Μια στιγμή είναι τελικά αρκετή. Το μυαλό σβήνει, η ψυχή αδειάζει. Φρίκη, θλίψη, απορία. Ένα ένα τα κομμάτια σου εγκαταλείπουν το σώμα σου, ανήμπορος να αντιδράσεις. Αρχίζεις να γίνεσαι ένας απλός παρατηρητής του κόσμου, παγωμένος πίσω από έναν άγνωστο-πλέον-εαυτό με τον οποίο δεν μπορείς να ενωθείς, σας χωρίζει ένας αόρατος τοίχος.
Η παρουσία σου απλά υφίσταται χωρίς εσύ να την αισθάνεσαι. Η σκέψη και η ψυχή σου έχουν παραλύσει. Δε σε συνδέει τίποτα και με κανέναν, ούτε πια με τη μορφή που βλέπεις στον καθρέφτη. Ο εαυτός σου δεν είναι εδώ, αποξενώθηκε από εσένα, σε εγκατέλειψε. Ίσως γιατί δεν του φερόσουν σωστά, ίσως για να σου δώσει ένα μάθημα ή απλά για να μπορέσεις να παρατηρήσεις και να καταλάβεις την πραγματική ουσία των πραγμάτων.. Έξω από την αυτομαστίγωση που του επέβαλλες σε κάθε σου πράξη και σκέψη, να σου δείξει το δρόμο για να τον ελευθερώσεις από τα δεσμά που τον βασάνιζαν.
Τώρα είσαι εγκλωβισμένος σε ένα άψυχο σώμα. Σε μια δική σου άγνωστη, αφύσικη και ανούσια πραγματικότητα
Ο χρόνος περνά βασανιστικά. Οι εικόνες μπροστά σου, άδειες και αδιάφορες. Η άλλοτε γεμάτη ψυχή σου σπαράζει από την κενότητα. Το μυαλό υπολειτουργεί και τα λόγια πλέον είναι πραγματικά μετρημένα στα δάχτυλα. Δεν βγάζουν νόημα, δεν έχουν ροή. Η ελπίδα όλο και απομακρύνεται σε ένα σκοτάδι γεμάτο ερωτηματικά. Ψάχνεις να βρεις τι έκανες και σε τιμωρούν με αυτόν τον τρόπο. Δε μπορεί να σε αγγίξει καμία κατάσταση, κανένα γεγονός. Τώρα τα συναισθήματα σου δεν υπάρχουν, έχουν φύγει από καιρό σε μια στιγμή σύγχυσης της σκέψης σου, που εσύ νόμιζες πως είχες βάλει σε τάξη.
Το κενό συνεχίζει και πονάει. Τρώει από μέσα σου ότι σε κρατάει χωρίς έλεος. Τα δάκρυα έχουν ποτίσει, το σώμα σου, που φαίνεται πια δε σου ανήκει. Στο φως της ημέρας μόνο να έρθει η νύχτα αναζητάς για να πάρει λίγο από τον πόνο σου. Η άνιση μάχη σε κοιμίζει από το απόγευμα γιατί οι αντοχές σου καταρρέουν.
Η έκφρασή σου είναι μόνιμα παγωμένη. Τα μάτια δεν εστιάζουν, το μυαλό δε συγκρατεί, η μνήμη τόσο θολή. Ταξιδεύεις χωρίς σκέψη σε ένα κενό που δεν έχει τίποτα να σου προσφέρει, μόνο να σου αρπάξει. Ουρλιάζεις, κάποιος να πάρει από πάνω σου αυτό που σου συμβαίνει. Προσπαθείς ανούσια να αντλήσεις ζωή από ότι νομίζεις πως θα σου τη δώσει. Δε μπορείς να εξηγήσεις, δεν μπορείς να σκεφτείς τα κατάλληλα λόγια για να το περιγράψεις. Δε σου το επιτρέπει, δε σε αφήνει, ούτε να διαβάσεις σε αφήνει, σου το πήρε και αυτό. Οι γραμμές μπλέκονται στα μάτια σου. Οι λέξεις μπερδεμένες.
