκονται, είτε με το νόμο, είτε με το θάνατο, ο οποίος παίρνει ξαφνικά μια κοπέλα από την παρέα, τη Ναντίν (Γκράχαμ), και ο Μπομπ με την Νταϊάν τη βρίσκουν μπλε από την έλλειψη οξυγόνου στο κρεβάτι του δωματίου του ξενοδοχείου που έχουν νοικιάσει για να σουτάρουν. Ο Μπομπ, ο οποίος είναι έντονα προληπτικός, ερμηνεύει τις κακοτυχίες που τους βρίσκουν ως αποτέλεσμα του ότι κάποιος άφησε μια μέρα κατά λάθος ένα καπέλο επάνω στο κρεβάτι του, κάτι το οποίο σημαίνει πως θα ακολουθήσουν τουλάχιστον 7 χρόνια κακοτυχίας.
Ο Βαν Σαντ έκανε μερικές ακόμα ταινίες για τον υπόκοσμο μετά το «Drugstore Cowboy». Η ταινία, «My Own Private Idaho», με πρωταγωνιστές τον Κιάνου Ριβς και τον Ρίβερ Φοίνιξ, ως δύο αρσενικές πόρνες σε μία Σαιξπηρική περιπέτεια, έγινε μεγάλη επιτυχία και ανέδειξε το σκηνοθέτη ως πρωτοπόρο του New Queer Cinema. Ο Βαν Σαντ, επηρεασμένος εν μέρει από τα βιβλία του Μπάροουζ και εν μέρει από το «City of Night» (1963), την αυτοβιογραφία του Τζον Ρέτσι, που πρόσφερε το σώμα του για να κερδίσει το ψωμί του στη σκληρή πόλη της Νέας Υόρκης, θέλησε να μιλήσει για αυτό τον υπόκοσμο και να κάνει γνωστή την παρουσία του στο κοινό που τον παρακολουθούσε.
Το «Drugstore Cowboy», αν και πρώιμο στη φιλμογραφία του Γκας Βαν Σαντ, είναι ένα από τα πιο ενδιαφέροντα έργα του. Με μεγαλύτερη ευθύτητα από το «Easy Rider» (1969) ή άλλες ταινίες με παρόμοια θεματολογία, μιλάει με απόλυτη ειλικρίνεια για τη ζωή των χαρακτήρων του και την περιθωριοποίηση που βιώνουν, λόγω του εθισμού. Στην τελευταία, και ίσως πιο χαρακτηριστική σκηνή της ταινίας, ο Μπομπ φεύγει από το μοτέλ σε ένα φορείο, αφότου έχει δεχτεί επίθεση από δύο πρεζόνια που ήταν πρώην φίλοι του, και βλέπει τον Τομ να τον κοιτάζει από το παράθυρο του δωματίου του, ασάλευτος και σκοτεινός, σαν σκιά. Γνωρίζοντας τη βιβλιογραφία του Μπάροουζ μπορεί κανείς να αναγνωρίσει το φόρο τιμής που αποτείνει εδώ ο Βαν Σαντ στον «Hombre Invisible» και την απομάκρυνση του Μπομπ από αυτόν, ως τον τελευταίο του αποχαιρετισμό στη ζωή μέσα στα ναρκωτικά. Η ταινία έχει μερικές έντονα ποιητικές σκηνές σαν κι αυτή, διάσπαρτες ανάμεσα στην πλοκή της ιστορίας.
Δείτε το trailer της ταινίας στο YouTube: