Η Μαίρη Σαγιάνου-Κατσέλη ήταν το πρώτο λαμπρό αστέρι του Ελληνικού Κινηματογράφου. Παρά τη σύντομη πορεία της στο θέατρο και το σινεμά, λόγω του αδόκητου θανάτου της, κατάφερε να αφήσει ανεξίτηλο το αποτύπωμά της.
Η ΖΩΗ ΤΗΣ
Η Μαίρη Σαγιάνου-Κατσέλη γεννήθηκε το 1909 στα Δαρδανέλλια. Ήταν από αρχοντική οικογένεια, κόρη του Γεωργίου Σαγιάνου από τη Μάδυτο και της Καλλιόπης Σαγιάνου, το γένος Πρόκου, από το Κάστρο της Σίφνου. Αδερφός της ήταν ο Νικόλαος Σαγιάνος, ο γιατρός του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών. Το 1922, την περίοδο της Μικρασιατικής Καταστροφής, ήρθε οικογενειακώς στην Αθήνα. Το 1923 γράφτηκε στο Ωδείο Πειραιώς για να διδαχθεί πιάνο και απαγγελία, ενώ το 1924 ξεκίνησε να φοιτά στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Στον Θεατρικό Φοιτητικό Όμιλο της Νομικής Σχολής όπου φοιτούσε, γνωρίζεται με τον Πέλο Κατσέλη, τον μελλοντικό της σύζυγο. Παντρεύτηκαν τον Αύγουστο του 1929 και από το 1932 βρίσκονταν σε διάσταση.
Η «ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ» ΤΗΣ
Η Μαίρη Σαγιάνου-Κατσέλη το 1931, αφού είχε προβληθεί η ταινία της «Φίλησέ με Μαρίτσα», δημοσίευσε στο κινηματογραφικό περιοδικό «Παρλάν», στο 16ο τεύχος, την αυτοβιογραφία της.
-Ποια είμαι, από πού έρχομαι και πώς περνώ τη ζωή μου;
Καλά και άγια είναι όλα αυτά, αλλά γιατί γράφω μόνη μου τις αυτοβιογραφικές σημειώσεις; Να το ερώτημα που με απασχολεί περισσότερο αυτή τη στιγμή. Μα την αλήθεια, δεν είναι καθόλου σεμνό να βγαίνει μια καλλιτέχνις να εξιστορεί μόνη της τη ζωή της. Η σιωπή στην περίπτωση αυτή είναι χρυσό στολίδι. Μα για τους ανθρώπους που βγήκαν στη δημοσιότητα ένα τέτοιο αγαθό έπαψε να υπάρχει. Αυτοί, θέλουν ή δε θέλουν δεν ανήκουν πια στον εαυτό τους. Η δημοσιότητα -η πολυπόθητη θεά της ματαιότητάς μου- έχει και σκληρές απαιτήσεις. Σου στερεί το πιο γλυκό αγαθό της ζωής. Να μη σου ανήκει η ύπαρξή σου!
Ο κόσμος που σε χειροκροτεί θέλει να ξέρει ποια ή ποιον χειροκροτεί. Οι τροφοδότες της απληστίας του κοινού -άλλοι μάρτυρες κι αυτοί- οι δημοσιογράφοι, πρέπει να βρουν τρόπο να εισχωρήσουν στα μυστικά σου. Αν τους κλείσεις την πόρτα θα δουν από χαραμάδες ή από κλειδαρότρυπες. Όσα δε βλέπουν, τα φαντάζονται. Και τότε, ίσως να έχει κανείς χειρότερη τύχη και από τη μεγάλη μας Γκρέτα Γκάρμπο. Ν’ ακούσει όσα ποτέ δεν φαντάστηκε. Να λοιπόν γιατί δέχομαι να πω δυο λόγια μόνη μου, χωρίς τους «μεσάζοντες», που άλλωστε, σε λίγο θα βρεθούν κι εκτός νόμου.
Ο πρόλογος βέβαια γίνηκε μακρύς. Μα, αγαπημένοι μου φίλοι, ό,τι έχω να σας πω είναι τόσο λίγα! Η ζωή μου δεν έχει ακόμα παρασκήνια. Και ο λόγος, γιατί δεν έχει παίξει ακόμη το δράμα της ή την κωμωδία της. Οι συνάδελφοί μου όταν μιλάνε για μένα λένε: «Α, η Μαίρη είναι παιδί!». Με το δίκιο τους όμως. Όλο μούρλιες παιδιάστικες φτιάχνω. Μαρτυράνε από τα πειράγματά μου και από τις φάρσες μου. Όμως το μικρό παιδί ευχαριστιέται σαν σκοτώνει την πεταλούδα, έτσι κι εγώ διασκεδάζω όταν τους φέρνω σε δύσκολη θέση.
Προχθές ακόμη έκλεισα στο καμαρίνι του ένα πρωταγωνιστή του θιάσου μας την ώρα που θ’ άνοιγε η αυλαία. Μη τα ρωτάτε τι γίνηκε! Το κακό όμως είναι ότι από τα γέλια άρχισα να φτιάχνω δυο ρυτίδες μεγάλες στα μάγουλα! Κακό αυτό για τον κινηματογράφο! Μα ώσπου να γίνει κάτι σοβαρό με τον ελληνικό κινηματογράφο, εγώ έτσι ή αλλιώς θα έχω, από τα χρόνια, χαρακιές πολλές στο πρόσωπο!
Γιατί λοιπόν να στερήσω τον εαυτό μου από την τωρινή χαρά, μια και στο θέατρο δε με βλάπτει; Μη νομίσετε από τη φράση μου αυτή πως προτιμώ το θέατρο από τον κινηματογράφο. Η συγκίνηση που σου δίνεται από το θέατρο είναι ελεύθερη, άμεση, ανεμπόδιστη. Του κινηματογράφου είναι στενεμένη, κολοβωμένη, ασφυκτικά περιορισμένη.
Εντούτοις, εγώ προσωπικά χρωστώ πολύ περισσότερα στον κινηματογράφο παρά στο θέατρο. Αν βγήκα στο θέατρο, αυτό το χρωστάω στον κινηματογράφο. Το ξεκίνημά μου το καλλιτεχνικό συντελέστηκε μέσα στις σκοτεινές σάλες του κινηματογράφου, όταν ακόμη παιδί, πλάι στον πατέρα μου, με την αναπνοή στο στόμα, όλη λαχτάρα, παρακολουθούσα το πρωτόφαντο εκείνο όραμα της ζωής, που ξανοιγόταν με τόση αίγλη μπροστά μου, πάνω στην οθόνη.
Τότε καθόμασταν στον Πειραιά, θέατρο δεν έβλεπα. Την κ. Κυβέλη πρώτη φορά στο «Ρομάντζο» την παρακολούθησα. Κι όμως, κάποιοι κριτικοί μας σα με είδαν πρώτη φορά, πολύ πιο πρωτύτερα με τους «Νέους» είπαν πως κυβελίζω! Το 1923 πήγα στο Ωδείο Πειραιώς για να παρακολουθήσω μαθήματα πιάνου και απαγγελίας. Τελειώνοντας το γυμνάσιο του Πειραιά γράφτηκα στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου.
Τότε ακριβώς άρχισε και η λειτουργία της «Επαγγελματικής Σχολής Θεάτρου», ιδρύματος επαγγελματικού, κρατικού, μια εγγύηση δηλαδή, πως απ’ αυτό θα έλειπε η προχειρότητα και η ερασιτεχνική ενασχόληση των ωδείων. Γραφτήκαμε με τον τότε συμφοιτητή μου και τώρα άνδρα μου Πέλο Κατσέλη. Πόσα όνειρα, ποιες ελπίδες, ποια ιδανικά δεν χαράχθηκαν στις ψυχές μας την εποχή εκείνη! Πέντε χρόνια καθίσαμε στη σχολή θεάτρου, παρακολουθώντας και δίνοντας κάθε τόσο εξετάσεις στο πανεπιστήμιο.
Πάτρα, Αύγουστος 1931
ΘΕΑΤΡΙΚΟΣ ΦΟΙΤΗΤΙΚΟΣ ΟΜΙΛΟΣ
Η Μαίρη Σαγιάνου-Κατσέλη αν και φοιτήτρια της Νομικής Σχολής, έδειξε από νωρίς τη μεγάλη της αγάπη για το θέατρο. Πρωτοεμφανίστηκε ως ηθοποιός στις 17 Δεκεμβρίου 1924 στον ρόλο της Μαρούσας στο έργο «Η νύχτα τ’ Άη Φιλίππα» του Βασίλειου Ηλιάδη, που ανέβηκε από τον Θεατρικό Φοιτητικό Όμιλο του Πανεπιστημίου, που ιδρύθηκε το 1923 από τους Νίκο Ματθαίο και Νικόλαο Κέπετζη, στην αίθουσα της Χ.Ε.Ν. (Παλαιά Ανάκτορα).
Διευθυντής του Θεατρικού Φοιτητικού Ομίλου ήταν ο Νικόλαος Κέπετζης και καλλιτεχνικός οργανωτής των παραστάσεων και προγυμναστής ο ποιητής Άγγελος Σημηριώτης. Μέλη του Ομίλου, εκτός από την Σαγιάνου, ήταν: Έλλη Μελισσάκη, Ντόρα Ντοράντη, Τίνα Ράμμου, Έφη Νομίδου, Βιβ. Ευαγγελικού, Νέλλη Καρή, Νίκος Ματθαίος, Γ. Στεργίου, Πέλος Κατσέλης, Α. Μαυρίδης, Δ. Λαγίδας, Γ. Μιχαλόπουλος, Σ. Πύρρος, Τ. Καλαθάς, Λάμπης Χρονόπουλος, Μεν. Μπακατσούλης και Δ. Βουδούρης.
Στις 12 Μαρτίου 1925, η Μαίρη Σαγιάνου-Κατσέλη, έπαιξε στο δραματικό έργο του Alfred de Musset «Δεν παίζουν με τον έρωτα» (σε μετάφραση και διδασκαλία Άγγελου Σημηριώτη). Η παράσταση δόθηκε στο κτίριο του Εθνικού Θεάτρου και τέθηκε υπό την προστασία του πρύτανη του Πανεπιστημίου. Η Σαγιάνου ενθουσίασε στον ρόλο του ερωτευμένου άσχημου Περδικάνου. Μαζί της έπαιζαν η Έφη Νομίδου (στον ρόλο της Καμίλλης), η Έλλη Μελισσάκη (στον ρόλο της Ροζέτας), ο Νίκος Ματθαίος (στον ρόλο του Βαρώνου), ο Μιχαλόπουλος (στον ρόλο της κυρά δασκάλας Πλούσαν), ο Νικόλαος Κέπετζης (στον ρόλο του πατρός Βλασίου), ο Σεργίου (στον ρόλο του Βριδάνη) και ο Πέλος Κατσέλης. Η παράσταση επαναλήφθηκε στις 17 Μαρτίου 1925 και οι εισπράξεις δόθηκαν υπέρ των απόρων φοιτητών.
Στα τέλη του 1925 η Μαίρη Σαγιάνου-Κατσέλη έπαιξε και σε μία ακόμη παράσταση του Θεατρικού Φοιτητικού Ομίλου, στο έργο «Μαρτίνα» του Jean-Jacques Bernard, που ανέβηκε στο θέατρο Απόλλων.
ΑΠΑΓΓΕΛΙΕΣ
Στις 11 Ιανουαρίου 1925 πραγματοποιήθηκε καλλιτεχνική γιορτή στην αίθουσα της Χ.Ε.Ν. (Παλαιά Ανάκτορα) από τον Μικρασιατικό Σύνδεσμο Νέων. Στη γιορτή εντυπωσίασε η Μαίρη Σαγιάνου, με την απαγγελία της, η χορωδία με τους Αράπη, Σαμαρά, Παγίδα, Πεμπέλη κ.ά., καθώς και ο ηθοποιός Νίκος Ματθαίος στην κωμωδία «Το Στραβαδάριον».
Επίσης, στις 26 Μαρτίου 1926 ο σύλλογος «Εγκυκλοπαιδική Λέσχη» διοργάνωσε μεγάλη μουσικοθεατρική γιορτή στο Θέατρο Απόλλων με τη σύμπραξη της Ιωάννας Ματσούκη (τραγούδι) και Μαίρης Σαγιάνου (απαγγελία) του Θεατρικού Φοιτητικού Ομίλου.
Τέλος, στις 6 Νοεμβρίου 1927 δόθηκε στο Θέατρο Κεντρικόν η πρώτη συναυλία του Έλληνα βαρύτονου Γεωργίου Δαμασιώτη (ο μετέπειτα γνωστός ηθοποιός), υπέρ του Προσφυγικού Συνδέσμου Κυδωνιών με έργα Rossini, Gounod, Thomas, Bizet, Verdi κ.ά. Μαζί του εμφανίστηκε η Μαίρη Σαγιάνου (απαγγελία), ο Σωκράτης Ζαργάνης (φλάουτο), ο Αντώνης Δελένδας (τενόρος), Χ. Παπαλάμπρος (βαθύφωνος), Γ. Κουντούρος, Καίτη Ζαργάνη και Α. Βασιλείου.
ΘΙΑΣΟΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ
Ο Θίασος των Νέων ξεκίνησε τις παραστάσεις του το 1924 στο Μικρό Θέατρο του Παγκρατίου, το 1925 στο Θέατρο του Σταδίου και από το Πάσχα του 1926 στο Θέατρο Κυβέλης. Τον θίασο αποτελούσαν η Ελένη Χαλκούση (Καλλιτεχνική Διεύθυνση), Κώστας Μουσούρης (Διευθυντής Σκηνής), Ελένη Παπαδάκη, Φιλιώ Οικονόμου, Μαίρη Σαγιάνου, Αννα Σταυρίδου, Μαρίκα Φιλίτση, Λίζα Λαμπρινού, Νανά Παπαδοπούλου, Νέλλη Μαρσέλλου, Ορέστης Κοντογιάννης, Γεώργιος Πλούτης, Αντώνης Γιαννίδης, Ανδρέας Παντόπουλος, Τώνης Μπαρμπάτος, Τίμος Καρούσος, Γιάννης Σπαρίδης, Περικλής Χριστοφορίδης, Μιχάλης Παπαδάκης, Ηλίας Θεοδώρου, Χρήστος Φαρμάκης, I. Γεωργανάς, Στέφανος Μόρης, Κώστας Χρηστάκης και Παύλος Βάλεσης. Σκηνοθέτης ήταν ο γνωστός σκηνογράφος Θεόδωρος Αρμενόπουλος.
Στις 21 Ιουνίου 1926 ανέβηκε στο Θέατρο Κυβέλης το έργο του Georges de Porto-Riche «Ο Γερασμένος άνδρας». Έπαιζαν η Ελένη Χαλκούση, η Μαίρη Σαγιάνου, η Νέλλη Μαρσέλλου, ο Κώστας Μουσούρης και ο Αντώνης Γιαννίδης. Μετά από αρκετά ξένα έργα, ο Θίασος των Νέων εγκαινίασε και μια σειρά ελληνικών έργων, όπως η «Αναδυομένη» του Γρηγόριου Ξενόπουλου (4 Σεπτεμβρίου 1926) και «Μπροστά στον γκρεμό» του Δημήτρη Μπόγρη (17 Σεπτεμβρίου 1926). Όμως, το πρώτο ελληνικό έργο που ανέβηκε ήταν ο «Μαικήνας» του Θεόδωρου Συναδινού στις 30 Ιουνίου 1926, με τη Μαίρη Σαγιάνου και την Ελένη Παπαδάκη. Σημείωσε πολύ μεγάλη επιτυχία.
Στις 12 Ιουλίου 1926 έγινε η πρεμιέρα της τρίπρακτης κωμωδίας του Δημήτρη Ιωαννόπουλου (για τον οποίο είχε εκφραστεί πολύ θετικά ο Γρηγόριος Ξενόπουλος) «Ο Γιόκας μας» στο θέατρο Κυβέλης. Επρόκειτο για ένα εύθυμο έργο γραμμένο από τον γνωστό τότε θεατρικό συγγραφέα Δημήτρη Ιωαννόπουλο κι αργότερα κινηματογραφικό σκηνοθέτη, του οποίου η «Μαρία-Φλώρα» βραβεύτηκε στον Καλοκαιρίνειο Διαγωνισμό. Στον «Γιόκα μας» έπαιζαν ο Ανδρέας Παντόπουλος (Φαρδής), ο Ορέστης Κοντογιάννης (Πλατής), ο Κώστας Μουσούρης (Πετράκης), ο Γεώργιος Πλούτης (Αλέκος), η Μαίρη Σαγιάνου (Καίτη, κόρη του Πλατή), η Νέλλη Μαρσέλλου (Λέλα, κόρη του Φαρδή) και η Ελένη Παπαδάκη (Ρένα). Ο τύπος υποδέχτηκε πολύ θετικά την παράσταση.
Στις 26 Ιουλίου 1926 ο Θίασος των Νέων παρουσίασε το έργο του Γεώργιου Σώκου «Η Εν Πολλαίς Αμαρτίαις» στο Θέατρο Κυβέλης, όπου έπαιζαν ο Κώστας Μουσούρης, ο Ηλίας Θεοδώρου, ο Ανδρέας Παντόπουλος, ο Γεώργιος Πλούτης, η Μαίρη Σαγιάνου, η Ελένη Χαλκούση και η Άννα Σταυρίδου.
Στις 25 Αυγούστου 1926 ανέβηκε το μονόπρακτο δράμα του Ηλία Βουτιερίδη «Τα ρόδα της αγάπης» (μαζί με το «Αγριογούρουνο» του Στέφανου Δάφνη και «Το κοκαλάκι της νυχτερίδας» του Νικόλαου Λάσκαρη) με τον Ανδρέα Παντόπουλο, Ορέστη Κοντογιάννη, Γεώργιο Πλούτη, Ελένη Χαλκούση, Κ. Χρηστάκη και Μαίρη Σαγιάνου. Η παράσταση επαινέθηκε από κοινό και κριτικούς.
Η Μαίρη Σαγιάνου-Κατσέλη συμμετείχε και στην παράσταση «Το Φιντανάκι» του Παντελή Χορν που παρουσιάστηκε από τον Θίασο των Νέων στις 29 Ιουνίου 1929 στο Θέατρο Παγκρατίου.
ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΘΕΑΤΡΟΥ
Μετά τη ματαίωση λειτουργίας του Θεάτρου Εφαρμογής, αποφασίστηκε η ίδρυση της Επαγγελματικής Σχολής Θεάτρου (Ε.Σ.Θ.). Η Ε.Σ.Θ. λειτούργησε για έξι χρόνια (1924-1930) και ήταν πρωτοβουλία των Γιαννούλη Σαραντίδη (πρώην ηθοποιού και τότε διευθυντή του γραφείου συντάξεως ηθοποιών, μουσικών συγγραφέων και τεχνιτών θεάτρου), Πάνου Καλογερίκου (πρώην ηθοποιού, καθηγητή της Ε.Σ.Θ. και θεατρικού κριτικού) και Μανώλη Καντιώτη (ηθοποιού).
Η Σχολή το 1930 μετρούσε 60 μαθητές, 35 άνδρες και 25 γυναίκες. Η φοίτηση διαρκούσε τρία χρόνια, όμως, όσοι αποφοιτούσαν δεν ήταν διπλωματούχοι, αλλά απλοί πτυχιούχοι. Ανάμεσα στους διπλωματούχους ήταν: η Άννα Βασιλείου, ο Χρήστος Ευθυμίου και ο Χρήστος Φαρμάκης, ενώ πτυχία είχαν απονεμηθεί στη Γρατιάνου, στον Γεωργαντά, στον Μιχαήλ Παπαδάκη, στη Νανά Παπαδοπούλου, στη Μαίρη Σαγιάνου και στην Άννα Σταυρίδου. Από τη σχολή βγήκαν κι άλλοι σημαντικοί άνθρωποι του Θεάτρου, όπως ο Πέλος Κατσέλης, ο Δημήτρης Ροντήρης, ο Γεώργιος Ταλάνος (Κουταλιανός), ο Τίτος Φαρμάκης, η Νέλλη Μαρσέλλου και η Κατερίνα Ανδρεάδη.
Η Μαίρη Σαγιάνου-Κατσέλη έπαιξε στο έργο «O Μικρός Λόρδος» του Mark Twain που ανέβασε η Επαγγελματική Σχολή Θεάτρου στις 29 Δεκεμβρίου 1926 στο Θέατρο Κοτοπούλη.
Στις 31 Μαρτίου 1927 ο Φώτος Πολίτης ανεβάζει με την Επαγγελματική Σχολή Θεάτρου την «Προμάμμη ή το Στοιχειό του Πύργου» του Franz Grillparzer. Για την παράσταση χρησμοποιήθηκαν τα παλιά σκηνικά του Βασιλικού Θεάτρου. Τους βασικούς ρόλους ερμήνευσαν οι Πάρης Χατζηπέτρος (Κόμης Μποροτίν), η Μαίρη Σαγιάνου (Βέρθα), ο Χρήστος Φαρμάκης (Γιάρομιρ) και η Νανά Παπαδοπούλου (Προμμάμη). Ο Άλκης Θρύλος ανέφερε πως η ηρωίδα εμφανίστηκε στη σκηνή ως «φάντασμα» κρατώντας στην αγκαλιά της ένα ηλεκτρικό φως, που έδινε στο πρόσωπό της μια υποβλητική χλωμή ανταύγεια. Δυστυχώς, κατέκρινε την ερμηνεία των ηθοποιών, εκτός της Σαγιάνου.
Επόμενο έργο ήταν «Ο Ταρτούφος» του Molière, που παρουσιάστηκε στο Εθνικό Θέατρο στις 7, 9 και 10 Απριλίου 1927 με τη Μαίρη Σαγιάνου (Ντορίν), τη Νανά Παπαδοπούλου (κα Περνέλ), τον Γεώργιο Δαμασιώτη (Οργκόν), την Ταϋγέτη Χουλουβέα (Ελμίρα), τον Χρήστο Φαρμάκη (Νταμίς), την Άννα Σταυρίδου (Μαριάν), τον Μιχαήλ Παπαδάκη (Βαλέρ) κ.ά.
Στις 7 και 8 Απριλίου 1928 η Επαγγελματική Σχολή Θεάτρου ανέβασε το έργο «Γιάννης Γαβριήλ Μπόρκμαν» του Henrik Ibsen σε σκηνοθεσία Φώτου Πολίτη και μετάφραση Γ. Ν. Πολίτη. Στην παράσταση έπαιζαν ο Πάρις Χατζηπέτρος (Μπόρκμαν), η Νίνα Κωνσταντίνου (Γκούνχιλντ), η Κατερίνα Ανδρεάδη (Έλλα), ο Κώστας Σαντοριναίος (Έρχαρτ), η Άννα Σταυρίδου (Βίλτον), ο Χρήστος Ευθυμίου (Φόλνταλ), η Μαίρη Σαγιάνου (Φρίντα) και Μαρία Έδελσταϊν (Μαλένα). Οι κριτικοί της εποχής (π.χ. Κωστής Μπαστιάς) επαίνεσαν τη μετάφραση του έργου και την ερμηνεία της Σαγιάνου.
Ακολούθησε το έργο «Πριγκίπισσα Μαλένα» του Maurice Maeterlinck σε σκηνοθεσία Φώτου Πολίτη και μετάφραση Άλκη Θρύλου, που ανέβηκε στο Βασιλικό Θέατρο στις 31 Μαΐου 1928 με σκηνογράφο τον Γιάννη Τσαρούχη στην πρώτη του επαγγελματική εμφάνιση. Στην παράσταση έπαιζαν η Μαίρη Σαγιάνου, η Κατερίνα Ανδρεάδη κ.ά.
Στις 6 Ιανουαρίου 1929, Κυριακή των Φώτων, παρουσιάστηκε στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιώς η «Ιφιγένεια εν Ταύροις» του Johann Wolfgang von Goethe, με τη Μαίρη Σαγιάνου στον ομώνυμο ρόλο, ως τελειόφοιτος της Επαγγελματικής Σχολής Θεάτρου. Σκηνοθέτης ήταν ο Βασίλης Ρώτας.
Η εν λόγω παράσταση ήταν η αφετηρία μιας ολόκληρης πνευματικής κίνησης, την οποία ανέλαβε να δημιουργήσει το καλλιτεχνικό σωματείο του Πειραιώς «Οι φίλοι των γραμμάτων και της τέχνης». Το έργο παίχτηκε και στην επαρχία. Αυτό το έργο επέλεξε και για την τιμητική της η Μαίρη Σαγιάνου και το ανέβασε ξανά στις 28 Νοεμβρίου 1929.
Στις 28 Μαρτίου 1929 έκαναν πρεμιέρα τα έργα «Η Θυσία του Αβραάμ» (αγνώστου) και «Κορακιστικά» του Ιάκωβου Ρίζου Νερουλού στο Εθνικό Θέατρο. Σκηνοθέτης ήταν και πάλι ο Φώτος Πολίτης και σκηνογράφοι ο Φώτος Κόντογλου (για τη «Θυσία του Αβραάμ») και Σπύρος Βασιλείου & Θάνος Αρμενόπουλος (για τα «Κορακιστικά»). Η σκηνογραφία ήταν εμπνευσμένη από τη βυζαντινή αγιογραφία, στην οποία παρέπεμπαν και τα χρώματα του σκηνικού που ήταν μπλε, πράσινο και κεραμιδί με τις αποχρώσεις τους.
Στη «Θυσία του βραάμ» πρωταγωνιστούσαν ο Χρήστος Φαρμάκης και ο Χρήστος Τσαγανέας στον ρόλο του Αβραάμ, καθώς και η Νέλλη Μαρσέλλου στον ρόλο της Σάρας, η Μαίρη Σαγιάνου στον ρόλο του Ισαάκ, η Δέσποινα Βουγιουκλή, ο Α. Βασιλείου, ο Ευθυμίου και ο Βάσος Χανιώτης. Γενικά δέχτηκε θετικές κριτικές, εκτός από τη μεγάλη διάρκειά της.
Στη συνέχεια η Μαίρη Σαγιάνου-Κατσέλη έπαιξε τον ρόλο της Καλλιόπης στον «Πειρασμό» του Γρηγόριου Ξενόπουλου με την Επαγγελματική Σχολή Θεάτρου, που έκανε πρεμιέρα στις 12 Απριλίου 1929 στο Εθνικό Θέατρο. Έπαιξε σε ένα ακόμη έργο του Ξενόπουλου, το «Μελτεμάκι», που παρουσιάστηκε στις 17 Ιουνίου 1930 στο θέατρο Μπελβεντέρε της Αιγύπτου. Μαζί της έπαιζαν ο Γιώργος Γαβριηλίδης, ο Νίκος Δενδραμής, ο Νικόλαος Παρασκευάς, ο Περικλής Γαβριηλίδης, η Μαρίκα Νέζερ, ο Αντώνης Γιαννίδης, η Σαπφώ Αλκαίου και η Νίτσα Βιτσώρη (Τσαγανέα).
Άλλες παραστάσεις που ανέβασε η Σχολή ήταν ο «Βασιλικός» του Αντωνίου Μάτεσι και ο «Έμπορος της Βενετίας» του William Shakespeare.
ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΩΝ
Στις 23 Ιανουαρίου 1927 ανέβηκε από τον Σύνδεσμο Καλλιτεχνών η τετράπρακτη κομεντί του Henri Meilhac «Η εξαδέλφη μου» στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιώς. Πρωταγωνιστούσαν η Μαίρη Σαγιάνου-Κατσέλη, η Νανά Παπαδοπούλου και η Άννα Σταυρίδου.
Εν συνεχεία, η Μαίρη Σαγιάνου-Κατσέλη έπαιξε τον ρόλο της Καλλιόπης στον «Πειρασμό» του Γρηγόριου Ξενόπουλου με τον Σύνδεσμο Καλλιτεχνών στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά (πρεμιέρα 20 Απριλίου 1930).
ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΕΛΛΗΝΩΝ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΩΝ
Σημαντική ήταν η συνεργασία της Μαίρης Σαγιάνου-Κατσέλη με την Εταιρεία Ελλήνων Καλλιτεχνών. Στις 2 Δεκεμβρίου 1929 ξεκίνησαν οι παραστάσεις του έργου «Ο βλάμης μου» του Albert Willemetz στο θέατρο Ολύμπια της Καβάλας από τον θίασο της Εταιρείας Ελλήνων Καλλιτεχνών Περικλή Γαβριηλίδη-Νίκου Δενδραμή-Νικόλαου Παρασκευά.
Η Μαίρη Σαγιάνου-Κατσέλη υποδύθηκε τη Λιάνα. Στην παράσταση έπαιζαν μεταξύ άλλων η Μαρίκα Φιλιππίδου σε πρώτη εμφάνιση (τραγούδησε και το γνωστό άσμα «Mon Homme»), ο Πέλος Κατσέλης και ο Κώστας Σαντοριναίος.
Την θεατρική περίοδο 1929-30 ο θίασος της Εταιρείας Ελλήνων Καλλιτεχνών Περικλή Γαβριηλίδη-Νίκου Δενδραμή-Νικόλαου Παρασκευά ανέβασε το έργο «Σχολείον κοκοττών» των Marcel Gerbidon & Paul Armont στο θέατρο Ολύμπια της Καβάλας.
Η Μαίρη Σαγιάνου-Κατσέλη κρατούσε τον ρόλο της Ζινέτ Μασών, ενώ δίπλα της έπαιζαν ο Αντώνης Γιαννίδης και ο Κώστας Σαντοριναίος.
Επόμενο έργο ήταν το «Να γιος, Να μάλαμα!» του κωμωδιογράφου Hennequin, που ανέβηκε στο θέατρο «Ολύμπια» (τελευταίες παραστάσεις στις 2 Φεβρουαρίου 1930). Η Σαγιάνου υποδύθηκε την Ντορέτ-Πασκώ και ο σύζυγός της Πέλος Κατσέλης τον Ροβέρτο Πασκώ και τον Βαν-Μπουρκ.
Την περίοδο 1929-30 έκανε πρεμιέρα και το έργο «Το κουρέλι» του Dario Niccodemi στο θέατρο Πάνθεον με τη Μαίρη Σαγιάνου στον ομώνυμο ρόλο.
Ακολούθησαν οι παραστάσεις του έργου «Η Δίκη της Μαίρης Ντάγκαν» του Bayard Veiller στο θέατρο Πάνθεον. Η Σαγιάνου έπαιξε την κα. Ράις και ο Πέλος Κατσέλης τον δικαστή.
Η Εταιρεία Ελλήνων Καλλιτεχνών Περικλή Γαβριηλίδη-Νίκου Δενδραμή-Νικόλαου Παρασκευά συνέχισε με την τρίπρακτη κωμωδία «Η αδελφή μου κι εγώ» του Louis Verneuil στο θέατρο Πάνθεον, με τη Μαίρη Σαγιάνου στον ρόλο τις Πριγκίπισσας Ντε-Ζεξ.
Επίσης, ο ίδιο θίασος ανέβασε και το τρίπρακτο δράμα «Η Έχθρα» του Dario Niccodemi στο θέατρο Πάνθεον, όπου η Μαίρη Σαγιάνου έπαιξε τη Μάρθα Ρενώλ.
Τέλος, η Μαίρη Σαγιάνου-Κατσέλη υποδύθηκε τον ρόλο της Ζαλάλ στην παράσταση «Στο κέφι…» του Louis Verneuil που ανέβηκε στο θέατρο Πάνθεον με τον θίασο της Εταιρείας Ελλήνων Καλλιτεχνών.
ΔΡΑΜΑΤΙΚΟΣ ΘΙΑΣΟΣ ΣΠΟΥΔΗ
Ο Δραματικός Θίασος «Σπουδή» ξεκίνησε με το «Ζωντανό Πτώμα» του Leo Tolstoy, που ανέβηκε στο θέατρο Αθήναιον στις 5 Ιουλίου 1929. Ο Μάριος Παλαιολόγος, που έπαιξε και τον ρόλο του Θεόδωρου Προτάσωφ (Φέντια), μαζί με τον αρτισύστατο θίασό του άφησε θετικές εντυπώσεις. Η Μαίρη Σαγιάνου για ακόμη μια φορά εξυμνήθηκε από τους κριτικούς για την ερμηνεία της. Τη σκηνοθεσία είχε αναλάβει ο Πέλος Κατσέλης, ενώ στην παράσταση συμμετείχαν η Νέλλη Μαρσέλλου, η Μαρία Βάνδη, η Μέλη Βλαστού, ο Ιωάννης Αυλωνίτης, ο Καρούσος, ο Βλαχόπουλος και ο Βολάνης.
Το Πάσχα του 1930, η Μαίρη Σαγιάνου έπαιξε την Αλίκη στο «Μελτεμάκι» του Παντελή Χορν στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιώς, με διευθυντή σκηνής τον Πέλο Κατσέλη. Την ίδια χρονιά, ο Δραματικός Θίασος «Σπουδή» ανέβασε πάλι το «Μελτεμάκι» με τη Σαγιάνου στο θέατρο Απόλλων της Σύρου. Μαζί της έπαιζαν ο Μάριος Παλαιολόγος, η Ευτυχία Παυλογιάννη, Έλλη Αφεντάκη, η Φ. Φουριέζου και ο Αντώνης Γιαννίδης.
Μία αξιομνημόνευτη στιγμή του Δραματικού Θιάσου «Σπουδή» ήταν το «Σπίτι της κούκλας» του Henrik Ibsen που παρουσιάστηκε στο θέατρο Απόλλων του Πύργου Ηλείας την 1η Οκτωβρίου 1930. Η μετάφραση ήταν του Ιωάννη Ζερβού (ή Λέοντος Κουκούλα) και η σκηνοθεσία του Πέλου Κατσέλη. Τον πρωταγωνιστικό ρόλο της Νόρας Χέλμερ ανέλαβε η Μαίρη Σαγιάνου, του Τόρβαλντ Χέλμερ ο Πέλος Κατσέλης, του Γιατρού Ρανκ ο Μάριος Παλαιολόγος, της Κριστίνε Λίντε η Ευτυχία Παυλογιάννη, του Νιλς Κρόγκσταντ ο Αντώνης Γιαννίδης και της Άννας Μαρίας η Φ. Φουριέζου.
Επίσης, το 1930 ο Μάριος Παλαιολόγος ανέβασε και τα έργα «Ο αστυνόμος είναι καλό παιδί» του Georges Courteline, «Οι Τρεις Μάσκες» του Charles Méré και «Παληάνθρωποι ή Το γαρύφαλλο», όπου συμμετείχε η Μαίρη Σαγιάνου, ο Πέλος Κατσέλης και ο Αντώνης Γιαννίδης.
ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΜΕ ΚΥΒΕΛΗ
Η Μαίρη Σαγιάνου-Κατσέλη από μικρή θαύμαζε την Κυβέλη κι όταν ξεκίνησε ως ηθοποιός έμοιαζε πολύ το παίξιμό της με αυτό της θρυλικής θεατρίνας. Στις 28 Ιουλίου 1930 η Κυβέλη με τον θίασό της παρουσίασε στο θέατρο Μπελβεντέρε της Αιγύπτου την «Αντιγόνη» του Σοφοκλή με την ίδια στον ομώνυμο ρόλο και τη Σαγιάνου στον ρόλο της Ισμήνης. Ο Περικλής Γαβριηλίδης έπαιξε τον Κρέοντα, ο Αντώνης Γιαννίδης τον Φύλακα, ο Νίκος Δενδραμής τον Αίμωνα, ο Νικόλαος Παρασκευάς τον Τειρεσία, ο Μιχαήλ Παπαδάκης τον Άγγελο, η Νίτσα Βιτσώρη (Τσαγανέα) την Ευρυδίκη, ο Χριστόφορος Νέζερ τον Α’ Κορυφαίο και ο Πέλος Κατσέλης τον Β’ Κορυφαίο.
Επίσης, τον Ιανουάριο του 1931 η Κυβέλη επιστρέφοντας με τον θίασό της από την Κωνσταντινούπολη έδωσε 12 παραστάσεις στο θέατρο Ολύμπια της Καβάλας. Στο θίασό της συμμετείχαν η Μαίρη Σαγιάνου, ο Εδμόνδος Φυρστ, ο Μάριος Παλαιολόγου, ο Κώστας Σαντοριναίος και ο Γεώργιος Μπούρλος.
ΗΝΩΜΕΝΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΑΙ
Στις 15 Μαΐου 1931 οι Ηνωμένοι Καλλιτέχναι ανέβασαν το έργο «Εμείς τα ζώα» του Θεόδωρου Συναδινού στο θέατρο Μοντιάλ. Πρωταγωνιστούσαν ο Γεώργιος Γληνός, η Ελένη Παπαδάκη, η Μαρίκα Ραυτοπούλου, η Μαίρη Σαγιάνου (μετά την επιστροφή της από την Αίγυπτο), ο Νίκος Δενδραμής, ο Ιωάννης Αποστολίδης, ο Νικόλαος Παρασκευάς, ο Ευάγγελος Μαμίας, η Ευτυχία Παυλογιάννη, ο Κώστας Σαντοριναίος, ο Χρήστος Τσαγανέας, ο Νίκος Βλαχόπουλος και ο Αντώνης Γιαννίδης. Σκηνογράφος ήταν ο Κλεόβουλος Κλώνης.
Οι Ηνωμένοι Καλλιτέχναι (Νίκος Δενδραμής, Βασίλης Λογοθετίδης, Νικόλαος Παρασκευάς) συνέχισαν με την κωμωδία του Yves Mirande «Μια τρύπα στον τοίχο» στο θέατρο Τριανόν (24 Ιουνίου 1931), σε συνεργασία με τον επιχειρηματία Ανδρέα Μακέδο, όπου έπαιζε και η Μαίρη Σαγιάνου.
Στις 15 Αυγούστου 1931 οι Ηνωμένοι Καλλιτέχναι παρουσίασαν την προσωπική επιτυχία του Βασίλη Λογοθετίδη, τις «Μαιτρέσσες του Μπαμπά» του Jacques Deval, στον Λευκό Πύργο. Μαζί τους συνέπραξε η Μαίρη Σαγιάνου, ενώ στο έργο έπαιζαν και η Μαρίνα Φιλιππίδου, η Κατίνα Ραυτοπούλου, η Λόλα Φιλιππίδου, ο Νίκος Δενδραμής, ο Νικόλαος Παρασκευάς, ο Ευάγγελος Μαμίας, ο Γεώργιος Γληνός και ο Χρήστος Τσαγανέας.
Στο πλαίσιο της ΣΤ’ Διεθνούς Εκθέσεως Θεσσαλονίκης, τον Σεπτέμβριο του 1931, οι Ηνωμένοι Καλλιτέχναι, Νίκος Δενδραμής, Βασίλης Λογοθετίδης, Νικόλαος Παρασκευάς, Γεώργιος Γληνός και Μαίρη Σαγιάνου, έπαιξαν στο θερινό θέατρο του κήπου του Λευκού Πύργου.
ΕΘΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ
Τελευταία συνεργασία της Μαίρης Σαγιάνου ήταν με το Εθνικό Θέατρο. Σύμφωνα με τα «Μουσικά Χρονικά» οι ηθοποιοί οι οποίοι υπέγραψαν συμβόλαια στις 15 Νοεμβρίου 1931 και προσλήφθηκαν για την πρώτη περίοδο λειτουργίας του Εθνικού Θεάτρου μέχρι τον Μάιο 1933 ήταν οι κάτωθι:
Αιμίλιος Βεάκης, Νικόλαος Ροζάν, Τηλέμαχος Λεπενιώτης, Κωνσταντίνος Μουσούρης, Νικόλαος Δενδραμής, Σαπφώ Αλκαίου, Καίτη Ανδρεάδου, Κατίνα Κωνσταντοπούλου (Παξινού), Αλίκη Μουσούρη, Μαίρη Σαγιάνου, Χριστόφορος Νέζερ, Λουδοβίκος Λούης, Μιχαήλ Ιακωβίδης, Αλέξης Μινωτής, Γεώργιος Γληνός, Νίκος Παρασκευάς, Αθανασία Μουστάκα, Μαρίκα Ραφτοπούλου, Νίκος Παπαγεωργίου, Ηλίας Δεστούνης, Ευάγγελος Μαμίας, Χρήστος Ευθυμίου, Νέλλη Μαρσέλλου, Εμμανουήλ (Μάνος) Κατράκης, Καρούσος Τζαβαλάς, Ιωάννης Αυλωνίτης, Χρήστος Φαρμάκης, Θεόδωρος Αρώνης, Σμαράγδα Βεάκη, Μερόπη Νέζερ, Άννα Σταυρίδου, Μύρων Ρούσσος (υποβολέας).
Μεταξύ των ηθοποιών προσεκλήθη και η Ελένη Παπαδάκη, η οποία απάντησε τηλεγραφικώς από την Κωνσταντινούπολη όπου βρισκόταν με θίασο ότι αποδεχόταν την πρόσκληση. Δυστυχώς, η διοίκηση του Εθνικού Θεάτρου την διέγραψε από τον κατάλογο, επειδή δεν παραβρέθηκε στην Αθήνα εντός της προθεσμίας για να υπογράψει το συμβόλαιο ούτε και δικαιολόγησε την απουσία της.
Η Μαίρη Σαγιάνου-Κατσέλη από τις 19 έως 27 Μαρτίου 1932 (επανάληψη 11 έως 14 Απριλίου 1932) έπαιξε τον ρόλο της Κασσάνδρας στην παράσταση του Εθνικού Θεάτρου «Αγαμέμνων» του Αισχύλου, σε σκηνοθεσία Φώτου Πολίτη, αφήνοντας καλές εντυπώσεις σε κοινό και κριτικούς.
Στον ρόλο του Αγαμέμνονα ήταν ο Αιμίλιος Βεάκης, της Κλυταιμνήστρας η Κατίνα Παξινού, του Αίγισθου ο Γεώργιος Γληνός, του Κήρυκα ο Αλέξης Μινωτής, του Φρουρού ο Ηλίας Δεστούνης, του Α’ Κορυφαίου ο Τζαβαλάς Καρούσος, του Β’ Κορυφαίου ο Ιωάννης Αυλωνίτης και του Γ’ Κορυφαίου ο Μάνος Κατράκης.
Έπειτα, από τις 10 έως 29 Μαΐου 1932 υποδύθηκε την Γρούσσα στην παράσταση του Εθνικού Θεάτρου «Γλέντι, κρασί, αγάπη» του Aleksandr Nikolaevich Ostrovsky, σε σκηνοθεσία Φώτου Πολίτη.
Στον ρόλο της Ντάσσα ήταν η Κατερίνα Ανδρεάδη, του Αγγαφόν Ποτάπιτς ο Αιμίλιος Βεάκης, της Στεπανίδα η Σαπφώ Αλκαίου και του Πέτρου ο Γεώργιος Γληνός.
Επίσης, στο ρόλο του Ηλία Ιβάνιτς έπαιζε ο Νικόλαος Ροζάν, της Αφήμια η Μαρίκα Ραφτοπούλου, του Βάσια ο Χρήστος Φαρμάκης, της Σπυριδονόβνα η Αθανασία Μουστάκα και του Γερόμηα ο Ηλίας Δεστούνης.
Τα σκηνικά και στις δύο παραστάσεις έκανε ο Κλεόβουλος Κλώνης., Η Γρούσσα έμελλε να είναι ο τελευταίος ρόλος για τη νεαρή ηθοποιό.
Μετά το «Γλέντι, κρασί, αγάπη», η Σαγιάνου επρόκειτο να παίξει τη Νερίτσα στον «Έμπορο της Βενετίας» με σκηνοθέτη τον Φώτο Πολίτη. Δυστυχώς, ο θάνατος την πρόλαβε και την αντικατέστησε η Βάσω Μανωλίδου.
ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΗ ΚΑΡΙΕΡΑ
Η Μαίρη Σαγιάνου-Κατσέλη θεωρείται η πρώτη σταρ του Ελληνικού Κινηματογράφου. Από το 1929 μέχρι το 1930 πρόλαβε να γυρίσει τρεις ταινίες: «Μακρυά απ’ τον κόσμο», «Οι Απάχηδες των Αθηνών» και «Φίλησέ με Μαρίτσα». Οι κριτικοί της εποχής την είχαν ξεχωρίσει για τα νιάτα, τη χάρη, την παιδική ομορφιά και το παίξιμό της. Μάλιστα, διέκριναν και μια εξέλιξη από ταινία σε ταινία. Η ίδια αγαπούσε πολύ το σινεμά και θα μπορούσε να δώσει αρκετά με το έμφυτο ταλέντο της στην τέχνη του κινηματογράφου.
Το 1930 έδωσε μια πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξη στο περιοδικό «Κινηματογραφικός Αστήρ» και τη δημοσιογράφο Ίριδα Σκαραβαίου:
«Εννοείται ότι η κρίση μου αυτή είναι σχετική τηρουμένων πάντοτε υπόψη των συνθηκών υπό τις οποίες εργαστήκαμε. Δηλαδή, χωρίς άνεση, με πρωτόγονα τεχνικά μέσα, ομολογουμένως δε, και χωρίς απόλυτη υλική επάρκεια. Κατά συνέπεια η ταινία μας απέδωσε το μέτρο των προσωπικών δυνάμεων εκάστου που συνεισέφερε με ενθουσιασμό και με ευσυνειδησία τις καλλιτεχνικές του υπηρεσίες, χωρίς όμως ο καρπός των κοινών μας προσπαθειών να επαρκέσει για το άμεμπτο παρουσίασμα του φιλμ, αναλόγως των κοινών ευσεβών μας πόθων.
Έχω την εντύπωση ότι θα επιτευχθεί στο μέλλον, μόνο διά της συγκέντρωσης κεφαλαίων. Μετά την εξεύρεσή τους, όσοι νομίζουν ότι έχουν και επιθυμούν να προσφέρουν κάτι στην έβδομη τέχνη, ας υποστούν την ενδεχόμενη αβαρία του εγωισμού τους, χωρίς να δυσφορήσουν αν παραστεί ανάγκη να δώσουν τη θέση τους σε καταλληλότερους ξένους που θα μετακληθούν προς ενίσχυση των ελλιπέστατων κινηματογραφικών στοιχείων που διαθέτουμε, αρκούμενοι σε μικρότερους ρόλους στην αρχή, χωρίς να διεκδικούν όλοι τα πρωτεία από κακό υπολογισμό των δυνάμεών τους. Τότε θα μπορέσει να γίνει κάτι το αξιόλογο, άμα παραβλέψουν τις μικροφιλοδοξίες και εργαστούν μεθοδικά υπό τη διεύθυνση ξένων, αλλά καλών ρεζισέρ, αφού η έλλειψη εντοπίων τοιούτων, δε και υπό απολύτως συγχρονισμένους τεχνικούς όρους προς τους Ευρωπαϊκούς τοιούτους, πράγματα δηλαδή εξασφαλισμένα διά της οικονομικής ευμάρειας.»
ΜΑΚΡΥΑ ΑΠ’ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ
Η πρώτη ταινία που γύρισε η Μαίρη Σαγιάνου-Κατσέλη ήταν η ασπρόμαυρη βουβή «Μακρυά απ’ τον κόσμο», μήκους 2700 μέτρων και καθαρού βάρους 19 κιλών, που σκηνοθέτησε ο Δημήτρης Τσακίρης. Ο Ορέστης Λάσκος, που έγραψε και το σενάριο βασισμένος στο μυθιστόρημα της Κικής Δεκουλάκου «Στο Μοναστήρι», ανακάλυψε τη Σαγιάνου σε κάποιο φοιτητικό χορό και την πρότεινε για τον ρόλο. Σύμφωνα με τον τύπο της εποχής, ο Λάσκος προκειμένου να κάμψει τις αντιρρήσεις της οικογένειάς της για την ταινία, την πάντρεψε με τον Πέλο Κατσέλη. Η φωτογραφία ήταν του Έρικ Μπούμπαχ και η παραγωγή της νεοσύστατης τότε Ολύμπια Φιλμ. Ο Γερμανός οπερατέρ έλαβε τον υπουργικό μισθό των 20 χιλιάδων δραχμών, με έκτακτη προσαύξηση 100 δραχμών για κάθε παραπάνω ώρα πέραν της οκτάωρης εργασίας, ποσό μηδαμινό σχετικά με αυτό λάμβαναν τότε οι οπερατέρ του γερμανικού κινηματογράφου.
Στην ταινία πρωταγωνιστούσαν η Μαίρη Σαγιάνου στον ρόλο της Αυγής, ο Δημήτρης Τσακίρης στον ρόλο του Μάριου, ο Ορέστης Λάσκος στον ρόλο του Χάρη, ο Ιωάννης Βονασέρας, γιος της θρυλικής ηθοποιού Πιπίνας Βονασέρα (και όχι ο Ευθύμιος όπως λανθασμένα αναγράφεται στο διαδίκτυο), στον ρόλο του καπετάν Λευτέρη, ο Μίμης Κοκκίνης στον ρόλο του Γαβρίλη, η Σωσώ Κανδύλη στον ρόλο της καλόγριας και ο Χριστόφορος Νέζερ.
Η Μαρίκα Γιαννάκου του Ελληνικού Μελοδράματος, συνοδεία ορχήστρας, τραγουδούσε τα 2 τραγούδια της ταινίας, ενώ σε άλλες άλλες περιπτώσεις η Βλαχοπούλου, επίσης του Ελληνικού Μελοδράματος. Τα τραγούδια ήταν: «Μακρυά απ’ τον κόσμο» που πρωτοτραγούδησαν ο Τέτος Δημητριάδης, ο Γιώργος Βιδάλης και ο Μιχάλης Θωμάκος και «Ποιος θε να με πάρει» που πρωτοτραγούδησαν η Βιλελμίνα (Μίνα) Κυριακού και η Άννα Κρυωνά σε μουσική Τέτου Δημητριάδη (ως Τ. Τέδη) και Ιερόθεου Σχίζα και στίχους Ορέστη Λάσκου.
Η ταινία έκανε πρεμιέρα στις 26 Δεκεμβρίου 1929 στον «Αμερικάνικο Κοσμογράφο» στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και στην Ελλάδα στον κινηματογράφο «Σπλέντιτ» στην Αθήνα στις 10 Φεβρουαρίου 1930. Προβλήθηκε σε πολλές ακόμη πόλεις, όπως: Κάιρο, Νέα Υόρκη (Μπρονξ, Μπρούκλιν), Θεσσαλονίκη, Καλαμάτα, Πειραιά, Μυτιλήνη, Χανιά, Σέρρες, Κοζάνη, Αγρίνιο, Φλώρινα, Ηράκλειο. Η ταινία προβλήθηκε για τελευταία φορά στη Νέα Υόρκη το 1936, με υπόκρουση ελληνικής μουσικής (movietone), μαζί με επίκαιρα από την Ελλάδα και έναν αγώνα του θρυλικού παλαιστή Τζιμ Λόντου.
Υπόθεση
Η ιστορία ξεκινάει στο Άγιο Όρος, όπου ζουν δύο ασκητές, παλιοί και αχώριστοι φίλοι, αλλά και πρώην αντίζηλοι. Όταν ο ένας από αυτούς πεθαίνει, ο άλλος σκυμμένος στο πτώμα του φίλου του, βυθίζεται σε ρέμβη και ανακαλεί το παρελθόν του. Σ’ ένα νησάκι του Αιγαίου, ένας βιολιστής, ο Μάριος (Δημήτρης Τσακίρης) αγαπά σφοδρά την Αυγή (Μαίρη Σαγιάνου), την κόρη του καπετάν Λευτέρη (Ιωάννη Βονασέρα). Δυστυχώς ο πατέρας της θέλει να την παντρέψει με τον Χάρη (Ορέστη Λάσκο), τον γιο ενός πλούσιου φίλου του. Εν τω μεταξύ κηρύσσεται ο πόλεμος και ο Μάριος φεύγει για το μέτωπο ακριβώς τη στιγμή που στο νησί καταφθάνει ο Χάρης, με τον οποίο τελικά αρραβωνιάζεται η Αυγή.
Τις παραμονές, του γάμου τους, επιστρέφει ο Μάριος και βρίσκει την Αυγή στην αγκαλιά του Χάρη. Βέβαια, η Αυγή είναι ακόμη ερωτευμένη μαζί του κι αποφασίζουν να φύγουν κρυφά. Όμως, το μαθαίνει ο Χάρης και γονατιστός, εν ονόματι της παλιάς τους φιλίας, παρακαλά τον Μάριο να μην πάρει την Αυγή. Ο Μάριος αντιλαμβάνεται τον πόνο του επιστήθιου φίλου του και φεύγει μακριά απ’ το νησί.
Μετά από πολλά χρόνια ο Χάρης βρίσκει τον Μάριο και τον πληροφορεί πως η Αυγή, μην μπορώντας πια να ζήσει, έγινε καλόγρια. Έτσι οι δυο φίλοι ψάχνουν να την βρουν, γυρίζοντας από μοναστήρι σε μοναστήρι. Τελικά, φθάνουν στο μοναστήρι της Παναγίας της Καστριώτισσας, όπου σ’ ένα σκοτεινό κελί χαροπαλεύει η Αυγή, προσβεβλημένη από φυματίωση. Εκεί, ρωτάνε μια καλόγρια (Σωσώ Κανδύλη) αν γνωρίζει τίποτα για την Αυγή. Η καλόγρια, αναγνωρίζοντας τον Μάριο από μια φωτογραφία του που είχε η Αυγή, τους απαντά αρνητικά, για να μην ταράξει τη γαλήνη της.
Οι δύο φίλοι αποχωρούν απογοητευμένοι και ο Μάριος πνίγει τον πόνο του στις δοξαριές του βιολιού του, παίζοντας τον περιπαθή σκοπό που συνήθιζε να παίζει στην Αυγή. Εκείνη, στο άκουσμά του, συγκινείται, σηκώνεται από το κρεβάτι και με όσες δυνάμεις τής έχουν απομείνει καταφθάνει στο μέρος που έπαιζε ο Μάριος. Πέφτει στην αγκαλιά του και τα αστείρευτα δάκρυά της τρέχουν ποτάμι. Η μοίρα έμελλε να παίξει ένα τραγικό φινάλε. Η Αυγή αφήνει την τελευταία της πνοή και οι δύο φίλοι την θάβουν σε μια ακρογιαλιά του νησιού με τα ίδια τους τα χέρια. Τελικά, οι δύο φίλοι επιστρέφουν στο μοναστήρι και αφοσιώνονται στη λατρεία του Θεού, για να απαλύνουν τον πόνο της χαμένης αγάπης τους.
Σε μία από τις τελευταίες σκηνές της ταινίας, ο Μάριος, κάτω από το ίδιο φεγγάρι που φώτισε τον αγάπη τους, κρεμάει το βιολί του στον σταυρό της αγαπημένης τους, ως έναν μακάβριο φόρο τιμής και μια προσφορά στον έρωτά τους.
