Ο χολιγουντιανός ηθοποιός, Λι Μάρβιν, είναι γνωστός για τους «σκληρούς» ρόλους του σε ταινίες, όπως τη «Μεγάλη κάψα» (1953), το «Και οι 12 ήταν καθάρματα» (1967), και τον «Επαναστάτη του Αλκατράζ» (1967). Υποδυόμενος συχνά τον ταγματάρχη, τον ντετέκτιβ, αλλά και τον γκάνγκστερ, αποτέλεσε ίνδαλμα για την μεταπολεμική γενιά και οι ταινίες του έχουν κοινό μέχρι και σήμερα. Στις αρχές της καριέρας του, γύρω στα μέσα της δεκαετίας του 1980, ο indie σκηνοθέτης Τζιμ Τζάρμους ίδρυσε μια μυστική κοινότητα, τους «Γιούς του Λι Μάρβιν», στην οποία ανήκουν καλλιτέχνες που τα χαρακτηριστικά του προσώπου τους θυμίζουν εκείνα του γνωστού ηθοποιού.
Λίγα είναι γνωστά σχετικά με τις συναντήσεις ή την τελετουργία της μυστικής αυτής οργάνωσης. Όπως είναι φυσικό, όλα τα μέλη της τρέφουν ένα σεβασμό για τη φιλμογραφία και το υποκριτικό στυλ του Λι Μάρβιν, ενώ πολλοί από αυτούς τον γνώριζαν προσωπικά ή είχαν συνεργαστεί μαζί του. Τα γνωστά μέλη της «αδελφότητας» είναι ο ίδιος ο Τζάρμους, οι μουσικοί Τομ Γουέιτς, Τζον Λούρι, Νικ Κέιβ, Νιλ Γιάνγκ και Θέρστον Μουρ των Sonic Youth και ο σκηνοθέτης Τζον Μπούρμαν, ο οποίος δούλεψε με τον Μάρβιν στις ταινίες «Ο επαναστάτης του Αλκατράζ» (1967) και «Δύο λιοντάρια στην κόλαση» (1968). Το 1998, ο Μπούρμαν γύρισε ένα ντοκιμαντέρ για τη ζωή του ηθοποιού, με τίτλο «Lee Marvin: A Personal Portrait by John Boorman» το οποίο προβλήθηκε στο BBC και περιέχει συνεντεύξεις, μεταξύ άλλων, από τον ίδιο τον Μπούρμαν και τον Τζάρμους.
Το ταλέντο του Λι Μάρβιν δεν ήταν ο μόνος λόγος που έκανε τους παραπάνω καλλιτέχνες να ταυτιστούν με τον ηθοποιό. Μέλος της «Χαμένης Γενιάς», ο Μάρβιν υπηρέτησε στο στρατό κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και η ζωή του μετά υπήρξε ταραχώδης, κυρίως λόγω του αλκοολισμού του. Μουσικοί, όπως ο Τομ Γουέιτς, είδαν στη βιογραφία του ομοιότητες με το δικό τους τρόπο ζωής, όταν περνούσαν αμέτρητα βράδια σε τζαζ μπαρ με συντροφιά το ουίσκι. Ο Μάρβιν έζησε μια ζωή με χρήματα και δόξα μετά τον πόλεμο, όμως ο ψυχικός του κόσμος ήταν ήδη ραγισμένος και έτσι ζούσε κάθε στιγμή στα άκρα, σαν επρόκειτο να ήταν η τελευταία του. Η μεταπολεμική γενιά λάτρεψε αυτή την persona non grata, που μπορεί να μην ήταν αρεστή σε όλους, όμως άφηνε χώρο για πολλές προσωπικές ελευθερίες.
Σε ένα άλλο επίπεδο, η ίδια η εμφάνιση του Λι Μάρβιν συγκέντρωσε ένα καλτ κοινό. Όπως ο Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ ή ο Τσάρλς Μπρόνσον, έτσι και ο Μάρβιν έγινε διάσημος για τα σκληρά χαρακτηριστικά του, που ταίριαζαν στους ρόλους που υποδυόταν. Επιπλέον, τα μαλλιά του Μάρβιν άσπρισαν σε νεαρή ηλικία και αυτός πρέπει να ήταν ένας από τους κύριους ρόλους που ο Τζιμ Τζάρμους ταυτίστηκε τόσο μαζί του. Οι «Γιοί του Λι Μάρβιν», ως θεσμός, αποτελεί ένα φόρο τιμής στον ηθοποιό και δεν προσπαθεί να σφετεριστεί τα δικαιώματα των ταινιών του ή να προσβάλει τη μνήμη του, κάτι το οποίο ο εξ’ αίματος γιος του Λι Μάρβιν, Κρίστοφερ, είχε παρεξηγήσει.
Ο Τζιμ Τζάρμους μπορεί να ξεκίνησε τη μυστική οργάνωση σαν ένα εκτενές inside joke, όμως πίσω από τη φάρσα υπήρχε ένα πολύ σοβαρό κίνητρο. Όλη η δουλειά του σκηνοθέτη, και κατά προέκταση εκείνη του Τομ Γουέιτς ή του Νικ Κέιβ βασίζονται στη φιλοσοφία του Λι Μάρβιν και τη στάση του απέναντι στη ζωή. Οι «Γιοί του Λι Μάρβιν» είναι μια εμπεριστατωμένη προσπάθεια να κρατηθούν αυτές οι αξίες ζωντανές, ώστε να δουν οι επόμενες γενιές τα πράγματα μέσα από την ιδιαίτερη οπτική γωνία του ηθοποιού.