Ο φόβος γεμίζει την ανύπαρκτη ύπαρξη σου. Είναι καλύτερο να κάθεσαι μόνο, γιατί δε γνωρίζεις πια τον τρόπο να κάνεις τα πράγματα μέσα στη μέρα σου. Όλη σου η ψυχή υποφέρει και το κενό που κουβαλάς είναι αβάσταχτο.
Προσεύχεσαι να πεθάνεις, να έχεις κάποια ασθένεια, που οφείλεται κάπου όλο αυτό Ζητάς από τον Θεό να σε πάρε, παρακαλάς για να γλιτώσεις. Τίποτα γύρω σου δεν έχει νόημα και ουσία, αξία και οντότητα. Αναγνωρίζεις τους ανθρώπους σου, όμως έχασες αυτά που σας συνδέουν. Παρατηρείς τα πρόσωπά τους για να σιγουρευτείς ότι δεν ξέχασες, ελπίζοντας αυτό να σου φέρει έστω και ένα μικρό κομμάτι πίσω.
Θρηνείς κάθε λεπτό την προσωπική σου απώλεια, εσένα. Αναπολείς τις καλές στιγμές, όσες μπορείς, όσες σ’ αφήνει και πάλι κλαις γιατί δεν τις έχεις, δεν είσαι ο άνθρωπος που ήσουν, ούτε μπορείς να δώσεις την ψυχή σου σε αυτά που αγαπάς κι ας μην το νιώθεις.
Συνεχίζεις να εύχεσαι, να είχες τη δύναμη να αυτοκτονήσεις. Υπάρχουν πολλοί τρόποι και κάπου μέσα σου το θέλεις, γιατί έφτασες να υπάρχεις απλά επειδή αναπνέεις. Η ζωή σου έχει χαθεί. Επεξεργάζεσαι το σώμα σου, κάθε μέλος του, για να μπορέσεις να αντιληφθείς ότι σου ανήκει. Άδικα. Και τελικά δεν έχεις τα κότσια να βάλεις το τέλος, ξέροντας και πόσο άδικα θα πλήγωνες τους άλλους για μια αιωνιότητα.
Ο πόνος σου, άλλοτε βουβός, άλλοτε με απελπισμένες κραυγές που φωνάζουν για ένα σημάδι, μια αλλαγή. Η πίστη χάνεται και η ελπίδα πεθαίνει, παρόλο που ξέρεις πως δεν το αξίζεις όλο αυτό. Κάποιες φορές τον πνίγεις και προσπαθείς να δώσεις δύναμη σε εσένα. Καταφέρνεις φοβισμένος να βγεις έξω με λυγμούς, χωρίς τώρα να σε νοιάζει τι θα πει ο κόσμος, με ένα μυαλό χαμένο και μια ύπαρξη κλειδωμένη σε ένα σώμα που κάποτε ήταν δικό σου.
Γύρω σου και μέσα σου σύγχυση. Δε σε ενδιαφέρει η παρουσία των άλλων, δε τη νιώθεις. Τα πράγματα που γύρω σου εκτυλίσσοντα, οι άνθρωποι που κινούνται, δεν έχουν σημασία. Το μυαλό που σου έμεινε είναι εκείνο που δε σου επιτρέπει να τα υπολογίσεις πια και σε οδηγεί στη σκέψη πως είσαι τρελός και ίσως είναι ώρα να κλειστείς εκεί που όλες οι βαριές περιπτώσεις παλεύουν να θεραπευτούν.
Οι μέρες περνούν, οι μήνες Δεν αλλάζει κάτι, κανείς δεν καταλαβαίνει, ούτε καν εσύ. Βιώνεις μια κατάσταση και ένα είδος βασανιστικού ψυχικού πόνου, που ούτε στις πιο διεστραμμένες φαντασίες θα μπορούσε να υπάρξει. Κοιτάς στον καθρέφτη και υπάρχει κάποιος που σου μοιάζει αλλά δεν είναι εσύ.
Καταλάβαινες απ’ την αρχή πως κάτι δεν πάει καλά. Όλα είναι διαφορετικά από τότε που ο εαυτός σου εξαφανίστηκε. Ποτέ δεν υπήρξε εξήγηση και για πάντα θα αναρωτιέσαι, γιατί κατέληξες σ’ αυτό το άψυχο σώμα.