Ολύμπια Φιλμ
Το 1929 ο Ορέστης Λάσκος και ο Δημήτρης Τσακίρης αποχώρησαν από την DAG Film και ξεκίνησαν συνεργασία με την Ολύμπια Φιλμ του Παναγιώτη Δαδήρα, πατέρα του σκηνοθέτη Ντίμη Δαδήρα. Η πρώτη της παραγωγή ήταν το «Μακρυά απ’ τον κόσμο». Μετά την προβολή της ταινίας ο Δημήτρης Τσακίρης αναχώρησε για το Βερολίνο, ώστε να δει από κοντά την καλλιτεχνική κίνηση της πόλης, να παρακολουθήσει στο στούντιο της Ούφα τις εξελίξεις σχετικά με τον ομιλούντα κινηματογράφο, ώστε να συνεννοηθεί σχετικά και με το γύρισμα μιας ομιλούσας ταινίας και να προβεί στην προμήθεια κινηματογραφικών μηχανών τελευταίας τεχνολογίας, ισχυρών προβολέων, επίπλων και άλλων σκευών για τις εγκαταστάσεις του νέου στούντιο της «Ολύμπια Φιλμ». Το στούντιο επρόκειτο να εγκατασταθεί στο εκτεταμένο αγρόκτημα του Διευθυντή της Εταιρείας Παναγιώτη Δαδήρα, κοντά στην ακτή του Αγίου Ανδρέα.
Το 1930 υπεγράφη το Ελληνοτουρκικό Σύμφωνο Φιλίας με αποτέλεσμα την άρση της κεμαλικής απαγόρευσης της προβολής ελληνικών ταινιών στην Κωνσταντινούπολη. Έτσι ξεκίνησε και κινηματογραφική ελληνοτουρκική συνεργασία και ο Παναγιώτης Δαδήρας της Ολύμπια Φιλμ μετέβη τον Δεκέμβριο του 1930 στην Κωνσταντινούπολη για την προώθηση των ταινιών του «Μακρυά απ’ τον Κόσμο» και «Ο Αγαπητικός της Βοσκοπούλας».
Πλάνα ταινίας
Τα εξωτερικά πλάνα της ταινίας γυρίστηκαν στα όμορφα τοπία της Κέρκυρας, δηλαδή στο Πέραμα και στο Ποντικονήσι ή «Νησί των Νεκρών» όπως ονομάζεται ο πίνακας του Arnold Böcklin, στα γαλάζια δαντελωτά ακρογιάλια της Μυκόνου, καθώς και στο Άγιο Όρος με τις ιστορικές μονές Βατοπεδίου, Σίμωνος Πέτρου, της Ρωσικής Μονής του Αγ. Παντελεήμονος. Βέβαια, υπάρχουν και δυο-τρεις εσωτερικές σκηνές: η μία στο δωμάτιο του Μάριου και η δεύτερη στο κελί της Αυγής.
Συνθήκες γυρισμάτων
Σύμφωνα με τον τύπο της εποχής οι συντελεστές της ταινίας αντιμετώπισαν αρκετές δυσκολίες κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων στο Άγιο Όρος. Οι ρασοφόροι πατέρες είχαν εξαγριωθεί μετά τις σκανδαλώδεις περιγραφές και αφηγήσεις της Μαρίζ Σουαζύ και ήθελαν πάση θυσία να εμποδίσουν την άφιξη των καλλιτεχνών. Είναι γλαφυρή η περιγραφή του σκηνοθέτη Δημήτρη Τσακίρη:
«Ήταν τόση η δυσπιστία και η αγριότητα των καλόγερων, ώστε αν μας έκαναν έρευνα και ανακάλυπταν τα ράσα και τα καλυμμαύχια και τις περούκες, που είχαμε στα μπαούλα μας, ασφαλώς θα μας λιντσάριζαν».
Όταν ο θίασος της «Ολύμπια Φιλμ» έφτασε διά θαλάσσης στο Άγιο Όρος, τους υποδέχτηκαν οι μοναχοί με πυροβολισμούς, σκορπώντας πανικό στον Ορέστη Λάσκο και στους υπόλοιπους. Η δυσπιστία τους ήταν δικαιολογημένη, αφού είχαν την πληροφόρηση από την Ιερά Κοινότητα ότι εκείνες τις ημέρες θα αποβιβαζόταν κρυφά στο Άγιο Όρος ο θίασος μιας γερμανικής ταινίας, ώστε να γυρίσει μια «ακατάλληλη» ταινία.
Ευτυχώς, χάρη στην επιμονή των συντελεστών της ταινίας και κατόπιν εγγράφου αδείας της Ιεράς Κοινότητας των Μονών, κατέστη δυνατόν να γυρίσουν όλες τις σκηνές που χρειάζονταν και να απαθανατίσουν στο φιλμ τα περισσότερα από τα μεγαλοπρεπή μοναστήρια και τα υπόλοιπα τοπία του Αγίου Όρους. Οι νεόνυμφοι, Μαίρη Σαγιάνου και Πέλος Κατσέλης, μετά τα δύσκολα γυρίσματα στο Άγιο Όρος, πέρασαν τον «μήνα του μέλιτος» στην Κέρκυρα, το «Νησί των Φαιάκων».
Εισπρακτική επιτυχία
Όταν η ταινία πρωτοπροβλήθηκε στην Αλεξάνδρεια, το κοινό κατέκλυσε τον κινηματογράφο και αποθέωσε τους πρωταγωνιστές. Ανάμεσα στους θεατές ήταν και ο Γενικός Πρόξενος της Ελλάδας. Γι’ αυτόν τον λόγο αποφασίστηκε η ταινία να προβληθεί και στο Κάιρο.
Λίγο αργότερα, προβλήθηκε και στην Αθήνα, στο «Σπλέντιτ», όπου σημείωσε πρωτόφαντη επιτυχία και παίχτηκε για τέσσερις συνεχείς μήνες. Πολύ καλά πήγε και στα Χανιά, αφού εκατοντάδες θεατές συνέρρευσαν στο «Ιδαίον Άντρον» για να παρακολουθήσουν το «Μακρυά απ’ τον κόσμο».
Επίσης, οι Έλληνες της Νέας Υόρκης υποδέχτηκαν με θέρμη την ταινία και η φήμη της ήταν τόσο μεγάλη που παρατάθηκαν οι προβολές για ακόμη μια εβδομάδα. Σύμφωνα με δημοσιεύματα, περίπου 4000 Έλληνες και Ελληνίδες παρακολούθησαν ενθουσιασμένοι την ταινία και αρκετά σωματεία ζήτησαν να την δείξουν στις χοροεσπερίδες τους. Μάλιστα, η Ολύμπια Φιλμ, προκειμένου να απολαύσουν τις όμορφες εικόνες της Ελλάδας και Αμερικανοί, δήλωσε ότι σκόπευε να αναγράψει τους μεσότιτλους στα Ελληνικά και στα Αγγλικά.
Φιλολογική δίκη
Στις 9 Φεβρουαρίου 1930 το πρωί πραγματοποιήθηκε η δοκιμαστική προβολή της ταινίας στο «Σπλέντιτ». Μεταξύ των θεατών παρακολούθησε το έργο και η συγγραφέας Κική Δεκουλάκου, η οποία υποστήριξε πως το σενάριο του Ορέστη Λάσκου ήταν βασισμένο στο ευπώλητο μυθιστόρημά της «Στο Μοναστήρι» («Ο θάνατος μιας καλόγριας»), που μέχρι τότε είχε ξεπεράσει τα 17000 αντίτυπα. Η Δεκουλάκου κατέφυγε στον εισαγγελέα Κιουρτσάκη, επικαλούμενη τη μαρτυρία των Μελά, Δρόσου, Στεφάνου και άλλων συγγραφέων και δημοσιογράφων, οι οποίοι και είχαν διαβάσει το μυθιστόρημά της και παρακολούθησαν την ταινία.
Στις 11 Σεπτεμβρίου 1930 έγινε η δίκη ενώπιον του αντιεισαγγελέα Κώνστα. Οι μάρτυρες της ενάγουσας βεβαίωσαν τους ισχυρισμούς της περί λογοκλοπής και ότι ο τίτλος της ταινίας είχε χρησιμοποιηθεί σαν υπότιτλος του βιβλίου. Ως μάρτυρας κατέθεσε κι ένας υπάλληλος του βιβλιοπωλείου Ελευθερουδάκη, ο οποίος συνέστησε στον Λάσκο τη χρήση του βιβλίου προς κινηματογράφηση. Μολαταύτα, η απόφαση που εκδόθηκε ήταν κατά της Δεκουλάκου, επειδή το σενάριο αν κι έμοιαζε αρκετά με το βιβλίο, διέφερε σε γενικές γραμμές.
Τελικά, η υπόθεση έληξε στις 13 Μαρτίου 1930, αφού έφτασε μέχρι τον Πρόεδρο των Πρωτοδικών, ο οποίος αποφάνθηκε πως το σενάριο βασίστηκε στο μυθιστόρημα «Στο Μοναστήρι». Έτσι, επετράπη στην ενάγουσα να κατασχέσει προς ασφάλειά της την περιουσία της εταιρείας Ολύμπια Φιλμ μέχρι το ποσό των 30.000 δραχμών.
Κριτικές
Οι περισσότερες κριτικές ήταν γενικά καλές. Αυτό που εντυπωσίασε περισσότερο ήταν τα εξωτερικά πλάνα με τις φυσικές ομορφιές της Κέρκυρας, καθώς και η απεικόνιση της μοναστικής ζωής των καλόγερων του Άθω. Υπήρχαν αρκετές πρωτότυπες σκηνές, όπως η τελική με το χτύπημα της καμπάνας. Επίσης, η φωτογραφία στην αρχή με την ανατολή της σελήνης και στο τέλος με τον τάφο της Αυγής ήταν θαυμάσια.
Όσον αφορά τις ερμηνείες, η Μαίρη Σαγιάνου επαινέθηκε για τη φυσικότητά της, την εκφραστικότητά της, την αφέλεια που απαιτούσε ο ρόλος και την όμορφη εμφάνισή της. Μάλιστα, ο δάσκαλός της Φώτος Πολίτης (από την εποχή της Επαγγελματικής Σχολής Θεάτρου) έγραψε ότι το παίξιμό της ήταν αληθινά πνευματικό. Ο πρωταγωνιστής Δημήτρης Τσακίρης εγκωμιάστηκε από όλους για το συγκρατημένο παίξιμό του και θεωρήθηκε πραγματική αποκάλυψη. Ο Ορέστης Λάσκος ήταν επαρκέστατος στον ρόλο του Χάρη και αρκετά μετρημένος. Το ίδιο και η έμπειρη Σωσώ Κανδύλη στον ρόλο της καλόγριας.
Δυστυχώς, η ταινία είχε και πολλές εμφανείς αδυναμίες κι ελλείψεις, λόγω ανεπάρκειας τεχνικών μέσων, που φυσικά δεν πέρασαν απαρατήρητες από τον τύπο της εποχής. Τα λιγοστά εσωτερικά πλάνα δημιουργήθηκαν με πανό και χάρτινους τοίχους που έτρεμαν στον αέρα. Αλγεινή εντύπωση προκάλεσε η σκηνογραφία στο κελί της Αυγής, όπου το παράθυρο ήταν ζωγραφιστό. Αυτός ήταν και ο λόγος που τα περισσότερα πλάνα ήταν εξωτερικά, ελλείψει μέσων. Αποτυχημένη θεωρήθηκε και η φωτογραφία (μάλλον λόγω κακής εκτύπωσης). Η φωτογραφία ήταν άψυχη και οι εικόνες θύμιζαν περισσότερο καρτ-ποστάλ. Οι άλλες φωτογραφίες ήταν στερεοσκοπικές, κρυσταλλωμένες, άψυχες. Επιπροσθέτως, στις περισσότερες σκηνές η φωτογραφία δεν ήταν καθαρή, με αποτέλεσμα τα πρόσωπα να φαίνονται σκοτεινά και μαύρα, ενώ η Σαγιάνου έμοιαζε περισσότερο με ώριμη γυναίκα, παρά με νέο κορίτσι. Συν τοις άλλοις, το μακιγιάζ των ηθοποιών ήταν ελλιπές και αποτυχημένο.
Το άλλο αδύναμο σημείο της ταινίας, πέραν του τεχνικού, ήταν το σενάριο. Η υπέρμετρη δραματικότητα, τα μελαγχολικά τραγούδια, οι παράδοξες ψυχολογικές μεταπτώσεις, οι απιθανότητες και οι υπερβολικές σκηνές, όπως εκείνη με το βιολί πάνω στον σταυρό, δεν βοήθησαν στην αληθοφάνεια της ιστορίας, παρά τις προσπάθειες του Ορέστη Λάσκου. Ασφαλώς, μεγάλο ρόλο έπαιξε και η σκηνοθεσία του άπειρου Δημήτρη Τσακίρη. Τέλος, οι ηθοποιοί που απογοήτευσαν περισσότερο ήταν ο σπουδαίος κωμικός Μίμης Κοκκίνης και ο βετεράνος Ιωάννης Βονασέρας, με την υπερβολική ερμηνεία τους.
ΟΙ ΑΠΑΧΗΔΕΣ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ
Η δεύτερη ταινία που γύρισε η Μαίρη Σαγιάνου-Κατσέλη ήταν η ασπρόμαυρη ηχητική και άδουσα «Οι Απάχηδες των Αθηνών», παραγωγή της Dag Film από την ομώνυμη οπερέτα των Νίκου Χατζηαποστόλου και Γιάννη Πρινέα. Σκηνοθέτης ήταν ο Δημήτρης Γαζιάδης και σεναριογράφος ο Γιάννης Πρινέας. Η φωτογραφία ήταν του Μιχάλη Γαζιάδη.
Στην ταινία πρωταγωνιστούσαν η Μαίρη Σαγιάνου στον ρόλο της Τιτίκας, ο Πέτρος Επιτροπάκης στον ρόλο του Πρίγκιπα, ο Πέτρος Κυριακός στον ρόλο του Καρκαλέτσου, ο Γιάννης Πρινέας στον ρόλο του Καρουμπά, η Μαρία Μαντινειού στον ρόλο της γεροντοκόρης θείας Αρετούσας, η Στέλλα Χριστοφορίδου στον ρόλο της Βέρας Παραλή, ο Γεώργιος Χριστοφορίδης στον ρόλο του Ξενοφώντα Παραλή, ο Άγγελος Χρυσομάλλης στον ρόλο του συμβολαιογράφου, η Μαρία Πρινέα στον ρόλο της Βαρβάρας, ο Νίκος Περδίκης στον ρόλο του ιδιωτικού γραμματέα Ζηνόβιου Κυριακού, η Τιτίκα Σοφιάδου στον ρόλο της δασκάλας, ο Κώστας Πομόνης στον ρόλο του φίλου του Ζηνόβιου Κυριακού, η Ρεβέκκα (Όλγα Βαλτετσιώτη) στον ρόλο της νεόπλουτης, ο Βασίλης Αφεντάκης στον ρόλο του ταβερνιάρη, ο Ηρακλής Χαλκιόπουλος, ο Κωνσταντίνος Βατίστας και ο Ευάγγελος Βακόντιος.
Σύμφωνα με δημοσιεύματα της εποχής, στο έργο επρόκειτο να πρωταγωνιστήσει ο ερασιτέχνης ηθοποιός Μιχαήλ Παύλου. Τελικά, στον ρόλο του πρίγκιπα κλήθηκε ο Λυκούργος Καλαποθάκης, ο πρώτος διδάξας σε αυτόν τον ρόλο, αλλά λόγω σοβαρής ασθένειας δεν κατάφερε να λάβει μέρος.
Ο Νίκος Χατζηαποστόλου έγραψε ειδικά για την ταινία τρία καινούρια τραγούδια: «Τι μάτια!» που πρωτοτραγούδησαν ο Πέτρος Επιτροπάκης και η Βιλελμίνα (Μίνα) Κυριακού, «Σαν γλυκό όνειρο» που πρωτοτραγούδησε η Βιλελμίνα (Μίνα) Κυριακού και «Ο Κόσμος είναι ψέμα» που πρωτοτραγούδησε ο Νίκος Μωραΐτης. Επίσης, συνέθεσε κι ένα ποτ-πουρί που παίχτηκε ως εισαγωγή.
Η ταινία έκανε πρεμιέρα στις 28 Απριλίου 1930 στο Αττικόν στην Αθήνα και προβλήθηκε για περίπου ένα μήνα, μετά από απαίτηση του κοινού. Έγιναν προβολές σε πολλές ακόμη πόλεις της Ελλάδας (Θεσσαλονίκη, Πειραιά, Πάτρα, Βόλο, Δράμα, Καβάλα, Καλαμάτα, Μυτιλήνη, Σέρρες, Κοζάνη, Ηράκλειο, Χανιά), καθώς και στο εξωτερικό (Τουρκία, στην Κωνσταντινούπολη, Αίγυπτο, στην Αλεξάνδρεια και στο Κάιρο, Αγγλία, Σουηδία, Νορβηγία).
Υπόθεση
Η ταινία είναι βασισμένη στην ομώνυμη οπερέτα των Νίκου Χατζηαποστόλου και Γιάννη Πρινέα, που παίχτηκε με τεράστια επιτυχία στην Αθήνα την περίοδο 1921-22. Η οπερέτα απαρτιζόταν από τρεις πράξεις και η ταινία από έξι μέρη, χωρίς, όμως, να υπάρχει ακριβής αντιστοιχία. Ο λιμπρετίστας της όπερας, Γιάννης Πρινέας, έκανε αυτοπροσώπως τη διασκευή, αφαιρώντας τις σκηνές εκείνες, που κατά την κρίση του σκηνοθέτη θα μπορούσαν να σοκάρουν τους θεατές. Επίσης, προστέθηκαν και ρόλοι που δεν υπήρχαν στην οπερέτα.
Η ταινία ξεκινάει με πλάνα από διάφορες περιοχές της Αθήνας, όπως η Οδός Πατησίων, η Πλάκα κ.λ.π. Στη συνέχεια βλέπουμε την ιστορία ενός φτωχού νέου, του Κώστα Λαμπέτη (αν και στους γαλλικούς μεσότιτλους αναγράφεται ως «Pierre Lambetis»), ο οποίος φέρει το ψευδώνυμο «Πρίγκιπας» (Πέτρος Επιτροπάκης), λόγω της θωριάς του και της φινέτσας του, με τη φτωχή ανθοπώλιδα Τιτίκα (Μαίρη Σαγιάνου), με την οποία έχει αναπτύξει ειδύλλιο.
Ο Πρίγκιπας έχει και δύο επιστήθιους φίλους, τον Καρουμπά (Γιάννης Πρινέας) και τον Καρκαλέτσο (Πέτρος Κυριακός), με τους οποίους συνήθως μπεκροπίνει στο οινοπωλείο «Κληματαριά» του Μπάρμπα-Ανδρέα (Βασίλης Αφεντάκης).
