
Στην ταινία, «Όνειρα» (1990), ο 80χρονος πια Ιάπωνας σκηνοθέτης, Ακίρα Κουροσάβα, ανακαλύπτει μια νέα αφηγηματική τεχνική και μας χαρίζει μια πρωτότυπη, αποσπασματική, ονειρική και μαγευτική κινηματογραφική εμπειρία. Ο Κουροσάβα μας παρουσιάζει οκτώ ασύνδετες μεταξύ τους ιστορίες (με μόνη εξαίρεση, ίσως, τον ονειροπόλο πρωταγωνιστή που μοιάζει να είναι το ίδιο πρόσωπο σε διαφορετικές ηλικίες), άλλες επηρεασμένες από τις ιαπωνικές ιστορίες φαντασμάτων και άλλες επηρεασμένες από την κουλτούρα της Δύσης, όπως τους πίνακες του Ολλανδού ζωγράφου, Βίνσεντ βαν Γκογκ. Αν και η δουλειά του Κουροσάβα έχει, συνήθως, λίγα σκοτεινά σημεία, τα «Όνειρα», όσο και αν είναι λουσμένα στο «φως», η έκβαση των ιστοριών δεν είναι πάντα ευχάριστη. Γυρισμένη πέντε χρόνια μετά το σαιξπηρικό του αριστούργημα, «Ραν» (1985), η ταινία υποστηρίχτηκε οικονομικά από τους Χολιγουντιανούς σκηνοθέτες, Τζορτζ Λούκας και Στίβεν Σπίλμπεργκ, που τότε βρίσκονταν στο απόγειο της δόξας τους, και κυκλοφόρησε ανά τον κόσμο από τη Warner Brothers. Η α’ προβολή της ταινίας έγινε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών, εκτός συναγωνισμού, και ενώ δεν γνώρισε μεγάλη εμπορική επιτυχία, αγαπήθηκε σχεδόν αμέσως από τους κριτικούς.

Η πρώτη ιστορία στην ταινία, «Όνειρα», λέγεται «Λιακάδα μέσα στη βροχή». Ο πρωταγωνιστής είναι ένα μικρό παιδί (Μιτσουνόρι Ισάκι), που παρακούει τη συμβουλή της μητέρας του και πηγαίνει στο δάσος, ενώσω έχει βροχή με ηλιοφάνεια, κάτι το οποίο, όπως μαθαίνουμε από τα λεγόμενα της μητέρας του, παροτρύνει τις kitsune (αλεπούδες) να κάνουν τους γάμους τους και όταν συμβαίνει αυτό δε θέλουν κανέναν να τους βλέπει, γιατί αλλιώς εξοργίζονται. Ο νεαρός πρωταγωνιστής συναντάει πράγματι τις αλεπούδες (μια ομάδα, σαν παγανιστικό καλτ του δάσους, που φοράνε μάσκες ζώων και χρωματιστά ρούχα) και όταν γυρίζει σπίτι, η μητέρα του (Μιτσούκο Μπαϊσο) του ανακοινώνει πως δεν μπορεί να τον αφήσει να μπει μέσα και του παραδίδει ένα μικρό σπαθί που της άφησαν οι αλεπούδες, για να κάνει εκείνος χαρακίρι. Η μόνη εναλλακτική που έχει ο πρωταγωνιστής είναι να βρει και πάλι τις αλεπούδες και να τις παρακαλέσει να τον συγχωρέσουν. Η δεύτερη ιστορία, «Ο ροδακινόκηπος», πολύ κοντινή με την πρώτη, μας δείχνει τον ίδιο πρωταγωνιστή να συναντάει τα πνεύματα του κήπου, από τον οποίο η οικογένειά του έχει διατάξει να κόψουν όλες τις ροδακινιές. Ο νεαρός πρωταγωνιστής θρηνεί για τα πανέμορφα δέντρα που δεν ήθελε εξαρχής να κοπούν και αφήνει τα πνεύματα να του δείξουν ένα όραμα από μια προηγούμενη άνοιξη, όταν οι ροδακινιές ήταν ανθισμένες με πανέμορφα μωβ λουλουδάκια.

