Όταν το σύστημα κρασάρει αρπάζεις χαρτί και στυλό. Ανοίγεις το μυαλό και το ξεφορτώνεις στην κόλλα. Εκεί μπροστά σου σαν άπειρα κομμάτια παζλ μπας και βγάλεις άκρη από που να αρχίσεις και αρχίζεις να γράφεις.
Επιστροφή. Απολογισμός. Διαλυμένες σκέψεις. Ταξίδι σε μια μακρινή και τροπική γωνία του ισημερινού μαζί με συνταξιδιώτες άγνωστους. Ταξίδι στην ανακάλυψη, στην αυτογνωσία, στον έρωτα, στη γνωριμία του εαυτού και των άλλων εαυτών. Όλα πολυσύνθετα, όλα γεμάτα, όλα ζωντανά. Ή μήπως όχι;
Ήταν εκεί όλα αυτά ή εγώ τα έβλεπα εκεί; Μια η πραγματικότητα ή η δική μου η πραγματικότητα; Νομίζω πως γίνομαι τουλάχιστον ανόητη που αναρωτιέμαι. Μια είναι η απάντηση. Και πάντα διαφορετική για τον καθένα, όμως όλες τόσο αληθινές.
Ζούσαν τα συναισθήματα εκεί ανάμεσα στους ανθρώπους όταν καθόμασταν στο ξύλινο πάτωμα πιασμένοι χέρι χέρι μετά το βράδυ, ξεδιπλώνοντας λογική και συναίσθημα ή τους έδωσα πνοή με την ανάγκη μου γι’ αυτά, κι αυτά δεν έζησαν ποτέ εκεί;
Ατέρμονα ερωτηματικά. Ατελείωτο το ταξίδι ως εκεί, μια παράλληλη πραγματικότητα εκεί. Όλα ανατροπή. Όλα δοκιμασία. Από την πρώτη εικόνα που θα δεις ανοίγοντας τα μάτια.
Πρώτο 24ωρο γεμάτο αμφιβολίες. Μπορώ; Αντέχω; Γίνεται; Πού είμαι; Πώς; Με ποιους;
Δεύτερο 24ωρο. Συγκλονιστικό. Που πήγαν τα ερωτηματικά; Αντέχω, μπορώ, θέλω. Ποια είμαι; Όχι αυτή που ήμουν χθες, ίσως ούτε καν αυτή που ήξερα ως τώρα. Τέντωμα στα όρια μου, τσίτωμα στις αντοχές μου και σηκώνει κι άλλο, όλο και περισσότερο. Και αφήνομαι και εκτίθεμαι ψυχή και σώμα και ξαφνικά νέο κύμα.
Που πήγε η κούραση; Που πήγε η πείνα; Και πάλι… Ποια είμαι; Που πήγε η άλλη; Και η ανάγκη για ύπνο, που πήγε; Πήρε την ανάγκη για τροφή απ’ το χέρι και ξεμακρυνόμουν.
Τι με ταΐζει; Ότι κάθισα σ ένα κύκλο με αγνώστους και για πρώτη φορά άνοιξα το μέσα μου και έδειξα τι νιώθω; Σταμάτησα να τρέμω μην εκτεθώ και χάσω. Τι τελικά; Ποιος θα κάνει τι τελικά; Τόσος φόβος γιατί τελικά;
Αν δε το επιτρέψω εγώ, κανείς και τίποτα! Και ξέρεις που είναι το πρόβλημα;
Ζω στο ίδιο κουφάρι μα με άλλο μυαλό. Και τρέμω στο αντίκρισμα γνώριμων προσώπων, χαρακτηριστικών. Στο άκουσμα μιας γνώριμης κουβέντας, ότι θα κάνω τα ίδια. Ηχούν σειρήνες κατεβαίνουν σιδεριές και μπαίνει κι άλλο κάρβουνο στη μηχανή. Σκέψεις, φόβοι. Μη.. Μη… Μη…
Το διάολο φοβάσαι; Η άλλη φοβόταν. Όχι εσύ, ίδιο κουφάρι, ίδια εικόνα στον καθρέφτη. Ή μήπως όχι στον καθρέφτη; Τον ακούς τον καθρέφτη; Βλέπεις πως σε κοιτάζει; Η άλλη έφυγε, έκανε βαλίτσα. Εσύ γιατί έχεις ακόμη τα μπαγκάζια σου στο διάδρομο και φοράς το πανωφόρι; Πότε θα το καταλάβεις; Η άλλη έφυγε.
Δεν την ακούει πια κανείς εδώ. Άκου εμένα. Άνοιξε τη βαλίτσα και κοίταξε στα συρτάρια. Τα ίδια συρτάρια. Το ίδιο κομοδίνο. Το ίδιο κρεββάτι. Άλλος άνθρωπος. Δίπλωσε τα ρούχα σου Τακτοποίησε τα. Μη ζεις απ’ τη βαλίτσα. Μη κοιτάζεις την πόρτα. Η πόρτα, είναι ψευδαίσθηση. Κι αμπαρωμένη να ‘ναι παραμένει ανοιχτή. Μα δε θα φύγεις. Από ποιον να φύγεις; Από τον ίδιο σου τον εαυτό; Όσα κατώφλια και αν διαβείς μαζί σου μ’ έχεις.