Η σχέση των δύο ερωτευμένων νέων θα ταραχτεί, όταν ο Πρίγκιπας γνωρίσει την όμορφη Βέρα (Στέλλα Χριστοφορίδου), την κόρη ενός πλούσιου ομογενούς άρτι επαναπατρισθέντος εξ Αμερικής, του Ξενοφώντα Παραλή (Γεώργιος Χριστοφορίδης). Η Βέρα λατρεύει την ιππασία και συχνά κάνει περίπατο έφιππη, αλλά μια μέρα αφηνίασε το άλογό της κι ευτυχώς βρέθηκε κατά τύχη εκεί ο Πρίγκιπας και την έσωσε.
Ο ιδιωτικός γραμματέας του Παραλή, Κλέων ή Ζηνόβιος Κυριακός, όπως ανέγραφαν οι μεσότιτλοι (Νίκος Περδίκης), είναι ερωτευμένος με τη Βέρα, αλλά ο πατέρας της δεν τον εγκρίνει. Έτσι, ο Κλέων, μαζί με τον φίλο του Νίκο (Κώστας Πομόνης), καταστρώνει ένα πανούργο σχέδιο να παρουσιάσει τον Πρίγκιπα ως επίδοξο γαμπρό αριστοκρατικής καταγωγής.
Η Βέρα αποφασίζει να γιορτάσει τα γενέθλιά της στο αρχοντικό της οικογενείας της και δίνει δεξίωση. Ανάμεσα στους πολλούς προσκεκλημένους κάνει την εμφάνισή του και ο Πρίγκιπας, που δεν άργησε να τον αναγνωρίσει. Βέβαια, η άφιξη των γκαφατζήδων φίλων του, Καρουμπά και Καρκαλέτσου, προκαλεί κομφούζιο. Στο αρχοντικό καταφθάνει και η Τιτίκα, η οποία «πιάνει στα πράσα» τη Βέρα και τον Πρίγκιπα να φιλιούνται. Το τέλος είναι αίσιο, αφού ο Πρίγκιπας αποφασίζει να ζήσει τελικά με τη φτωχή Τιτίκα και όχι με το πλουσιοκόριτσο.
Συγχρονισμός ήχου και μουσικής
Ο σκηνοθέτης της ταινίας Δημήτρης Γαζιάδης είχε δηλώσει πως είχαν φέρει φωτιστικά εξαρτήματα από τα πιο τελειοποιημένα που χρησιμοποιούσαν τα αρτιότερα γερμανικά κινηματογραφικά στούντιο της εποχής εκείνης, προβολείς μεγάλης έντασης, καθώς και άλλα μηχανήματα, για την αψεγάδιαστη παρουσίαση της ταινίας. Η ταινία παρουσιάστηκε ως ηχητική και άδουσα και για να το πετύχουν αυτό, ενέγραψαν τη μουσική, τα τραγούδια και μερικούς ήχους σε πλάκες με το σύστημα φωνοληψίας Odeon σε δίσκους γραμμοφώνου συνοδεία ορχήστρας από εξήντα όργανα. Ύστερα συγχρόνισαν την ταινία με τη μουσική και τα τραγούδια και όχι το αντίθετο, όπως συνηθιζόταν.
Κριτικές
Οι «Απάχηδες» θεωρήθηκαν ως η αρτιότερη μέχρι τότε ελληνική ταινία και η απαρχή μιας νέας λαμπρής εποχής για τον ελληνικό κινηματογράφο. Ο Γιάννης Πρινέας, που είχε γράψει το λιμπρέτο της οπερέτας, έγραψε και το σενάριο της ταινίας προσαρμόζοντάς το στις κινηματογραφικές ανάγκες. Έτσι, συνέτμησε όλες τις μεγάλες σκηνές, ώστε να κρατήσει το ενδιαφέρον των θεατών, με εξαίρεση τη σκηνή της ταβέρνας και δύο άλλες. Ο Πρινέας επικεντρώθηκε περισσότερο στο ηθογραφικό μέρος του έργου και λιγότερο στο αισθηματικό, με αποτέλεσμα να παρελάσουν επί της οθόνης διάφοροι χαρακτηριστικοί τύποι ηθογραφίας, με αποκορύφωμα τον Καρουμπά και τον Καρκαλέτσο.
Καθοριστικό ρόλο στην επιτυχία της ταινίας έπαιξε η πολύ καλή σκηνοθεσία του Δημήτρη Γαζιάδη. Ο Γαζιάδης με την κάμερά του κατάφερε να αποτύπωσει με εικονοπλαστική ευγλωττία την προπολεμική Αθήνα με τα χαμίνια να παίζουν πετροπόλεμο, τις φτωχογειτονιές, τα χαμόσπιτα με τα ξύλινα παντζούρια, τους απάχηδες να χασομερούν στα καπηλειά κ.ά. Κατέγραψε εικόνες της Αθήνας του ’30 με τα τραμ, τα λιγοστά αυτοκίνητα, τα πρώτα ταξί, τους τροχονόμους, τα αγυιόπαιδα, τα σκυλιά να περιφέρονται στα στενοσόκακα. Επίσης, πέτυχε, να δείξει τις κοινωνίες των δύο ταχυτήτων της εποχής εκείνης, των φτωχών και των πλουσίων, καθώς και την αιώνια πάλη τους. Ο Ξενοφών Παραλής με τον φαιδρό του χαρακτήρα, που τηλεφωνεί στον βιβλιοπώλη για να παραγγείλει βιβλία με την οκά μόνο και μόνο για να διακοσμήσει τη βιβλιοθήκη του, καυτηρίαζε τον νεοπλουτισμό. Πολύ ορθή ήταν και η εναλλαγή των δραματικών σκηνών με τις κωμικές, επηρεασμένος ο σκηνοθέτης από τον δάσκαλό του Georg Wilhelm Pabst.
Ο έτερος Γαζιάδης, ο Μιχάλης, επαινέθηκε για την έξοχη φωτογραφία του, φανερά βελτιωμένη σε σχέση με τις προηγούμενες ταινίες της Dag Film, ιδιαίτερα στα εξωτερικά πλάνα. Σε αυτό συνετέλεσαν οι καλοί φωτισμοί της ταινίας. Ο Γαζιάδης παίζοντας συνεχώς με το φως και τις σκιές, έδειξε τη συναισθηματική φόρτιση των ηρώων μέσα από τις κατάλληλες γωνίες λήψης. Έτσι, τα κοντινά του πλάνα και ιδιαίτερα της Σαγιάνου και της Χριστοφορίδου είναι αψεγάδιαστα. Ειδική μνεία έκανε ο τύπος της εποχής στο επιτυχημένο ντεκουπάζ των σκηνών, με εξαίρεση τις σκηνές της ταβέρνας και της δεξίωσης, που τράβηξαν περισσότερο, ώστε να δώσουν εντονότερο το ηθογραφικό χρώμα.
Σχεδόν όλοι οι ηθοποιοί της ταινίας ενθουσίασαν κοινό και κριτικούς. Πρώτη από όλους η Μαίρη Σαγιάνου, που με περισσή εκφραστικότητα, χωρίς ερμηνευτικές εξάρσεις και θεατρινισμούς, υποδύθηκε τη φτωχή ανθοπώλιδα. Παρά τη βραχεία εμφάνισή της, κατάφερε να πείσει και να συγκινήσει με την απλότητα των εκφράσεών της, τις μετρημένες κι ευγενικές κινήσεις της, τη φωτογένειά της και το νωχελικό της βάδισμα. Γι’ αυτό είχε χαρακτηριστεί ως η πρώτη Ελληνίδα σταρ του κινηματογράφου και η μεγαλύτερη ελπίδα της εποχής.
Στο πλευρό της στάθηκε επάξια ο Πέτρος Επιτροπάκης ως Πρίγκιπας, παίζοντας με λεπτότητα κι εκφραστικότητα, προσόντα ενός καλού ζεν πρεμιέ. Ξεχωριστή ήταν η πρώτη του σκηνή στη σοφίτα, όπου θύμισε κάπως τον Ramon Novarro και τον Rodolfo Valentino. Ο κόσμος τον γνώριζε ως τενόρο, μάλιστα τραγουδάει στο φιλμ, αλλά εντυπωσιάστηκε και με τις επιδόσεις του σαν ηθοποιός.
Βέβαια, οι σκηνές που έκλεψαν την παράσταση ήταν αυτές των Καρούμπα-Καρκαλέτσου, που με τις γκάφες τους προκάλεσαν τη θυμηδία του κοινού. Ο Γιάννης Πρινέας έπαιξε έξοχα τον ρόλο που πρωτοδημιούργησε στη σκηνή με φυσικότητα. Αντίστοιχα, ο Πέτρος Κυριακός, που υποδύθηκε τον ίδιο ρόλο και στο πρώτο ανέβασμα της οπερέτας, ήταν καλός, αλλά πιο υποτονικός.
Η Στέλλα Χριστοφορίδου (αδερφή του Περικλή Χριστοφορίδη) ήταν πολύ καλή στον ρόλο της Βέρας. Ήξερε να στήνεται στην κάμερα και εξέπεμπε μια δροσιά και μια φρεσκάδα το παίξιμό της. Δυστυχώς, δεν κατόρθωσε να αποφύγει ορισμένες υπερβολές, ενώ το κακό μακιγιάζ την αδίκησε.
Ο Γεώργιος Χριστοφορίδης, πατέρας της Στέλλας Χριστοφορίδου και στο έργο και στη ζωή, έδειξε την εμπειρία του και χάρισε αρκετές σκηνές ανθολογίας και αυτοσαρκασμού, όπως η σκηνή που τρώει ακατάπαυστα.
Θετικές εντυπώσεις άφησε και η κεφάτη Μαρία Μαντινειού-Λάσκαρη, στον ρόλο της γεροντοκόρης θείας Αρετούσας, ρόλο που έπαιξε και στη δεύτερη κινηματογραφική μεταφορά του έργου το 1950. Μνημειώδης η σκηνή όπου κάθεται στο τραπέζι και καρφώνει ένα μήλο και στη συνέχεια καθαρίζει μια μπανάνα. Κάποιοι κριτικοί παρατήρησαν σπατάλη στις χειρονομίες τόσο της Μαντινειού όσο και του Χριστιφορίδη.
Ανάμεσα στους δευτερεύοντες ρόλους, ξεχώρισε και ο Νίκος Περδίκης με το ανάλαφρο και φίνο παίξιμό του. Ο Βασίλης Αφεντάκης εμφανίστηκε ελάχιστα στην ταινία, αλλά κατάφερε να πείσει ως ταβερνιάρης με το μουστάκι του και το εκτόπισμά του. Επίσης, ο Άγγελος Χρυσομάλλης υποδύθηκε ωραία τον ρόλο του συμβολαιογράφου. Ο Χρυσομάλλης είχε ξανασυνεργαστεί με την Μαίρη Σαγιάνου και στο φιλμ «Φίλησέ με Μαρίτσα», όπου έπαιξε τον θείο της.
Ένα από τα πλεονεκτήματα της ταινίας ήταν τα ωραία τοπία και τα φυσικά σκηνικά. Μάλιστα, για τη βίλα όπου δόθηκε η δεξίωση, χρησιμοποιήθηκε το βασιλικό ανάκτορο του Τατοΐου και όλο το δάσος του.
Φυσικά, η εξαιρετική μουσική του Νίκου Χατζηαποστόλου, καθώς και τα καινούρια τραγούδια που έγραψε, ενθουσίασαν το κοινό. Όμως, ο συγχρονισμός μουσικής και ήχου με την κίνηση των ηθοποιών ήταν ανεπιτυχής. Για παράδειγμα, ακούγεται η φωνή του Πέτρου Κυριακού την ώρα που εκείνος χασμουριέται ή πίνει ή έχει κλειστό το στόμα του. Αλλά και οι υπόλοιποι ήχοι (κρότος τρένου, αυτοκινήτου) δεν αποδόθηκαν καθαρά.
Η σκηνή που εξόργισε περισσότερο, κυρίως τους δημοσιογράφους, ήταν ο πετροπόλεμος μεταξύ των παιδιών στην πλατεία του Θησείου. Τότε, αρκετοί αμφισβήτησαν κατά πόσον αποτελούσε ηθογραφία μια τέτοια σκηνή, αφού θεωρούσαν πως ήταν δυσφήμιση για την Αθήνα η εικόνα με τις ομηρικές συμπλοκές των αγυιόπαιδων και τους νοικοκυραίους να κλείνουν τα παράθυρα των σπιτιών τους για να προστατευτούν από τις πέτρες.
Εισπρακτική επιτυχία
Όταν οι «Απάχηδες των Αθηνών» προβλήθηκαν στο Αττικόν στην Αθήνα, άρεσαν τόσο πολύ στο κοινό, που παρατάθηκαν οι προβολές. Κύριο συστατικό της επιτυχίας ήταν οι διάφοροι καθημερινοί τύποι που πρωταγωνίστησαν στο έργο και με τους οποίους ήταν εξοικειωμένοι οι θεατές, αφού τους συναντούσαν στο πεζοδρόμιο, στις ταβέρνες κ.λ.π.
Κοσμοπλημμύρα σημειώθηκε στο Κουρσάλ του Καΐρου, όπου ο κόσμος έσπευσε να απολαύσει τη νέα ταινία της Dag Film. Μεταξύ των επισήμων, παρέστησαν ο πρέσβης Μεταξάς και ο Γενικός Πρόξενος Σοφιανός. Πριν από την προβολή των «Απάχηδων», προβλήθηκε το «Νταγκ-Ζουρνάλ».
Μεγάλη επιτυχία σημείωσε η ταινία και στην Αλεξάνδρεια, ενώ ο κινηματογράφος Opéra στην Κωνσταντινούπολη έσπασε κάθε ρεκόρ.
Δυστυχώς, η διεύθυνση του κινηματογράφου Ολύμπια στην Καβάλα διέκοψε την προβολή της ταινίας, αφού εστάλη από τη Δράμα κατεστραμμένη. Αντ’ αυτού προβλήθηκε η γαλλική ταινία «Ο ευκολότερος δρόμος» και την επόμενη μέρα η «Ελληνική Ραψωδία» με την πρώτη Μις Ελλάς, την Ντίνα Σαρρή.
Αποκατάσταση της ταινίας
Η ταινία «Οι Απάχηδες των Αθηνών» θεωρείτο για πολλά χρόνια χαμένη, μέχρι που βρέθηκε μια κόπια πριν τέσσερα χρόνια στην Ταινιοθήκη της Βρετάνης, η οποία ενημέρωσε την Ταινιοθήκη της Γαλλίας, ρωτώντας την αν ενδιαφέρεται να την προσθέσει στη συλλογή της. Η Ταινιοθήκη της Γαλλίας αντέδρασε άμεσα και την μετέφερε στο Παρίσι. Ο Κώστας Γαβράς ενημέρωσε την Ταινιοθήκη της Ελλάδος και έθεσε το όλο εγχείρημα υπό την αιγίδα του. Το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος ανέλαβε τη χρηματοδότηση της ταινίας κι έγινε αποκλειστικός δωρητής αυτής της σπουδαίας αποκατάστασης.
Η Ταινιοθήκη της Ελλάδος, με υπεύθυνη αποκατάστασης την Ηλέκτρα Βενάκη, εξασφάλισε την πολύτιμη βοήθεια της Σελίν Ρουιβό, Διευθύντριας Συλλογών της Ταινιοθήκης της Γαλλίας, και επέλεξε για την ψηφιοποίηση της κόπιας από εύφλεκτο υλικό, το διεθνώς αναγνωρισμένο εργαστήριο L’ Immagine Ritrovata της Μπολόνια, το οποίο διαθέτει πλέον εργαστήρια και στο Παρίσι.
Με την πολύτιμη βοήθεια του Αλέξανδρου Ευκλείδη, Καλλιτεχνικού Διευθυντή της Εναλλακτικής Σκηνής της ΕΛΣ, συγκροτήθηκε η ομάδα της μουσικής ανασύνθεσης της ηχητικής μπάντας της ταινίας και επιλέχθηκε το Κέντρο Ελληνικής Μουσικής ως βασικός συνεργάτης.
Όλα ξεκίνησαν ουσιαστικά τον Ιούνιο του 2018. Μέχρι τότε τα μόνα διαθέσιμα στοιχεία για την ταινία βασιζόντουσαν στο έντυπο υλικό που έχει διασωθεί σε αρχεία. Η κόπια που βρέθηκε ήταν μια κόπια προβολής, αρκετά ταλαιπωρημένη, με αρκετές κολλήσεις, σκουπίδια, γραμμές και με γαλλικούς μεσότιτλους. Με την υπογραφή της σύμβασης με το εργαστήριο της Μπολόνια τον Μάρτιο 2019, η Ταινιοθήκη της Γαλλίας έστειλε την κόπια από εύφλεκτο υλικό στο παράρτημα του εργαστηρίου στο Παρίσι. Από εκεί, η κόπια έφτασε με ασφάλεια, σύμφωνα με τις υψηλές προδιαγραφές του εργαστηρίου, στη Μπολόνια για να γίνει «υγρό σκανάρισμα» της κόπιας. Ο Νίκος Σαββάτης ανέλαβε την απόδοση των γαλλικών μεσότιτλων στα ελληνικά, αφού οι πρωτότυποι ελληνικοί μεσότιτλοι είχαν χαθεί.
Ένα πρόβλημα που έπρεπε να αντιμετωπιστεί στη διάρκεια της ψηφιοποίησης αφορούσε τα καρέ της ταινίας. Εκείνη την εποχή, στο πέρασμα από τον βωβό κινηματογράφο στον ομιλούντα, οι ταινίες γυριζόντουσαν και παιζόντουσαν σε διαφορετικά καρέ. Όμως οι βωβές ταινίες ή οι ταινίες που συνοδευόντουσαν από συγχρονισμένους ή μη δίσκους γραμμοφώνου, είχαν τη δυνατότητα επιλογής ταχύτητας. Έγιναν πολλά τεστ με το εργαστήριο της Μπολόνια και του Παρισιού, παρουσία εκπροσώπων της Γαλλικής και της Ελληνικής Ταινιοθήκης, μέχρι να βρεθούν τα σωστά καρέ με τα οποία γυρίστηκε η ταινία και με τα οποία έπρεπε να προβληθεί ώστε να μην «τρέχουν» οι ηθοποιοί.
Ήταν απαραίτητη προϋπόθεση ώστε να μπορέσει ο Γιάννης Τσελίκας, από το Κέντρο Ελληνικής Μουσικής, να αρχίσει να επενδύει μουσικά την ταινία με κομμάτια από την παρτιτούρα της οπερέτας.
Επίσης, αποφασίστηκε να διατηρηθούν τα χρώματα στην αρχή και στο τέλος της ταινίας, προς το κίτρινο/σέπια στην αρχή και προς το μπλε στο τέλος, μια πρακτική που συνηθιζόταν στις προβολές της εποχής.
