
Το πτυχίο μου από το Πανεπιστήμιο Αθηνών μου έδωσε τη δυνατότητα να διεκδικήσω μια θέση στα ελληνικά πανεπιστήμια μέσω κατατακτήριων εξετάσεων. Το όνειρο μου ήταν πάντα το τμήμα Μαθηματικών. Έτσι ξεκίνησα να ψάχνω τους οδηγούς σπουδών των τμημάτων Μαθηματικών της Ελλάδος για να δω τι ταιριάζει περισσότερο στις αναζητήσεις μου.
Πάνω από ένα μήνα αναζητούσα και έψαχνα πληροφορίες για τα τμήματα. Πάρα πολλές οι μεταβλητές που επηρέαζαν την απόφαση μου. Πέρα όμως από το ακαδημαϊκό κομμάτι, το Αιγαίο και η άγνωστη Ελλάδα με έκαναν να σκέφτομαι το τμήμα της Σάμου εντόνως και τελικά το επέλεξα.
Όταν πέρασα στο τμήμα Μαθηματικών ήταν Φλεβάρης του 2013. Σχεδόν αρρώστησα από τη χαρά μου. Ήμουν πια φοιτητής του Πανεπιστημίου Αιγαίου. Χωρίς να χάσω χρόνο, ξεκίνησα να διαβάζω και ανέμενα την εξεταστική του Ιουνίου για να πάω στη Σάμο.
Και η πολυπόθητη στιγμή ήρθε, ένα πρωινό του Ιουνίου, το Nissos Mykonos σάλπαρε με εμένα στην πρύμνη για τη Σάμο. Το δρομολόγιο έγραφε: «Σύρος, Μύκονος, Εύδηλος, Φούρνοι, Καρλόβασι, Βαθύ». Αν και από μικρός ταξίδευα στους παππούδες μου στην Αίγινα και στην Κέα, το συγκεκριμένο «εβίρα» που άκουσα από τον ύπαρχο τη στιγμή που σήκωναν άγκυρα για να αναχωρήσουμε ήταν κάτι διαφορετικό από τα συνηθισμένα. Δεν ήταν το συνηθισμένο, διότι σε αυτό το «εβίρα» μάζευα τα όνειρα μου, τα όνειρα που είχα ακόμα και από την νηπιακή ηλικία μου.

Ο πρώτος μας προορισμός, λοιπόν, ήταν η Σύρος. Ένα σπουδαίο νησί με μεγάλη ιστορία και πολιτισμό. Σήμα κατατεθέν του εμπορίου και της ναυτιλίας. Μου άρεσε πολύ όταν επιβιβάστηκαν διάφοροι πωλητές με άσπρες ποδιές και πουλούσαν τα παραδοσιακά προϊόντα τους. «Χαλβαδόπιτες, λουκούμια συριανά», η χαρακτηριστική φράση που τους συνόδευε.
Το επόμενο λιμάνι μας ήταν η Μύκονος. Πλήθος κόσμου κατέβηκε σε ένα από τα πιο ιστορικά νησιά της Ελλάδος, στο σπίτι της Μαντώς ή αλλιώς στο «νησί των ανέμων». Χρόνια ολόκληρα ήθελα να το επισκεφτώ, ήθελα να αφήσω ένα λουλούδι στο μνημείο της Μαντώς και να νιώσω και εγώ αυτούς τους μυκονιάτικους ανέμους.
Όταν αναχωρήσαμε από τη Μύκονο και ανηφορήσαμε για τον Εύδηλο, κατάλαβα γιατί η Μύκονος πήρε την ονομασία το «νησί των ανέμων». Τα μποφόρ δεν έδειχναν μεγάλους βαθμούς, αλλά αυτό δεν ισχύει στο πέλαγος του Ίκαρου. Το Ικάριο πέλαγος έχει το δικό του ρυθμό, τους δικούς του νόμους. Μπορεί ο μήνας να ήταν ένας ζεστός Ιούνιος του θέρους, αλλά τα κύματα χτυπούσαν σαν να ήταν από κάποια άλλη εποχή. Εγώ αγέρωχος στην πρύμνη, στον μεγάλο μου έρωτα, με τα κύματα να σκάνε στο πλοίο και τα νερά να φτάνουν μέχρι το κατάστρωμα. Οι συνεχείς προειδοποιήσεις του πληρώματος για ολισθηρό δάπεδο δεν με πτόησαν, ήθελα το κύμα να με χτυπάει κατάμουτρα, να ζω το κάθε «προβατάκι» που σχημάτιζε η θάλασσα.
Μέσα σε όλο αυτό το σκηνικό, μου ήρθε στο μυαλό ο Δαίδαλος, σκέφτηκα την μια συμβουλή του από τις δύο που είχε δώσει στον Ίκαρο, όταν δραπέτευσαν από την Κρήτη: να μην πάει πολύ χαμηλά, για να μη λυθούν τα φτερά από την υγρασία της θάλασσας. Ίσως και ο Δαίδαλος να είχε καταλάβει αυτή την μαγεία που σου προσφέρει το πέλαγος, που παρόλα αυτά, έμελλε να πάρει το όνομα του γιού του.
Πλησιάζοντας τον κάβο Πάπα αρχίζεις να κοιτάς την Ικαρία μπροστά σου. Εκεί νομίζεις ότι άλλαξες χώρα, βρέθηκες σε κάποια τροπική ζώνη. Τα ξερά και γυμνά βουνά των Κυκλάδων τα υποδέχονται τα πράσινα, γεμάτα νερά νησιά του Βορείου Αιγαίου. Από εκεί και μετά το ταξίδι γίνεται πιο «χαλαρό». Τα κύματα ηρεμούν και σε αφήνουν να ζήσεις την μαγεία στους Φούρνους.
Με το που άκουσα το «εβίρα» στους Φούρνους, ήξερα ότι έφτανε η ώρα, θα συναντούσα μπροστά μου το Καρλόβασι. Πρώτα είδα την Καλλιθέα, μετά τους Δρακαίους και μετά ξεπρόβαλε αγέρωχο το λιμάνι. Εκεί συναντήσαμε το «Μυτιλήνη», ξεχασμένο, αγκυροβολημένο και παροπλισμένο. Πλοίο-σήμα κατατεθέν του άγονου Αιγαίου και της άγνωστης Ελλάδος. Μιας Ελλάδος που οφείλει να γνωρίσει το Αιγαίο, να ζήσει το Ικάριο και να επισκεφτεί τα νησιά της.
Έχουν περάσει 4 χρόνια από τότε. Η μαγεία, όμως, είναι η ίδια, ίσως και περισσότερη. Κάθε πέρασμα από το Ικάριο για μια εξεταστική είναι από μόνο του μια πτυχή μιας «Άγνωστης Ελλάδος»…