
(Διαβάστε το πρώτο μέρος εδώ)
[punica-dropcap]Μ[/punica-dropcap]ουρμούρισα ένα «με συγχωρείτε για την αναστάτωση», έπιασα νευρικά από το μπράτσο τη γυναίκα και την οδήγησα στο γραφείο μου. «Δώστε μου δύο λεπτάκια μόνο», της είπα φροντίζοντας να καταλάβει η προηγούμενη ασθενής μου τις οδηγίες που τις έδωσα σχετικά με τη λήψη των φαρμάκων και μετά στράφηκα στην γυναίκα που είχε ζαρώσει στην πολυθρόνα και ξεφύλλιζε με μανία ένα μικρό μπλοκάκι σημειώσεων. «Τι εννοείτε δεν θυμάστε;», προσπάθησα να την διευκολύνω. «Είμαι εδώ από τις δέκα το πρωί. Έχω κουραστεί και κανείς δεν μου λέει τι έχω. Το μόνο που ξέρω είναι…» Έκανε μια παύση για να ξεφυλλίσει το μπλοκ μπροστά της. «Δεν θυμάμαι», πρόσθεσε όταν το βρήκε.
Αναστέναξε, φαινόταν απελπισμένη και τότε άφησε τα πρώτα δάκρυα να κυλίσουν. Της έδωσα ένα πακέτο χαρτομάντηλα αφού πήρα το μπλοκάκι από τα χέρια της και άρχισα να το διαβάζω.«Αν κατάλαβα καλά, όλα ξεκίνησαν από ένα ατύχημα σε μια κρουαζιέρα;» Σήκωσε τα μάτια και με κοίταξε απορημένη. «Ξέρεις τι μέρα και ημερομηνία έχουμε;» τη ρώτησα. Κούνησε το κεφάλι αρνητικά και πρόσθεσε: «εδώ λέει 31 Ιουλίου». Μου έδειξε τα χαρτιά των γιατρών και τα αποτελέσματα των υπολοίπων εξετάσεων. Δεν έδειχναν τίποτα παθολογικό.
Η γυναίκα έβηξε σαν να πνίγηκε ή σαν να καθάριζε το λαιμό της και μετά μου είπε: «νιώθω σαν να διαγράφονται όλα από μέσα μου, βοηθήστε με.» Της έγραψα άλλη μια σειρά εξετάσεις που έπρεπε να κάνει σε δέκα μέρες, αν δει ότι η κατάσταση χειροτερεύει και την παρότρυνα να συνεχίσει να κρατάει σημειώσεις. Μαζί της έδωσα και βιταμίνες για τη μνήμη. Τη ρώτησα αν γνωρίζει να πάει σπίτι της. Εκείνη πήρε από τα χέρια μου το μπλοκάκι και προσπέρασε μερικά άδεια φύλλα. Όταν βρήκε αυτό που ήθελε μου το έδειξε. Έλεγε «Σπίτι» και είχε σημειώσει την διεύθυνση της. Φώναξα μια νοσοκόμα να της βρει ένα ταξί. Σίγουρα η περίπτωση της θα περάσει από συμβούλιο.
Τα γραπτά σταμάταγαν εκεί.
Γύρισε το επόμενο άδειο φύλλο και άρχισε να γράφει (συμβουλεύτηκε το κινητό της για την ημερομηνία και την ώρα):
Παρασκευή 10 Αυγούστου
Σίγουρα ξέχασα το ραντεβού μου στο νοσοκομείο. Δεν βρήκα άλλες εξετάσεις στο συρτάρι, ούτε νέα φάρμακα. Οι βιταμίνες δεν κάνουν τίποτα. Ξέρω ότι δεν παρέλειψα να τις παίρνω ούτε μία φορά, καθώς έχω βάλει υπενθύμιση στο κινητό μου. Η μνήμη μου εξασθενεί ακόμα πιο πολύ. Είναι ημέρες που ξυπνώ και έχω μεγάλη διαύγεια. Μια τέτοια μέρα είναι και η σημερινή. Συμπέρανα ότι ζω μόνη. Τόσες μέρες δεν χτύπησε κανείς την πόρτα μου (θα το έγραφα). Ούτε τηλέφωνο με πήραν (κι αυτό θα το σημείωνα). Νιώθω χαμένη. Μέχρι στιγμής γνωρίζω μόνο τα δωμάτια του σπιτιού μου: ξέρω πού είναι η κουζίνα, η τουαλέτα, το υπνοδωμάτιο, η αποθήκη. Δεν θυμάμαι όμως τίποτα άλλο. Πάνω στο ψυγείο έχω κολλήσει τον αριθμό του παντοπωλείου και του χασάπη. Όταν θέλω κάτι, οι άνθρωποι πρόθυμα μου το φέρνουν σπίτι. Φοβάμαι να βγω έξω. Ξέρω ότι έχω ακόμα άδεια από τη δουλειά, αλλά δεν θυμάμαι τι δουλειά κάνω, κι οι μέρες περνάνε. Κι ακόμα να χτυπήσει το τηλέφωνο… Ποιος άραγε μπορεί να με βοηθήσει; Θέλω να κοιμηθώ, να ξυπνήσω και να είναι όλα ένα κακό όνειρο. Μακάρι!!!