Η ταινία όταν προβλήθηκε στην εποχή της, συνοδευόταν από δίσκους με μουσική και τραγούδια από την διάσημη ομώνυμη οπερέτα των Πρινέα -Χατζηαποστόλου. Ο Γιάννης Σαμπροβαλάκης του Κέντρου Ελληνικής Μουσικής έκανε αναζήτηση στα μουσικά αρχεία εντός και εκτός της χώρας για την εύρεση των δίσκων που πιθανότατα συνόδευαν την ταινία.
Τέλος σημαντική ήταν και η συμβολή των συλλεκτών και μουσικολόγων Στάθη Αρφάνη, Νίκου Διονυσόπουλου, Μανώλη Σειραγάκη και Γιώργου Σπανού.
Παγκόσμια πρεμιέρα
H πρώτη παγκόσμια προβολή της αποκατεστημένης ταινίας «Οι Απάχηδες των Αθηνών» έλαβε χώρα στις 15 Φεβρουαρίου 2020 στις 20:00 στην Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, με ελεύθερη είσοδο (με δελτία προτεραιότητας).
Η προβολή έγινε με τη συμμετοχή της Εθνικής Συμφωνικής Ορχήστρας της ΕΡΤ σε διεύθυνση Αναστάσιου Συμεωνίδη, καθώς και των μονωδών της Εθνικής Λυρικής Σκηνής Χρήστου Κεχρή, Μιράντας Μακρυνιώτη και Άννας Στυλιανάκη.
ΦΙΛΗΣΕ ΜΕ ΜΑΡΙΤΣΑ
Η τελευταία ταινία που γύρισε η Μαίρη Σαγιάνου-Κατσέλη ήταν μια ακόμη παραγωγή της Dag Film, με οικονομικό διευθυντή τον Κώστα Γαζιάδη, η ασπρόμαυρη ηχητική και άδουσα (με τη μέθοδο του γραμμοφώνου) «Φίλησέ με Μαρίτσα», που σκηνοθέτησε ο Δημήτρης Γαζιάδης.
Το σενάριο ήταν του Δημήτρη Μπόγρη, γνωστός ήδη από τις θεατρικές επιτυχίες του, σε συνεργασία με τον Μιχάλη Γαζιάδη, που ήταν και ο διευθυντής φωτογραφίας. Τη μουσική είχε γράψει ο Γρηγόρης Κωνσταντινίδης.
Στην ταινία πρωταγωνιστούσαν η Μαίρη Σαγιάνου στον ρόλο της Μαρίτσας, ο Άρης Μαλλιαγρός στον ρόλο του Άρη Βράμη, ο Εμμανουήλ (Μίμης) Καντιώτης στον ρόλο του Μίμη, ο Νέστωρ Παλμύρας στον ρόλο του επιχειρηματία Βράμη, η Λίτσα Λαζαρίδου στον ρόλο της Σούζη, ο Άγγελος Χρυσομάλλης στον ρόλο του Πράπα, θείου της Μαρίτσας, ο Νίκος Περδίκης, ο Επαμεινώνδας Χέλμης, η Εύα Μπενάκη, ο Κώστας Πομόνης, ο Περικλής Πλεμενίδης, η Τιτίκα Σοφιάδου, ο Γιάννης Σπαρίδης, ο Δημήτρης Βερώνης, ο Παύλος Βεράρδος και η Παρασκευή Βεράρδου.
Στην ταινία ακούγονταν δύο τραγούδια: «Ξύπνα – Ξύπνα» που ερμήνευε ο Άρης Μαλλιαγρός και «Μες στα μάτια τ’ Απρίλη». Και τα δύο ήταν σε μουσική και στίχους Γρηγόρη Κωνσταντινίδη.
Η ταινία έκανε πρεμιέρα στις 15 Δεκεμβρίου 1930 στην Αθήνα στον κινηματογράφο «Σπλέντιτ». Προβλήθηκε σε πολλές ακόμη πόλεις, όπως: Πειραιά, Θεσσαλονίκη, Πάτρα, Βόλο, Πύργο, Καβάλα, Κάιρο, Κωνσταντινούπολη. Στην Αλεξάνδρεια, προβλήθηκε στον «Αμερικάνικο Κοσμογράφο», μαζί με το φιλμάκι «Μια πρόβα στα πεταχτά» (ή «Μια πρόβα στα γρήγορα») με τον Τέτο Δημητριάδη και τον Basil Fomeen, καθώς και η «Εφημερίδα Νταγκ» με τα τελευταία γεγονότα της Ελλάδας.
Υπόθεση
Πρόκειται για μια εύθυμη οπερέτα και σύμφωνα με τον τύπο της εποχής ήταν η πρώτη ελληνική ηχητική και άδουσα κινηματογραφική οπερέτα. Η υπόθεση έμοιαζε πολύ απλή, αλλά με μια ελαφρά ηθογραφική και φιλοσοφική χροιά. Οι διαφημίσεις της ταινίας υπόσχονταν δεξιώσεις, σαλόνια, χορούς, έρωτες, πλούσιους, μπαρ, γλεντζέδες, δασκάλους, χωρικούς, μπαλέτα, μεγαλοβιομηχάνους, πικ-νικ, αυτοκίνητα, μουσικούς, γάμους κ.λ.π.
Μια όμορφη νεαρή επαρχιωτοπούλα, ένας χαριτωμένος «διάβολος», η Μαρίτσα (Μαίρη Σαγιάνου), η ανιψιά του Πράπα (Άγγελος Χρυσομάλλης), του προέδρου της κοινότητας Πιπέρι, αντιλαμβάνεται πως δεν μπορεί να ζήσει άλλο στο συντηρητικό περιβάλλον του χωριού και θέλει να αναζητήσει την τύχη της στην πρωτεύουσα. Στην Αθήνα πιστεύει ότι θα βρει την αληθινή χαρά και τη μεγάλη ζωή.
Η κατάλληλη ευκαιρία δεν άργησε να εμφανιστεί. Έτσι, μια μέρα επισκέπτεται το χωριό της ένας τολμηρός επιχειρηματίας, ο συμπολίτης της Βράμης (Νέστωρας Παλμύρας), μαζί με τον γιο του Άρη (Άρης Μαλλιαγρός), με την ελπίδα να ανακαλύψει πηγές πετρελαίων.
Ο Άρης είναι ένας γλεντοκόπος νέος, που το μόνο του ενδιαφέρον είναι να σπαταλάει μαζί με τον φίλο του Μίμη (Μίμη Καντιώτη) και τη φιλενάδα του Σούζη (Λίτσα Λαζαρίδου) τα χρήματα που κέρδιζε ο πατέρας του από τις επιχειρήσεις.
Η Μαρίτσα είδε στο πρόσωπο του Άρη τον άνθρωπο που θα την βοηθούσε να εκπληρώσει τα όνειρά της. Έτσι, ως πανούργο θηλυκό, κατόρθωσε με ένα πονηρό τέχνασμα να την πάρει ο Άρης μαζί του στην Αθήνα. Η ηρωίδα σιγά σιγά καταλαβαίνει πως έχει ερωτευτεί τον Άρη, αλλά εκείνος είναι μπλεγμένος με τη Σούζη.
Η Μαρίτσα, όμως, νίκησε την αντίπαλό της και τους χώρισε. Ύστερα από μια σκηνή μέσα σε ένα κέντρο διασκεδάσεως, ο Άρης και η Μαρίτσα νιώθουν πως δεν μπορούν να ζήσουν ο ένας δίχως τον άλλο. Τελικά, παρά την αντίδρασή των γονιών του Άρη, η Μαρίτσα οδηγεί τον αγαπημένο της με φράκο και ημίψηλο καπέλο σε μια μικρή εκκλησία για να τον στεφανωθεί.
Γυρίσματα – Προβολή
Για να ολοκληρωθεί η ταινία, πέρασαν περίπου οκτώ μήνες. Γυρίστηκε κατά τα ¾ σε στούντιο, πρωτοφανές γεγονός για τα τότε ελληνικά κινηματογραφικά χρονικά, αφού όλα τα φιλμ μέχρι τότε γυρίζονταν ως επί το πλείστον στο ύπαιθρο. Η ταινία προβλήθηκε συνοδεία μουσικής γραμμοφώνου μαζί με επίκαιρα της DAG Film, μεταξύ των οποίων και το «Ματς: Ελλάδος – Βουλγαρίας».
Εισπρακτική αποτυχία
Το «Φίλησέ με Μαρίτσα» προβλήθηκε την περίοδο της μετάβασης από τον βωβό στον ομιλούντα κινηματογράφο. Οι περισσότερες ξένες ταινίες ήταν ηχητικές, με αποτέλεσμα οι ελληνικές βουβές προσπάθειες να μην ευδοκιμήσουν. Θύμα αυτής της κατάστασης ήταν και η Dag Film.
Δυστυχώς, οι δύο τελευταίες της ταινίες, «Φίλησέ με Μαρίτσα» και «Έξω φτώχεια», αν και παρουσιάστηκαν σαν ηχητικές με τη μέθοδο των δίσκων γραμμοφώνου, απέτυχαν εμπορικά κι επισφράγισαν τη διάλυση της Dag Film, της πρώτης ουσιαστικά οργανωμένης ελληνικής κινηματογραφικής παραγωγής.
Βέβαια, η ταινία σημείωσε επιτυχία στον Βόλο, όπου ο κόσμος συνέρρεε για να απολαύσει τη Μαίρη Σαγιάνου. Πολύ καλά τα πήγε και στην πρεμιέρα της στην Αλεξάνδρεια, παρά τις αντίξοες καιρικές συνθήκες.
Κριτικές
Το «Φίλησέ με Μαρίτσα», θεωρήθηκε μια σοβαρότατη πρόοδος της ελληνικής κινηματογραφικής παραγωγής, σε σχέση με τα προηγούμενα δράματα και ηθογραφίες. Η μεγαλύτερη επιτυχία της ήταν η εκλογή των ηθοποιών, που αν και είχαν κυρίως θεατρική εμπειρία, προσαρμόστηκαν εύκολα στο κινηματογραφικό περιβάλλον.
Η Μαίρη Σαγιάνου τράβηξε και πάλι τα βλέμματα και χαρακτηρίστηκε ως η μοναδική Ελληνίδα ενζενί του σινεμά, η οποία εξελισσόταν συνεχώς. Η ερμηνεία της ήταν άλλοτε σοβαρή, λεπτή και συγκρατημένη κι άλλοτε λυρική και ασυγκράτητη.
Όπλα της η εκφραστικότητα του προσώπου της και η πλαστικότητα του σώματός της. Το μόνο αρνητικό ήταν κάποιες φορές το χοντροκομμένο κωμικό παίξιμό της, που ούτως ή άλλως απαιτούσε ο ρόλος της.
Πλάι της ο συμπαθέστατος Άρης Μαλλιαγρός, που έπαιξε φυσικά κι ανεπιτήδευτα και εκθειάστηκε από όλους. Το ίδιο και ο Μίμης Καντιώτης, ο οποίος ήταν γενικά καλός, αν και υπερβολικός σε χειρονομίες.
Η Λίτσα Λαζαρίδου έπεισε (όχι όλους, αφού κάποιοι την χαρακτήρισαν «ακατάλληλη» για τον κινηματογράφο) στον ρόλο της χαριτωμένης σουμπρέτας, όπως και η Εύα Μπενάκη στο μοναδικό τύπο της σατανικής (βαμπ) γυναίκας, στα πρότυπα της Theda Bara. Από τους δευτερεύοντες ανδρικούς ρόλους, καλύτερος όλων ήταν ο Επαμεινώνδας Χέλμης, αν και χονδροειδής μερικές στιγμές.
Η ζωηρή κι ευχάριστη μουσική του Γρηγόρη Κωνσταντινίδη «έντυσε» πολύ όμορφα το έργο και ο συγχρονισμός της ήταν ικανοποιητικός. Η σκηνοθεσία του Δημήτρη Γαζιάδη ξεχώρισε από προηγούμενες δουλειές, λόγω της εμφανούς επιμέλειάς της. Επίσης, η ταινία είχε πολύ φροντισμένα σκηνικά και κοσμοπολίτικο αέρα, που την διέκρινε από τις άλλες παραγωγές.
Δυστυχώς, το «Φίλησέ με Μαρίτσα», αν και με το μπουφόνικο παίξιμο των ηθοποιών θύμιζε τις αντίστοιχες γαλλικές φάρσες, δεν είχε τη δική τους φινέτσα. Οι περισσότεροι έπαιζαν υπερβολικά, στα όρια της φαιδρότητας.
Ο Γαζιάδης δεν εκμεταλλεύτηκε όσο έπρεπε τη Σαγιάνου και την υποχρέωσε σε κωμικούς εξωφρενισμούς που δεν προσιδίαζαν στο στυλ της.
Άλλη αδυναμία της ταινίας ήταν η συνεργασία σκηνοθέτη και σεναριογράφου. Ο Δημήτρης Γαζιάδης θα μπορούσε να αντιμετωπίσει διαφορετικά το έργο του Δημήτρη Μπόγρη και να προκύψει μια αισθηματική κομεντί αντί φάρσας.
Από τεχνικής απόψεως, μόνο η φωτογραφία δεν ήταν άρτια, αφού σε μερικά πλάνα στερείτο ευκρίνειας. Οι κριτικοί της εποχής παρατήρησαν, επίσης, πως θα μπορούσαν να γυριστούν περισσότερες σκηνές στο ύπαιθρο.
ΤΟ ΤΕΛΟΣ
Μετά την εμφάνισή της στο «Γλέντι, κρασί, αγάπη», η Μαίρη Σαγιάνου-Κατσέλη σταμάτησε τις θεατρικές εμφανίσεις της και οι παραστάσεις του Εθνικού Θεάτρου διακόπηκαν για τη θερινή σαιζόν. Ξαφνικά, το καλοκαίρι του 1932 μεταφέρθηκε εσπευσμένα στο νοσοκομείο του Ερυθρού Σταυρού, κατόπιν εντερορραγίας. Για περίπου ένα μήνα έδωσε σκληρή μάχη με τον κοιλιακό τύφο, αλλά, δυστυχώς, κατέληξε στις 4 Αυγούστου 1932, περίπου στις 9 το βράδυ, ύστερα από επιπλοκή της ασθένειας.
Το 1932 σημειώθηκαν πάρα πολλά κρούσματα, μεταξύ των οποίων και η Κατίνα Παξινού, που νοσηλεύτηκε κι εκείνη στον Ερυθρό Σταυρό. Ο τύπος της εποχής με βαρύγδουπους τίτλους όπως «Η ΟΥΛΕΝ δολοφονεί τους κατοίκους», έψεγε απερίφραστα την Αμερικάνικη εταιρεία για την επιδημία του τύφου, παρόλο που εκπρόσωποί της υποστήριζαν πως διήθιζαν το νερό μέσω ειδικών εγκαταστάσεων. Τελικά, αποκαλύφθηκε ότι η κύρια αιτία της επέκτασης του τύφου, ήταν η χρήση του νερού του Αδριάνειου Υδραγωγείου, παρά τη σχετική απαγορευτική διαταγή του Υπουργείου Συγκοινωνίας, λόγω της επικινδυνότητάς του.
Έγραψαν για εκείνη
Ο γνωστός δημοσιογράφος, λογοτέχνης και θεατρικός συγγραφέας Αλέκος Λιδωρίκης έγραψε στην εφημερίδα «Ακρόπολις» μεταξύ άλλων:
«Τι να πει κανένας και πώς να την αποχαιρετήσει; Είναι τόσο ανιαρές, τόσο τετριμμένες, τόσο κοινότυπες οι φράσεις που χαρίζουν οι ζωντανοί στους πεθαμένους, που δεν θα ‘πρεπε, νέοι άνθρωποι εμείς, να τις επιστρατεύσουμε για να πούμε το τελευταίο αντίο στη Μαίρη Σαγιάνου. Αλλά, μόνο, ειλικρινά, παίρνοντάς την σαν ένα σύμβολο λυπητερό, σαν τον κύκνο του υπέροχου χορού που τον βρίσκει η σκληρή τουφεκιά την ώρα που λούζεται στα γάργαρα νερά που παίζει με τις πανέμορφες ακτίνες του φωτός, θα χαιρετήσουμε την αδικημένη νιότη που λουζόταν κι αυτή στη δροσιά των ελπίδων, της πιο όμορφης, της πιο φανταχτερής εξελίξεως κι απότομα, άγρια, τραγικά είδε τις ακτίνες να σβήνουν, να χάνονται μέσα στην πίσσα του αιώνιου σκοταδιού.»
Για τον χαμό της Μαίρης Σαγιάνου έγραψε στη «Νέα Εστία» ο σπουδαίος μυθιστοριογράφος, δημοσιογράφος και συγγραφέας θεατρικών έργων Γρηγόριος Ξενόπουλος:
«Ο θάνατος της Μαίρης Σαγιάνου – σε ηλικία μόλις 23 ετών – στερεί το Εθνικό Θέατρο από ένα πολύτιμο πραγματικά στοιχείο. Γιατί η νεαρή ηθοποιός, που τόση είχε τελευταία επιτυχία κι ως Κασσάνδρα στον Αγαμέμνονα, κι ως Γρούσσα στο δράμα του Οστρόφσκυ, μπορούσε να προσφέρει, όχι βέβαια τα πάντα, αλλά πολλά, πάρα πολλά. Δεν είχε την καθολικότητα, να πούμε μερικών άλλων ηθοποιών, – της Κοτοπούλη π.χ. ή της Κυβέλης – κι ίσως μερικά σύμφυτα ελαττώματα, ακατανίκητα, της αφαιρούσαν την ικανότητα να παίζει κάθε ρόλο. Αλλά τα προτερήματά της ήταν πολλά και μεγάλα – ομορφιά, χάρη, εκφραστικότητα, αισθαντικότητα, μόρφωση, ευφυΐα – και σ’ ορισμένους ρόλους, όπου ταίριαζαν, θα ‘λεγες και τα ελαττώματά της – μια παράξενη, ιδιωματική κάπως άρθρωση, μια sui generis προφορά, μια αλλόκοτη φωνή, που έπρεπε να την συνηθίσεις για να σου αρέσει – ήταν απαράμιλλη.»
