Είχα την ανάγκη να γεμίσω το κενό. Το κενό εκείνο που άφησες όταν έφυγες. Όταν αποφάσισες πως δεν ήμουν αρκετά καλή για σένα. Όταν ένα πρωινό μάζεψες όλα σου τα πράγματα, άνοιξες την πόρτα κοίταξες πίσω και άφησες ένα δάκρυ να κυλήσει στα μάγουλα σου. Εκείνα τα δάκρυα κράτησα να θυμάμαι από εσένα. Εκείνο το πρωινό που για πρώτη φορά με πλήγωσες που για πρώτη φορά με άφησες μόνη μέσα σε αυτόν τον κόσμο. Φύλαξα καλά εκείνη την εικόνα σου όσο κι αν με πονούσε. Δεν μπορούσα να σε ξεχάσω είχες αφήσει πίσω σου πράγματα, εικόνες, συναισθήματα, στιγμές που όσο κι αν ήθελα ή όσο κι αν προσπάθησα να ξεχάσω δεν τα κατάφερα. Είχες αφήσει καλά το σημάδι σου πάνω μου, μέσα μου. Κράτησα καλά εκείνο το πρωινό,εκείνο το βλέμμα εκείνο το δάκρυ. Δεν ήθελα να τα ξεχάσω.
Μία ανάγκη υπήρχε πάντα. Μία ανάγκη που δεν κατάφερα ποτέ να ικανοποιήσω. Δεν μπορούσα άλλωστε. Ήσουν μακριά πια. Δεν ήσουν εδώ. Και εγώ έμενα εδώ να περιμένω. Να σε περιμένω να γυρίσεις. Ήθελα πραγματικά να γυρίσεις πίσω σε έμενα και εγώ απλά θα σε αγκάλιαζα δεν θα σε ρωτούσα ούτε γιατί έφυγες ούτε γιατί γύρισες. Θα σε αγκάλιαζα σφιχτά όπως την πρώτη φορά που σε αγκάλιασα,θα σου χαμογελούσα γεμάτη δάκρυα από χαρά που κατάφερες να γυρίσεις. Θα σου κρατούσα το χέρι ακόμα κι αν ήρθες για δεύτερη να με πληγώσεις, για δεύτερη φορά να με αφήσεις μόνη. Τουλάχιστον θα ήξερα πως την πρώτη φορά που με πλήγωσες το λάθος ήταν δικό σου ενώ την δεύτερη φορά το λάθος θα ήταν δικό μου. Εσένα όμως θα σε συγχωρούσα όπως έκανα πάντα.
Ήξερα πως ήσουν δύσκολος άνθρωπος πως δύσκολα εμπιστεύεσαι κάποιον. Ήξερα πως είχες πληγωθεί πολύ από τους ανθρώπους που είχες γνωρίσει, ήξερα πως σε είχαν πονέσει πολύ και οι δικοί σου, η οικογένεια σου. Ήξερα πως η ζωή σε χτύπαγε αλύπητα καθημερινά. Ήξερα πως είχες δεθεί μαζί μου και φοβόσουν να μην σε πληγώσω και εγώ. Ήξερα πως πάντα έφευγες πρώτος για να μην πληγωθείς. Ήθελα όμως να έμενες δίπλα μου, να έμενες και να προσπαθούσαμε μαζί για να μην πληγωθεί κανείς μας. Ήθελα να προσπαθούσαμε περισσότερο. Και περίμενα να γυρίσεις ήξερα πως μία μέρα θα χτυπήσεις την πόρτα μου. Την πόρτα μας. Θυμάσαι; Θυμάσαι πως ήταν όταν πρωτομείναμε μαζί; Θυμάσαι τα γέλια μας; Τις πλάκες μας; Τα όνειρα μας; Θυμάσαι;
Γύρισες! Σε αγκάλιασα σφιχτά και μου υποσχέθηκες να μην με αφήσεις ξανά μόνη. Και τήρησες μία ακόμη υπόσχεση σου!