Στην τρίτη ιστορία από τα «Όνειρα», τη «Χιονοθύελλα», ο πρωταγωνιστής είναι πια ενήλικας (Ακίρα Τεράο) και μαζί με τους συντρόφους του πασχίζει να ανέβει τη χιονισμένη πλαγιά ενός βουνού, ψάχνοντας για τον καταυλισμό τους. Σύντομα, η χιονοθύελλα χειροτερεύει και το χιόνι σιγά-σιγά καλύπτει τους ταξιδιώτες κάτω από το λευκό του πέπλο. Ο πρωταγωνιστής βλέπει τότε ένα όραμα με μια γυναίκα-δαίμονα ντυμένη στα λευκά («Yuki-onna», στην ιαπωνική μυθολογία. Ένα φάντασμα που εμφανίζεται και στις ιστορίες του Λευκάδιου Χερν και τις αντίστοιχες κινηματογραφικές μεταφορές), η οποία κάθεται επάνω του και προσπαθεί να τον κάνει να αποκοιμηθεί, ούτως ώστε να πεθάνει από υποθερμία. Εκείνος καταφέρνει τελικά να παραμείνει ξύπνιος και όταν σηκώνεται ανακαλύπτει πως ο καταυλισμός είναι μόλις μερικά μέτρα πιο πέρα. Η επόμενη ιστορία, «Η Σήραγγα», αναφέρεται στις απώλειες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου (ένα πόλεμο που ο Κουροσάβα, ως Ιάπωνας, βίωσε στο πετσί του) και δείχνει τον πρώην διοικητή της τρίτης διμοιρίας να περνάει μέσα από ένα τούνελ και στην άλλη πλευρά να συναντάει τη διμοιρία του, την οποία, μέσα από λανθασμένες αποφάσεις του, είχε οδηγήσει σε τραγικό θάνατο, κατά τη διάρκεια του πολέμου. Συμβολικά, τον διοικητή φαίνεται να ακολουθεί, εκτός από τα φαντάσματα (yūrei), ένα αντιαρματικό σκυλί, λουσμένο σε κόκκινο φως, σαν να βρίσκεται μέσα στα αίματα ή να ξεπήδησε από τα βάθη της Κόλασης.

Στην επόμενη ιστορία από τα «Όνειρα», τα «Κοράκια», ο πρωταγωνιστής φαίνεται να θαυμάζει τους πίνακες του διάσημου ζωγράφου, Βίνσεντ βαν Γκογκ, μέσα σε ένα μουσείο Μοντέρνας Τέχνης. Ο μεγάλος φαν του Ολλανδού ζωγράφου παρατηρεί τα έργα με τέτοια αφοσίωση, που σε κάποια στιγμή μεταφέρεται ανεπαίσθητα μέσα σε ένα από αυτά και, περνώντας κάτω από τη γέφυρα, ρωτάει τις γυναίκες που πλένουν τα ρούχα στο ποτάμι προς τα πού πήγε ο μεγάλος ζωγράφος. Όταν τελικά βρίσκει τον βαν Γκογκ, ο πρωταγωνιστής παρατηρεί πως το κεφάλι του είναι τυλιγμένο με γάζες (όπως και στη διάσημη αυτοπροσωπογραφία του) και ο ζωγράφος εξηγεί πως το αυτί του εμπόδιζε τη σύνθεση του πίνακα και αποφάσισε να το κόψει. Ο ονειροπόλος βρίσκεται λίγο αργότερα στο χωράφι με τα μαύρα κοράκια, από το διάσημο πίνακα του βαν Γκογκ, στον οποίο αναφέρεται και ο τίτλος του επεισοδίου.