Ο παλιός ηθοποιός, κριτικός θεάτρου, συγγραφέας, μεταφραστής και σκηνοθέτης Πάνος Καλογερίκος στην εφημερίδα «Το Ελληνικόν Θέατρον» λίγες μέρες μετά τον θάνατο της Σαγιάνου έγραψε:
«Πελώρια, επίμονα, αλλεπάλληλα ορθώνονται μπροστά μου τα ερωτηματικά για τον άδικο, για τον εγκληματικό θάνατο της Μαίρης μας. Τα δάκρυα, ποτάμι τα δάκρυα όλων μας, και τόσων ξένων, δεν είναι αρκετά να σβήσουν τα σκληρά ερωτηματικά, που περιμένουν απάντηση, κάποια τέλος απάντηση, που να δίνει μιαν εξήγηση, έστω και σκοτεινή, για το ανήκουστο έγκλημα, που έγινε με τον άδικο θάνατο της Μαίρης μας. Και τα ολόμαυρα ερωτηματικά επιμένουν στο χτύπο της Μεγάλης Θύρας του Σύμπαντος… σιγή σιγή αιώνια σιγή. Στο χτύπο της Θύρας των Πειραμάτων πρόβαλε μια μορφή χλομή, καταντροπιασμένη -έτσι θα βγαίνει πάντα- και ψιθύρισε μερικά ακατανόητα λόγια, με αξιοθρήνητη προσπάθεια να σκεπάσει την μπομπή της, που δεν μπόρεσε -δηλ. η τύχη δε βοήθησε- να κρατήσει στη ζωή τα ολανθισμένα νιάτα.»
Η κηδεία της
Η παλλαϊκή κηδεία της Μαίρης Σαγιάνου έλαβε χώρα στις 5 Αυγούστου 1932 στον Ιερό Ναό του Αγίου Κωνσταντίνου (Ομονοίας), χοροστατούντος του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρυσοστόμου, στις 16:30 το απόγευμα, με δαπάνη του Εθνικού Θεάτρου. Στην κηδεία της παρέστησαν εκ μέρους του Εθνικού Θεάτρου ο Γενικός Διευθυντής Ιωάννης Γρυπάρης, ο Γενικός Γραμματέας Κωστής Μπαστιάς, ο σκηνοθέτης Φώτος Πολίτης, ο Διευθυντής Σκηνής Πάνος Καλογερίκος, οι ηθοποιοί του Εθνικού Θεάτρου με όλο το υπόλοιπο προσωπικό, ο Πρόεδρος και η Εκτελεστική Επιτροπή του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών, ο Γενικός Γραμματέας της Εταιρείας Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων Δημήτρης Μπόγρης, καθώς και το Διοικητικό Συμβούλιο του Σωματείου Τεχνιτών Θεάτρου. Αλγεινή εντύπωση προκάλεσε η απουσία του Προέδρου και ολόκληρου του Διοικητικού Συμβουλίου του Εθνικού Θεάτρου.
Κατατέθηκαν περί τα 30 στεφάνια, μεταξύ των οποίων: του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών, της Καλλιτεχνικής Επιτροπής του Εθνικού Θεάτρου, του εν διαστάσει συζύγου της Πέλου Κατσέλη, του Εθνικού Θεάτρου, της οικογένειας Σαγιάνου, των ηθοποιών του Εθνικού Θεάτρου, της Κυβέλης, της Μιράντας Μυράτ, της Αλίκης Θεοδωρίδου, του θιάσου «Κυβέλης», του θιάσου «Μαρίκας», του Βασίλη Λογοθετίδη, του Χρήστου Τσαγανέα, καθώς και οι εξής σταυροί: του Ιωάννη Γρυπάρη, του Πετρακόπουλου, του Φώτου Πολίτη, του Νίκου Δενδραμή και της Κατίνας Παξινού. Επίσης, σε ένδειξη πένθους όλα τα αθηναϊκά θέατρα διέκοψαν για 3 λεπτά τις παραστάσεις.
Επικήδειο Λόγοι
Μετά τη νεκρώσιμη ακολουθία, ο Ιωάννης Γρυπάρης αποχαιρέτησε την απερχόμενη ηθοποιό εκ μέρους του Εθνικού Θεάτρου με τα παρακάτω λόγια:
«Το Εθνικό Θέατρο με βαριά κι αληθινή λύπη σ’ αποχαιρετά για πάντα, ωραία κι ευγενική Καλλιτέχνις. Σκληρό και άδικο πολύ ήταν της μοίρας το χτύπημα που το εστέρησε ενός τόσο εξαιρετικού ταλάντου, απάνω στο πρώτο και τόσο ελπιδοφόρο του άνθισμα. Ολίγο χρόνο μόνο έζησε μαζί σου, την ανατολήν σχεδόν μόνον του σταδίου σου χάρηκε, αλλά σε ηγάπησε, σε εχειροκρότησε, σε εθαύμασε και τώρα σε κλαίει νεκρή. Αυτή τη στιγμή, όπου κλείει η αυλαία της μικρής σου ζωής, αντί τα που σου έπρεπαν θριάμβων καλλιτεχνικών στεφάνια, ολίγα νεκρώσιμα άνθη ας σε συνοδεύσουν εις το αιώνιο ταξίδι. Εύκολα δε θα λησμονηθείς. Το Εθνικό Θέατρο και η ελληνική σκηνή θα σ’ ενθυμούνται πάντοτε.»
Ο βετεράνος ηθοποιός Ευάγγελος Δαμάσκος, καταθέτοντας το στεφάνι του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών, είπε τα εξής:
«Τα χρόνια τα ολόρθα, τα ολόγυρτα χρόνια!
η αφρόπλαστη κόρη, ο χιονάτος παππούς
περίπατο βγαίνουν Στο πράσινο δάσος πηγαίνουν
Και ψέλνουν τ’ αηδόνια στ’ αταίριαστο ταίρι,
τους ίδιους σκοπούς.
Λέει σ’ ένα τραγούδι του ο Παλαμάς
Μα τι τραγούδι να τραγουδήσω εγώ τώρα, ο γέρος παππούς, στην ολόχλομη κόρη; Με τι σκοπούς να ψάλω τη λευκοφόρα ιέρεια, που η σκληρή μοίρα την σώριασε μπρος στον βωμό της πριν προφθάσει ακόμη να καλολειτουργήσει; Ποια λόγια μπορούνε να εκφράσουν έναν τέτοιον ανείπωτο πόνο; Ας σωπάσω καλύτερα και ας αφήσω τα λουλούδια αυτά, που καταθέτω εξ ονόματος του Σωματείου των Ελλήνων Ηθοποιών, να της πούνε με τη λουλουδένια τους γλώσσα το μυστικό τους πόνο, και να κλάψουν αυτά με τις στάλες της δροσιάς τους, το αδερφάκι τους που μαράθηκε πριν ακόμα καλοπροφθάσει να σκορπίσει την γλυκιά ευωδιά του. Ας την θρηνήσουν αυτά και η τέχνη που την έχασε.»
Ο διακεκριμένος θεατρικός συγγραφέας, σεναριογράφος και δημοσιογράφος Δημήτρης Μπόγρης, εκ μέρους της Εταιρείας Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων, την αποχαιρέτησε ως εξής:
«Έτυχε σε μένα αγαπημένη φίλη και συνεργάτις, ο σκληρός κλήρος να σε προσφωνήσω εκ μέρους της Εταιρείας των Ελλήνων Συγγραφέων. Η χάρη σου, η δροσιά σου, η ομορφιά και το μεγάλο σου ταλέντο χάριζαν τη βεβαιότητα μέσα στην ψυχή μας και γιγάντωναν την ελπίδα για μια καλυτέραν αύριον της Ελληνικής Σκηνής. Ήσουν ένα λουλούδι, ένα ανοιξιάτικο ρόδο στο νιόφυτο κήπο της θεατρικής τέχνης. Ίσως και γι’ αυτό ο θάνατος ζηλόφθονος σε πήρε τόσο πρόωρα από κοντά μας, γιατί ρόδο και συ, όπως λέγει και ο ποιητής, δεν μπορούσες να ζήσεις, παρά τόσο, όσο ζουν τα ρόδα -μονάχα ένα πρωί- αιωνία σου η μνήμη.»
Ο Αιμίλιος Βεάκης, συγκινημένος την αποχαιρέτησε εκ μέρους των συναδέλφων της του Εθνικού Θεάτρου, με τα κάτωθι λόγια:
«Μικρούλα μας Μαίρη. Οι συνάδελφοί σου του «Εθνικού Θεάτρου» σ’ αποχαιρετούν στο στερνό σου ταξίδι. Η ίδια σκέψη, ο ίδιος πόθος σε φλόγισε και σένα μαζί μας. Η επίσημη στέγαση της φερέοικης τέχνης μας. Κι όλοι μαζί μπήκαμε κάτω απ’ αυτή τη στέγη για το ολοκληρωτικό ξεπλήρωμα των καλλιτεχνικών μας ονείρων. Και συ που ήσουν άφθονα προικισμένη με τα θεία χαρίσματα του δικού μας Θεού, ρίχτηκες ολόψυχα στη Διονυσιακή λατρεία και μεσουράνησες γοργά ανάμεσά μας, λαμπρό αστράκι, δίνοντάς μας την πρόβλεψη και την ελπίδα ενός ολόφωτου Ήλιου. Τώρα μας φεύγεις. Άθελά σου παρατάς τον αγώνα, αφήνοντάς μας βαρύ το κληροδότημα να γεμίσουμε το τρομερό κενό που η φυγή σου η ξαφνική μας έφερε στις γραμμές μας. Δε θα ξανακούσουμε πια τους θείους ολοφυρμούς της Αισχυλικής Κασσάνδρας σου. Δε θα ξαναδούμε πια το θαύμα της υπέρχαρης μιμικής σου στη μικρή Γρούσα του Οστρόφσκυ. Πού να ξεδώσει ο πόνος μας; Πού να ξεσπάσει η αγανάκτησή μας για την αλόγιαστη συμφορά του σκληρού χωρισμού μας; Αδύναμοι γέρνουμε το κεφάλι κάτω απ’ το φοβερό χτύπημα, κρατάμε για πάντα άσβηστη στη θύμησή μας τη γλυκιά σου μορφή και τα δάκρυά μας βρέχουν το λείψανό σου, φτωχό δείγμα της άπειρης αγάπης μας.»
Μετά τους εκφωνηθέντες λόγους, οι θαυμαστές της που κατέκλυσαν τον ναό, παρήλασαν μπροστά από την άψυχο σώμα της, ώστε να την αποχαιρετίσουν. Κατόπιν, το φέρετρό της υποβασταζόμενο από συναδέλφους της ηθοποιούς του Εθνικού Θεάτρου, κατέβηκε από τον ναό και μέσω της οδού Αγίου Κωνσταντίνου μεταφέρθηκε μέχρι την Πλατεία Ομονοίας. Στη συνέχεια τοποθετήθηκε στη νεκροφόρα, που την έσερναν τέσσερα άλογα. Όταν έφτασε η πομπή στο Α’ Νεκροταφείο, το φέρετρό της παρελήφθη και πάλι από τους συναδέλφους της και μεταφέρθηκε στην τελευταία της κατοικία. Στο νεκροταφείο βρισκόταν κι ένα εκ των μελών της Καλλιτεχνικής Επιτροπής του Εθνικού Θεάτρου, ο διευθυντής της «Καθημερινής» Γεώργιος Βλάχος.
Ο αντίκτυπος του θανάτου
Ο αντιπρόσωπος του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών Ιωάννης Βαλέττας, στο άκουσμα της δυσάρεστης είδησης, διέκοψε την παράσταση του θιάσου του στο Κάστρο της Λήμνου στη μέση της πρώτης πράξης και ανήγγειλε το θλιβερό γεγονός ως εξής: «Σεβαστόν κοινόν. Ένας αστέρας του ελληνικού θεατρικού στερεώματος, η συνάδελφος Μαίρη Σαγιάνου-Κατσέλη, ηθοποιός του Εθνικού Θεάτρου, απέθανε προσβληθείσα υπό σοβαράς νόσου. Έχω καθήκον ως αντιπρόσωπος του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών αφ’ ενός και αφ’ ετέρου ως καλλιτεχνικός διευθυντής του θιάσου, να διακόψω την παράσταση επί τρία λεπτά, εις ένδειξη πένθους».
Επίσης, στις 18 Αυγούστου 1932 πραγματοποιήθηκε Πανθεσσαλονίκειο Μνημόσυνο της Μαίρης Σαγιάνου στο θέατρο Ακρόπολις με μεγάλη συμφωνική ορχήστρα, υπό τη διεύθυνση του διευθυντή του Μακεδονικού Ωδείου. Η απώλεια της Σαγιάνου άφησε δυσαναπλήρωτο κενό στο καλλιτεχνικό στερέωμα, αφου θεωρείτο μια από τις ελπίδες του θεάτρου μαζί με την Ελένη Παπαδάκη και την Αλίκη Θεοδωρίδου. Οι θαυμαστές της την αποκαλούσαν «σπάνιο θεατρικό λουλούδι», λόγω της δροσιάς, της ομορφιάς και της ζωτικότητάς της. Αν και μετρίου αναστήματος, η εκφραστικότητα του προσώπου της και η πλαστικότητα του σώματός της είχαν κερδίσει το φιλοθεάμον κοινό. Ο πρόωρος θάνατός της συντάραξε την τότε ελληνική κοινωνία και αποτελεί μέχρι και σήμερα αιμάσσουσα πληγή τόσο για το θέατρο, όσο και τον κινηματογράφο.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Ηλιάδης, Φρ. (1960). Ελληνικός Κινηματογράφος 1906-1960. Αθήνα: Φαντασία
- Κουσουμίδης, Μ. (1981). Ιστορία του Ελληνικού Κινηματογράφου εικονογραφημένη. Αθήνα: Καστανιώτης
- Τσαρούχης, Γ. (1988). Εγώ ειμί πτωχός και πένης. Αθήνα: Καστανιώτης
- Γεωργουσόπουλος, Κ. (1993). Το μετά το θέατρο: Δοκίμια. Αθήνα: Καστανιώτης
- Σαββάκης, Α. (1993). Ιωάννης Τσαρούχης. Αθήνα: Καστανιώτης
- Μαρκεζίνης, Σπ. (1994). Σύγχρονη πολιτική ιστορία της Ελλάδος 1936-1975. Αθήνα: Πάπυρος
- Σολδάτος, Γ (1994). Ο Ελληνικός Κινηματογράφος: Ντοκουμέντα 1 – Μεσοπόλεμος. Αθήνα: Αιγόκερως
- Έξαρχος, Θ. (1995). Έλληνες Ηθοποιοί «Αναζητώντας τις Ρίζες», Από τα τέλη του 18ου αιώνα μέχρι το 1899. Αθήνα-Γιάννινα: Δωδώνη
- Έξαρχος, Θ. (1996). Έλληνες Ηθοποιοί «Αναζητώντας τις Ρίζες», Έτος γέννησης από 1900 μέχρι 1925 (Α-Μ). Αθήνα-Γιάννινα: Δωδώνη
- Έξαρχος, Θ. (1996). Έλληνες Ηθοποιοί «Αναζητώντας τις Ρίζες», Έτος γέννησης από 1900 μέχρι 1925 (Ν-Ω). Αθήνα-Γιάννινα: Δωδώνη
- Δεκούλου – Μελισσαροπούλου, Αικ. (1996). Η θεατρική κίνηση στον Πύργο της Ηλείας (1860-1944). Αθήνα: Πανεπιστήμιο Αθηνών, Τμήμα Θεατρικών Σπουδών
- Έξαρχος, Θ. (1997). Έλληνες Ηθοποιοί «Αναζητώντας τις Ρίζες», Από τα τέλη του 18ου αιώνα μέχρι το 1899 [Συμπλήρωμα του Α’ Τόμου με προσθήκες και διορθώσεις]. Αθήνα-Γιάννινα: Δωδώνη
- Σειραγάκης, Μ. (1998). Ο Γιάννης Σιδέρης και ο Θίασος των Νέων: μια «θαμπή» πηγή. Αθήνα: Επιστημονικό περιοδικό Παράβασις
- Παπαγεωργίου, Α. (1998). Άγγελος Σικελιανός – Εύα Palmer-Σικελιανού – Δελφικές Εορτές. Αθήνα: Παπαδήμας
- Σιδέρης, Γ. (1999). Ιστορία του νέου ελληνικού θεάτρου 1794-1944. Αθήνα: Καστανιώτης
- Σταματοπούλου – Βασιλάκου, Χρ. (επιμ.) (1999). Σωματείο Ελλήνων ηθοποιών Ογδόντα χρόνια 1917 – 1997. Αθήνα: Σμπίλιας
- Σολδάτος, Γ. (2001). Ένας Αιώνας Ελληνικός Κινηματογράφος. Αθήνα: Κοχλίας
- Μποτουροπούλου, Ι. (2001). Μεταφράσεις και Μεταφραστές των Θεατρικών Έργων του Maurice Maeterlinck στην Ελλάδα. Αθήνα: Επιστημονική Επετηρίς της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, τόμος ΛΓ’
- Μαρσάν, Π. (2001). Ελένη Παπαδάκη: Μια φωτεινή θεατρική πορεία με απροσδόκητο τέλος. Αθήνα: Καστανιώτης
- Βιβιλάκης, Ι. (2002). Το Ελληνικό Θέατρο από τον 17ο στον 20ό αιώνα. Αθήνα: ERGO