Δε θα πάθεις τίποτα. Δεν φεύγεις από μένα. Μη με φοβάσαι. Ήρθα για να μείνω. Κι όλα τα γνώριμα, ξέρω εγώ να τα παλέψω. Η άλλη έφυγε. Δεν την ακούει πια κανείς εδώ. Εμένα ν’ ακούς.
Και τώρα που έχω την προσοχή σου, τώρα που κατάλαβες ότι είμαι εδώ σε ρωτάω. Τον έφερες κοντά σου ή σ έφερε; Τι είδες; Τι μύρισες; Τι γεύτηκες; Ποιο ήταν το γνώριμο; Λάτρεψες την ιδέα αυτού ή αυτόν τον ίδιο; Πήγες για να ερωτευθείς τον έρωτα ή εκείνον; Πόσο μεγάλη είναι η ανάγκη σου να αγαπήσεις και να αγαπηθείς; Είναι τόση που πλάθει πραγματικότητες; Κάνει στιχομυθίες; Και αν όχι;
Και αν σ ένιωσε ο άντρας αυτός; Όσο πιο κοντά σου βρισκόταν τόσο πιο μακριά μ’ ένα κλείσιμο των ματιών. Το είδες; Το ήξερες ότι θα οδηγηθείς εκεί; Θα πρέπει να στήσεις τον εαυτό σου στη γωνία και
να τον τιμωρήσεις; Γιατί έμπλεξες; Δεν είδες; Δεν άκουσες; Έκλεισες τα αυτιά για να αγκαλιάσεις την ανάγκη σου; Ήξερες τι έκανες και πήγες σαν εκτροχιασμένο τρένο πάνω του;Ή δε θα μπορούσες να ξέρεις γιατί έπλασες την ιδανική εικόνα και έκρυψες το κουρελιασμένο του κορμί και την ψυχή. Είδες τον άγγελο να ανοίγει τα φτερά του, γιατί δε τον είδες όπως είναι; Έκπτωτος, μελανιασμένος, κατάκοπος, με σπασμένα τα φτερά.
Και μόλις είδες τον ηττημένο ξέχασες πως ψάχνεις τον δικό σου άγγελο και άπλωσες το χέρι να σηκώσεις τον έκπτωτο που δεν είχε δύναμη ούτε στα γόνατα του να κρατήσει το κορμί του.
Του έδωσες το χέρι να σηκωθεί να τον βαστάξεις και ας μην έχεις φτερά δικά σου. Άλλωστε τι να τα κάνεις, δε θες εσύ να πετάξεις. Ποτέ δεν ήθελες. Ήθελες να κρατήσεις το χέρι μέχρι το κορμί του να μπορεί να σταθεί πάλι δυνατό και από μόνο του όρθιο, μέχρι να βρει πάλι κουράγιο να πετάξει αυτός ο έκπτωτος και όλες οι ορδές έκπτωτων που πέρασαν από τη ζωή σου, ο ένας μετά τον άλλο.
Και τελικά η άλλη που έφυγε δεν το πήρε μαζί; Δεν πήρε την ανάγκη σου αυτή να απλώνεις το χέρι; Ή δε σκόπευε ποτέ να την πάρει; Μήπως να μη με μαλώνεις άλλο; Μήπως αυτό είμαι εγώ; Άλλο ένα κομμάτι μου; Μήπως απλά τώρα πρέπει να διαλέγω πιο σοφά που θα το απλώσω αυτό το χέρι; Μήπως η ουσία δεν είναι να πάψω να το απλώνω; Μήπως είναι βαθιά ριζωμένο μέσα μου και δεν πρέπει να το διώξω;
Πρέπει; Επιλογή λέξης; Πρέπει.
Πρέπει για ποιον;
Μήπως το αποζητάς γιατί αυτό είναι η τροφή σου; Μήπως αυτή η τροφή δε φτάνει πια; Μήπως δε σε χορταίνει; Μήπως σ’ αφήνει ξελιγωμένη; Παραδέξου το. Δε σου φτάνει. Δε μου φτάνει. Πληγές δεν έχω. Δε θέλω γιατροσόφια. Φτερά θέλω να με σκεπάζουν γιατί από κει πηγάζει το φως.
Δε μπορώ να αφήνω το φως μέσα μου να αργοσβήνει. Πρέπει να το φροντίζω.
Γιατί τότε το φως-θέλω δε θέλω-φτάνει για όλους, γιατί είναι φροντισμένο και γίνεται εκτυφλωτικό, καταιγιστικό.
Εμένα να φροντίσω και έτσι θα τους φροντίσω όλους.