[punica-dropcap]Έ[/punica-dropcap]νας ντροπαλός Μάης και μια πόλη που βιάζεται να φορέσει τα καλοκαιρινά της. Χαμόγελα και χάχανα από παρέες που ξεχύθηκαν στους δρόμους να φωτοσυνθέσουν. Το χαρμόσυνο μήνυμα; Ο Χειμώνας είχε πια τελειώσει οριστικά. Μαζί με τους χαρούμενους νέους διεκδίκησαν το δικαίωμα στον ήλιο και οι γηραιότεροι, πάντα πιο διστακτικοί στις αλλαγές, πάντα πιο απροσάρμοστοι στις συνθήκες. Για τους περισσότερους εξ αυτών μια λιακάδα δεν είναι αρκετή να ανατρέψει τη συννεφιά του μυαλού τους. Η ζωή είναι σκληρή θα σου πουν, ο μήνας βγαίνει δύσκολα, το πορτοφόλι πάντα άδειο και τα γηρατειά αδυσώπητα. Όλα είναι σοβαρά και, μέσα σε αυτή τη ζοφερή πραγματικότητά τους, όλα είναι κλειστοφοβικά. Οι άνθρωποι είναι ξένοι κι εχθρικοί κι αφού η ζωή τους γέλασε και τους έβαλε στο περιθώριο, τότε και όλοι οι υπόλοιποι θέλουν να τους εκτοπίσουν. Και η μοίρα τους το έχει πάντα να επιβεβαιώνονται.
Ο Ήλιος ανέβηκε ψηλά, όταν η ώρα του γεύματος έδωσε το παρασύνθημα για να επιστρέψει κάθε διαβάτης στο γωνίτσα του. Πλήθος συγκεντρωμένο στις στάσεις των γραμμών και μια πορεία σε εξέλιξη να έχει παροπλίσει ολόκληρο το στόλο των δημόσιων συγκοινωνιών. Δυσφορία, γκρίνια, ανυπομονησία. Για τους νέους που ερωτοτρόπησαν με τη λιακάδα όλα ήταν υποφερτά. Για τους υπόλοιπους μάλλον εφιαλτικά.
Κι είναι στ’ αλήθεια η χαρά επιλογή και διανοητική κατάσταση ή μια ευλογία μόνο για λίγους; Ποιος άραγε μπορεί να δώσει αυτήν την απάντηση; Κι αν βρεθούν κάποιοι άνθρωποι συνεπιβάτες στην ίδια τη γραμμή, τότε ποιος μπορεί να πει ότι ευνοήθηκε παραπάνω από τον άλλο;
Ένας κύριος, από αυτούς που παντού και πάντοτε βλέπουνε εχθρούς, δίνει τη μάχη του για μια θέση το λεωφορείο.
-Κάνε πιο πέρα ρε να περάσω, φωνάζει στον μπροστινό του.
-Τι σπρώχνεις ρε; Αποκρίνεται ο άλλος.
-Ρε πήγαινε πιο μέσα μη σε πλακώσω.
Advertising
-Δε χωράω ρε το καταλαβαίνεις;
-Δε με νοιάζει ρε! Nα σου κοπούν τα πόδια!
Κόλαση είναι οι άνθρωποι που δεν συναντιούνται και σε αυτήν την κόλαση προσπαθούν να πάρουν και τους άλλους μαζί. Οι συνεπιβάτες σαστισμένοι παρακολουθούν με τρόμο το ξεδίπλωμα του θηρίου. Άλλοι φωνάζουν, άλλοι κατεβαίνουν άρον άρον από το αστικό, άλλοι γελάνε και μια κοπέλα κλαίει…
Μικρή στο σώμα και στα χρόνια κοιτάει με τα μεγάλα απορημένα μάτια της την ασίγαστη δίψα του ανθρώπου για βία. Δεν αντέχει, είναι καινούρια σ’ αυτόν τον κόσμο και στο μυαλό της δεν υπάρχει σημείο κατανόησης για μια τόση πηγαία κακία. Δεν έχει δυνατή φωνή, ούτε επιβλητικό παράστημα κι όμως μέσα της η ψυχή της είναι ατρόμητη. Παίρνει την πρωτοβουλία και μιλά.
-Είναι δυνατόν, κύριε, να μιλάτε τόσο άσχημα;
Ο επιβάτης την κοιτάει ξαφνιασμένος. Το πρόσωπο του είναι σκαμμένο από το δηλητήριο που σταλάζει για χρόνια στην καρδιά του. Τι δουλειά έχει ένα νιάνιαρο να του βγάζει γλώσσα;
-Μα δε με άφηνε να περάσω.
-Και είναι αυτός λόγος για να ξεστομίσετε μια τόσο βαριά κουβέντα; Έχετε συνειδητοποιήσει πόσο βαρύ ήταν αυτό που είπατε; Να του κοπούν τα πόδια; Ευχηθήκατε σε έναν άνθρωπο να μείνει ανάπηρος;
-Τι σε κόφτει εσένα τώρα; Γέρος άνθρωπος είμαι, θέλω να πάω σπίτι μου.
-Όλοι θέλουμε να πάμε σπίτια μας, δεν είστε μόνο εσείς. Όλοι ταλαιπωρηθήκαμε σήμερα.
-Βρε τι χώνεσαι εσύ τώρα; Άι τράβα στις δουλειές σου.
-Όχι κύριε, ήταν πάρα πολύ βαρύ αυτό που ξεστομίσατε και πρέπει να ζητήσετε αμέσως συγγνώμη και από τον κύριο και από όλους τους επιβάτες που αναστατώθηκαν εξαιτίας σας.
-Βρε άι παράτα μας.
-Δεν πειράζει, μη ζητάτε συγγνώμη κύριε, αλλά να θυμάστε πως η ζωή είναι ρόδα και γυρίζει και μια μέρα θα έρθει να σας βρει πίσω το κακό που ευχηθήκατε.
Ήταν η στάση του να κατέβει, είχε στριμωχτεί από τα λόγια της κοπέλας; Κανείς δεν έμαθε ποτέ, μόνο τον είδαν όλοι να ορμάει στην πόρτα ποδοπατώντας κάθε άνθρωπο στο πέρασμά του.
Αν με ρωτήσετε τι κράτησα από αυτή τη μέρα, θα σας πω το κορίτσι. Για πάντα μέσα μου θα υπάρχει αυτό το κορίτσι. Κι αν φτάσουν ποτέ στα χέρια της αυτά τα λόγια θα ξέρει πως ήμουν κι εγώ εκεί μαζί της.
* Το κείμενο αφορά πραγματικό περιστατικό