- Παναγιωτόπουλος, Β. (2003). Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, 1770-2000. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα
- Γλυτζούρης, Α. (2004). Αριάδνη: Επιστημονική επετηρίδα της Φιλοσοφικής Σχολής, Τόμος Δέκατος. Ρέθυμνο: Φιλοσοφική Σχολή
- Σολδάτος, Γ. (2004). Ιστορία του Ελληνικού Κινηματογράφου, 4ος Τόμος, Ντοκουμέντα 1900-1970. Αθήνα: Αιγόκερως
- Ρούβας, Ά. & Σταθακόπουλος, Χρ. (2005). Ελληνικός Κινηματογράφος: Ιστορία-Φιλμογραφία-Βιογραφικά. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα
- Σταματογιαννάκη, Κ. (επιμ.) (2008). Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο: Αρχείο Κατσέλη. Αθήνα: Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο (ΕΛΙΑ)
- Δελβερούρη, Ε. Α. (2012). Ελευθέριος Βενιζέλος και πολιτιστική πολιτική / Η οικογένεια Γαζιάδη και η Dag Film Co. Αθήνα-Χανιά: Μουσείο Μπενάκη, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Βενιζέλος»
- Μόσχος, Γ. (2017). Ο Ερρίκος Ίψεν στην ελληνική σκηνή. Αθήνα: Αμολγός
- Μαντάς, Α. Γ. (2018). Μορφές του Πνεύματος: Αντώνης Γιαννίδης. Αθήνα: Περιοδικό «Φωνή Λογοτεχνών», τεύχος 22ο
- Τσιάπος, Αργ. (2018). Οι πρώτες ταινίες του Ελληνικού Κινηματογράφου (Η ιστορία του προπολεμικού ελληνικού σινεμά). Σέρρες
- Άτιτλο (1925, 12 Ιανουαρίου). Εθνική Φωνή, σελ. 5
- Casanova (1925, 14 Μαρτίου). Φοιτητική Κίνησις: Μια Παράστασις. Δημοκρατία
- Η Μάσκα (1925, 14 Μαρτίου). Μια παράστασις του Φοιτητικού Ομίλου. Θεατής, σελ. 17
- Γιοφύλλης, Φ. (1925, 31 Δεκεμβρίου). Το ερασιτεχνικό θέατρό μας: Ο Φοιτητικός Όμιλος. Τα Παρασκήνια, σελ. 8-9
- Άτιτλο (1926, 25 Απριλίου). Εμπρός
- Άτιτλο (1926, 25 Απριλίου). Σκριπ, σελ. 4
- Άτιτλο (1926, 20 Ιουνίου). Εμπρός
- Ο κ. Φραπ-Φρουπ (1926, 27 Ιουνίου). Αθηναϊκή Ζωή: «Ο Γιόκας μας». Εξέλσιορ, σελ. 3
- Θεατής (1926, 27 Ιουνίου). Γύρω στο θέατρο: Οι Νέοι. Εξέλσιορ, σελ. 8
- Γύρω στο Θέατρο: Οι νέοι και τα ελληνικά έργα (1926, 4 Ιουλίου). Εξέλσιορ, σελ. 3
- Από το θίασο των Νέων (1926, 11 Ιουλίου). Εξέλσιορ
- Ο Θεατής (1926, 12 Σεπτεμβρίου). Αι πρώται των θεάτρων μας: Τα Μονόπρακτα. Μπουκέτο
- Η εξαδέλφη μου (1927, 23 Ιανουαρίου). Σκριπ, σελ. 3
- Άτιτλο (1927, 30 Οκτωβρίου). Εμπρός, σελ. 2
- Άτιτλο (1927, 5 Νοεμβρίου). Εμπρός, σελ. 2
- Κατσέλης, Π. (1928, 3 Ιανουαρίου). Άτιτλο. Εμπρός, σελ. 1
- Άτιτλο (1929, 4 Απριλίου). Αθηναϊκή Ζωή, σελ. 2
- Άτιτλο (1929, 29 Ιουνίου). Ελεύθερον Βήμα
- RED (1929, 7 Ιουλίου). Αθηναϊκή Ζωή, σελ. 2
- Κριναίος, Π. (1929, 13 Οκτωβρίου). Μια νέα ελληνική ταινία: «Μακρυά από τον κόσμο». Ελληνικός Ταχυδρόμος, σελ. 3-4
- Μακρυά απ’ τον Κόσμο (1929, 26 Δεκεμβρίου). Ταχυδρόμος Ομόνοια (Αλεξάνδρεια)
- Μακρυά απ’ τον Κόσμο (1929, 30 Δεκεμβρίου). Ταχυδρόμος Ομόνοια (Αλεξάνδρεια)
- Εις τον «Αμερικανικόν Κοσμογκράφον» (1930, 3 Ιανουαρίου). Φως (Κάιρο)
- Άτιτλο (1930, 4 Φεβρουαρίου). Ακρόπολις
- Τ. (1930, 7 Φεβρουαρίου). Ένα δράμα εις το Άγιον Όρος είχε και περιπέτειας!. Ημερήσιος Τύπος, σελ. 1+4
- Ένα νέον Ελληνικόν κινηματογραφικόν έργον (1930, 8 Φεβρουαρίου). Πρωία, σελ. 2
- Β.Σ. (1930, 9 Φεβρουαρίου). Η νέα ελληνική ταινία: η αλματική πρόοδος των ελληνικών φιλμ. Εσπερινή, σελ. 1
- Β.Σ. (1930, 10 Φεβρουαρίου). Η νέα ελληνική ταινία: η αλματική πρόοδος των ελληνικών φιλμ. Εμπρός, σελ. 2
- Η σημερινή φιλολογική δίκη (1930, 10 Φεβρουαρίου). Πρωία, σελ. 2
- Γάριος, Τ. (1930, 10 Φεβρουαρίου). Το Ελληνικόν Φιλμ «Μακρυά απ’ τον κόσμο». Ελληνικός Ταχυδρόμος, σελ. 2
- Πολίτης, Φ. (1930, 11 Φεβρουαρίου). Ελληνικαί προσπάθειαι: «Μακριά απ’ τον κόσμο». Πρωία, σελ. 2
- Με λίγα λόγια (1930. 12 Φεβρουαρίου). Εστία
- Δ. Χρ. (1930, 13 Φεβρουαρίου). Το θέατρον της οθόνης: Η νέα ελληνική ταινία. Η Ελληνική, σελ. 2
- Μαρκεζίνης, Σπ. (Ro-ma) (1930, 16 Φεβρουαρίου). Η κριτική μας: «Μακρυά απ’ τον κόσμο». Κινηματογραφικός Αστήρ
- Ο Κινηματογράφος: Μακρυά απ’ τον Κόσμο (1930, 1 Μαρτίου). Νέοι Καιροί (Πειραιάς), σελ. 7
- Σκαραβαίου, Ί. (1930, 2 Μαρτίου). Μια ενδιαφέρουσα συνέντευξις με την καν Μαίρην Σαγιάννου-Κατσέλη. Κινηματογραφικός Αστήρ
- Η φιλολογική δίκη (1930, 14 Μαρτίου). Πρωία, σελ. 2
- Ελληνικά φιλμ: Μακρυά απ’ τον κόσμο (1930, 24 Μαρτίου). Μακεδονία
- Μαμάκης, Α. (1930, 29 Μαρτίου). Το ελληνικόν φιλμ θριαμβεύει: Μέχρι το Πάσχα θα προβληθούν πέντε ελληνικές ταινίες. Έθνος, σελ. 5
- Το φιλμ (1930, 10 Απριλίου). Έθνος, σελ. 7
- Σκαραβαίου, Ί. (1930, 12 Απριλίου). Ο Ελληνικός Κινηματογράφος: «Οι Απάχηδες των Αθηνών». Η Εσπερινή, σελ. 2
- Με λίγες γραμμές (1930, 29 Απριλίου). Έθνος, σελ. 7
- Από την κίνησιν της πόλεως (1930, 29 Απριλίου). Η Εσπερινή, σελ. 5
- Σκαραβαίου, Ί. (1930, 30 Απριλίου). Η στήλη μου: Οι Απάχηδες των Αθηνών. Η Εσπερινή, σελ. 2
- Καπ. Σ. (1930, 30 Απριλίου). Αι αλματικαί πρόοδοι των ελληνικών ταινιών: Εισερχόμεθα εις τον χρυσούν αιώνα του ελληνικού κινηματογράφου;. Πατρίς, σελ. 5
- Δ. Χρον. (1930, 13 Οκτωβρίου). Το Ελληνικόν Φιλμ: Αι νέοι ελληνικαί ταινίαι – Θα έχωμεν ομιλούσας ταινίας – Τα σχέδια της εταιρίας «Νταγκ-Φιλμ». Ελληνική, σελ. 1
- Μπόγρης, Δ. (1930, 15 Οκτωβρίου). Φίλησέ με Μαρίκα. Ελληνική, σελ. 2
- Διαμαντής, Γ. (1930, 3 Οκτωβρίου). Πρόσωπα και πράγματα. Μαίρη Σαγιάννου-Κατσέλη. Πατρίς Πύργου Ηλείας
- Κινηματογράφος: Μακρυά απ’ τον Κόσμο (1930, 10 Οκτωβρίου). Εθνικός Κήρυξ (Νέα Υόρκη), σελ. 5
- Κινηματογράφος: Μακρυά απ’ τον Κόσμο (1930, 18 Οκτωβρίου). Εθνικός Κήρυξ (Νέα Υόρκη), σελ. 5
- Κινηματογράφος: Μακρυά απ’ τον Κόσμο (1930, 25 Οκτωβρίου). Εθνικός Κήρυξ (Νέα Υόρκη), σελ. 5
- Olympia Film: Δήλωσις (1930, 5 Νοεμβρίου). Ατλαντίς (Νέα Υόρκη), σελ. 5
- Γιόχαν (1930, 5 Νοεμβρίου). Εφήμερον: Ταινίες. Μακεδονικά Νέα
- Θέατρον: Η χθεσινή πρώτη των Απάχηδων (1930, 13 Νοεμβρίου). Ταχυδρόμος Ομόνοια (Αλεξάνδρεια)
- Ι. Κοτσ. (1930, 12 Δεκεμβρίου). Ένα νέο ελληνικό φιλμ: «Φίλησέ με Μαρίτσα». Πατρίς, σελ. 5-6
- Η άλλη (1930, 14 Δεκεμβρίου). Γυναικείες Κουβέντες: Η τρίτη εμφάνισις της Σαγιάνου στον κινηματογράφο. Η Βραδυνή, σελ. 2
- Σκαραβαίου, Ί. (1930, 14 Δεκεμβρίου). Η τουρκική καλλιτεχνικής εξέλιξης: Ο τουρκικός κινηματογράφος, ένα βλέμμα εις την παραγωγήν του. Η Βραδυνή, σελ. 2
- Σκαραβαίου, Ί. (1930, 16 Δεκεμβρίου). Το Ελληνικό Φιλμ: «Φίλησέ με Μαρίτσα». Βραδυνή, σελ. 2
- Θεατρικά: η κα Κυβέλη (1931, 10 Ιανουαρίου). Μακεδονία, σελ. 2
- Nazloglou, F. (1931, 15 Μαΐου). Turquie (Constantinople). Cinémagazine, σελ. 68
- Ο Ελληνικός Κινηματογράφος και οι Ηθοποιοί των θεάτρων μας: Ποιοι στέκουν από της οθόνης (1931, 6 Ιουνίου). Το Παρλάν
- Λευκός Πύργος (1931, 10 Αυγούστου). Μακεδονία, σελ. 2
- Θεατρικά: Λευκός Πύργος (1931, 13 Αυγούστου). Μακεδονία, σελ. 2
- Το Παρλάν (1931, 29 Αυγούστου). Έθνος, σελ. 4
- Εξωραϊστική (1931, 3 Σεπτεμβρίου). Η Θεσσαλία, σελ. 2
- Εξωραϊστική (1931, 7 Σεπτεμβρίου). Η Θεσσαλία, σελ. 2
- Βιθυνός (1931, 19 Σεπτεμβρίου). Γράμματα από την Θεσσαλονίκη: Καλλιτεχνικά. Έθνος (Φλώρινα), σελ. 1
- Θέατρον: Εις τον Αμερ. Κοσμογράφον «Φίλησέ με Μαρίτσα» (1931, 2 Οκτωβρίου). Ταχυδρόμος Ομόνοια-Αλεξάνδρεια, σελ. 4
- Χρ. (1931, 20 Οκτωβρίου). Από την ζωήν: Μακρυά απ’ τον κόσμο. Εσπερινός Ταχυδρόμος, σελ. 1
- Κινηματογράφος «Πάνθεον» (1931, 22 Νοεμβρίου). Έθνος (Φλώρινα), σελ. 4
- Οι Απάχηδες εις το Κουρσάλ (1931, 1 Δεκεμβρίου). Φως (Κάιρο)
- Αναστολή της λειτουργίας του «Εθνικού Θεάτρου» (1932, Ιανουάριος). Μουσικά χρονικά, Τεύχος 37
- Σιδέρης, Γ. (1932, Μάρτιος-Απρίλιος). Το Θέατρο. Μουσικά χρονικά, Tεύχος 39-40
- Σιδέρης, Γ. (1932, Μάρτιος-Απρίλιος). Θεατρικά έργα του Γκαίτε στην Ελλάδα. Μουσικά χρονικά, Tεύχος 39-40
- Θεατής (1932, 12 Μαρτίου). Ελληνικό Φιλμ: «Φίλησέ με Μαρίτσα». Κήρυξ (Καβάλα)
- Ο Φακός (1932, 17 Απριλίου). Σημειώματα. Κήρυξ (Καβάλα), σελ. 2
- Κινηματογράφοι (1932, 17 Απριλίου). Κήρυξ (Καβάλα), σελ. 3
- «Μακρυά από τον Κόσμο» (1932, 13 Ιουλίου). Το Φως (Θεσσαλονίκη)
- Απέθανεν η Μαίρη Σαγιάννου (1932, 5 Αυγούστου). Πρωία, σελ. 2
- Απέθανεν η Μαίρη Σαγιάννου (1932, 5 Αυγούστου). Χρονογράφος, σελ. 2
- Ο αιφνίδιος θάνατος μιας καλλιτέχνιδος: Απέθανε χθες η Μαίρη Σαγιάνου από τον τύφον (1932, 5 Αυγούστου). Εσπερινή, σελ. 1 & 4
- Η Σαγιάννου (1932, 5 Αυγούστου). Βραδυνή, σελ. 2-3
- Ο θάνατος μιας καλλιτέχνιδος (1932, 5 Αυγούστου). Βραδυνή, σελ. 2-3
- Σ-ς Π-ς (1932, 5 Αυγούστου). Άτιτλο. Βραδυνή, σελ. 2-3
- Άτιτλο (1932, 5 Αυγούστου). Πρωία, σελ. 2
- Άτιτλο (1932, 5 Αυγούστου). Έθνος, σελ. 3
- Ο θάνατος της Μαίρης Σαγιάνου (1932, 5 Αυγούστου). Σφαίρα
- Σ.Μ. (1932, 6 Αυγούστου). Μαίρη Σαγιάνου-Κατσέλη: Μία ωραία αυτοβιογραφία της. Πολιτεία, σελ. 5
- Κάθισμα 13 (1932, 6 Αυγούστου). Αστέρια που σβύνουν: Μαίρη Σαγιάνου. Πατρίς, σελ. 2
- Λιδωρίκης, Α. (1932, 6 Αυγούστου). Το σημειωματάριόν μου: Μαίρη Σαγιάνου. Ακρόπολις, σελ. 2
- Η κηδεία της Σαγιάννου (1932, 6 Αυγούστου). Εσπερινή, σελ. 2
- Η κ. Παξινού (1932, 6 Αυγούστου). Βραδυνή, σελ. 2
- Κ. Β. (1932, 6 Αυγούστου). Η Ούλεν δολοφονεί υπούλως τους κατοίκους των δύο πόλεων. Ελεύθερος Άνθρωπος, σελ. 2
- Μαίρη Σαγιάννου (1932, 6 Αυγούστου). Φωνή του Λαού, σελ. 2
- Κάθισμα 13 (1932, 6 Αυγούστου). Η ζωή εδώ και αλλού / Αστέρια που σβύνουν: Μαίρη Σαγιάνου. Πατρίς, σελ. 2
- Ν.Κ. (1932, 7 Αυγούστου). Ο θάνατος μιας καλλιτέχνιδος: Απέθανεν η Μαίρη Σαγιάννου από τον τύφον. Κήρυξ, σελ. 3
- Θεάματα-«Σαπφώ» (1932, 11 Αυγούστου). Ελεύθερος Λόγος (Μυτιλήνη), σελ. 2
- Πανθεσσαλονίκειον Μνημόσυνον (1932, 14 Αυγούστου). Μακεδονία, σελ. 2
- Θεοδώρου, Η. (1932, 15 Αυγούστου). Μαίρη Σαγιάνου-Κατσέλη. Το Ελληνικόν Θέατρον, σελ. 1
- Λυμπερόπουλος, Δ. (1932, 15 Αυγούστου). Μαίρη Σαγιάνου-Κατσέλη: ο θάνατός της – η κηδεία της – οι εκφωνησθέντες λόγοι. Το Ελληνικόν Θέατρον, σελ. 4
- Και εις το Κάστρον της Λήμνου (1932, 15 Αυγούστου). Το Ελληνικόν Θέατρον, σελ. 4
- Καλογερίκος, Π. (1932, 15 Αυγούστου). Για τη Μαίρη Σαγιάνου-Κατσέλη. Το Ελληνικόν Θέατρον, σελ. 4-5
- Ξενόπουλος, Γρ. (1932, 15 Αυγούστου). Περί τα γεγονότα και τα ζητήματα: Μαίρη Σαγιάννου. Νέα Εστία, σελ. 881
- Κινηματογράφοι: Εξωραϊστική (1932, 22 Σεπτεμβρίου). Ταχυδρόμος (Βόλος), σελ. 3
- Θεάματα: Εξωραϊστική (1932, 26 Σεπτεμβρίου). Θεσσαλία (Βόλος), σελ. 2
- Η νέα σκηνική ταινία «Μακρυά απ’ τον Κόσμο» στο Gem Cinema (1936, 11 Απριλίου). Εθνικός Κήρυξ (Νέα Υόρκη), σελ. 5
- Η ελληνική κινηματογραφική ταινία που γοητεύει (1936, 18 Απριλίου). Εθνικός Κήρυξ (Νέα Υόρκη), σελ. 5
- «Μακρυά απ’ τον κόσμο»: Η ταινία που γοητεύει (1936, 24 Απριλίου). Ατλαντίς (Νέα Υόρκη), σελ. 5
- «Μακρυά απ’ τον Κόσμο» (1936, 25 Απριλίου). Εθνικός Κήρυξ (Νέα Υόρκη), σελ. 5
- «Ελληνικαί Ταινίαι: Μακρυά απ’ τον Κόσμο» (1936, 7 Μαΐου). Ατλαντίς (Νέα Υόρκη), σελ. 4
- Σιδέρης, Γ. (1961, 15 Οκτωβρίου). Το θέατρο του Παντελή Χορν. Νέα Εστία
- Σιδέρης, Γ. (1970, 1 Φεβρουαρίου). Μάριος Παλαιολόγος. Νέα Εστία
- Ν.Κ.-Ρ. (1997, 29 Νοεμβρίου). Η κόρη μου έχει σπάνιο θεατρικό ταλέντο. Ελευθεροτυπία
- greekactor.blogspot.com
- IMDb
- palia.kithara.gr
- rebetiko.gr
- retrodb.gr
- Retromaniax
- Wikipedia
- Αρχείο του Εθνικού Θεάτρου
- Βιβλιοθήκη της Βουλής – Ψηφιακή Βιβλιοθήκη
- Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Σερρών
- Ελληνικό Λογοτεχνικό Και Ιστορικό Αρχείο ΕΛΙΑ – ΜΙΕΤ
- Λίλιαν Βουδούρη – Μεγάλη Μουσική Βιβλιοθήκη
- Πανεπιστήμιο Κρήτης
- Ταινιοθήκη της Ελλάδος