Το επόμενο επεισόδιο από τα «Όνειρα», «Το Κόκκινο Φούτζι», μοιάζει να αναφέρεται σε ένα άλλο διάσημο έργο τέχνης, αυτή τη φορά ενός Ιάπωνα καλλιτέχνη, του Χοκουσάι, το οποίο απεικονίζει το Φουτζιγιάμα σε έντονο κόκκινο χρώμα. Στην ιστορία, το ηφαίστειο έχει ενεργοποιηθεί και η λάβα ανατινάζει τα γύρω πυρηνικά εργοστάσια, προκαλώντας έτσι ανεπανόρθωτες καταστροφές και τελικά το θάνατο όλων των κατοίκων της Ιαπωνίας. Τόσο σε αυτό το επεισόδιο, όσο και στο επόμενο, ο Κουροσάβα φαίνεται να θέλει να περάσει ένα οικολογικό μήνυμα, δείχνοντας τις αρνητικές συνέπειες της ανθρωπογενούς παρέμβασης και τη φύση να παίρνει την εκδίκησή της. Στο επεισόδιο, «Ο Θρηνούν Δαίμονας», ο πρωταγωνιστής βρίσκεται σε μια καμένη γη, όπου η μόνη βλάστηση που έχει απομείνει είναι κάτι γιγαντιαία γαϊδουράγκαθα. Ο «δαίμονας» του τίτλου (Τσοσούκε Ικαρίγια) πληροφορεί τον ήρωα πως καθώς δεν υπάρχει πια φαγητό, όσοι έχουν απομείνει, δαίμονες ή άνθρωποι είναι καταδικασμένοι να φάνε ο ένας τον άλλο για να επιβιώσουν.

Στο τελευταίο επεισόδιο της ταινίας, «Όνειρα», «Το Χωριό με τους Νερόμυλους», ο Κουροσάβα περνάει άλλο ένα οικολογικό μήνυμα, αυτή τη φορά, όμως, πολύ πιο αισιόδοξο. Ο ονειροπόλος βρίσκει ένα ξεχασμένο χωριό, όπου οι κάτοικοι δεν έχουν ρεύμα ή σύγχρονη τεχνολογία και φροντίζουν το δάσος και το νερό που τρέχει στο ποτάμι. Ως αποτέλεσμα, η ζωή τους έχει πολύ ανώτερο βιοτικό επίπεδο από εκείνη των ανθρώπων της πόλης και έτσι όταν γίνεται μια κηδεία είναι μιας γυναίκας που πέθανε στα 99 της χρόνια, «πλήρης ημερών». Ένας άλλος χαρακτήρας που μιλάει με τον πρωταγωνιστή (Τσίσου Ριγιού) είναι 103 χρονών και η γυναίκα που κηδεύουν ήταν κάποτε η αγαπημένη του.

Ο Κουροσάβα, μόλις οκτώ χρόνια πριν πεθάνει, γύρισε τα «Όνειρα» σαν ένα πείραμα με μια αφηγηματική τεχνική που δεν είχε χρησιμοποιήσει ποτέ πριν σε ταινία του. Πάντα τολμηρός και βαθιά καλλιτεχνική φύση, ο Κουροσάβα ήταν η απόδειξη πως ένας σκηνοθέτης που αγαπάει τη δουλειά του μπορεί πάντα να είναι ευρηματικός και καινοτόμος, ακόμα κι όταν όλοι πιστεύουν πως έχει ξεμείνει από ιδέες. Τα «Όνειρα» είναι επηρεασμένα από το σινεμά του Μασάκι Κομπαγιάσι και του Κανέτο Σίντο, όμως και εκείνα, με τη σειρά τους, επηρέασαν αργότερους σκηνοθέτες και αναζωογόνησαν το σινεμά arthouse. Είναι οπωσδήποτε μια ταινία που πρέπει να δει κάθε πραγματικός φαν του Κουροσάβα, αλλά και όποιος βλέπει τον κινηματογράφο ως την 7η Τέχνη.
Δείτε το trailer της ταινίας στο YouTube: