Έχει κλάψει ποτέ άνθρωπος στην αγκαλιά σου, πνιγμένος απ’ το συναίσθημα που εξαναγκάστηκε να κρύβει, στις ξέχειλες απ’ το “στρίμωγμα” τσέπες της ψυχής του;
Έχεις ακούσει, να ξεσπούν σε κραυγή τα απαγορευμένα και “αταίριαστα” σ’ αγαπώ του, επειδή ο ψίθυρος, του μάτωσε και του ‘σκισε τον λαιμό;
Έχεις νιώσει την αγωνία και την μοναξιά της αυτοτιμωρίας του, ν’ ασφυκτιά στο κοστούμι που θέλησαν κάποιοι να του φορέσουν, με αντάλλαγμα να συνεχίσουν να τον αποκαλούν φίλο – αδερφό- γιό τους;
Έχεις πενθήσει ποτέ κάποιον, επειδή δεν άντεξε μέσα του την “ήττα” , από την σκληρή του μάχη με την “κανονικότητα” που του ‘κανες παντιέρα και προτίμησε να δραπετεύσει;
Όχι;;; Τυχερός είσαι φίλε μου!!! Όμως σε παρακαλώ… χάρη στο ζητώ… κάνε λίγη ησυχία, γιατί ρε γαμώτο, προσπαθώ ακόμη να φέρω στ’ αυτιά μου, μια φωνή που σώπασε χρόνια πριν… Έφυγε τόσο γρήγορα… Δεν κατάφερα να μάθω και ποτέ, αν έγινε σύννεφο ή αστέρι, να στρέψω το βλέμμα μου να τον αναζητήσω…
Περίεργα σου τα λέω σήμερα ε; Και λοιπόν; Και αν δεν τα καταλαβαίνεις όλα, δεν πειράζει… Πάμε μαζί! Βήμα – βήμα… Απλά αποδέξου αρχικά – σε παρακαλώ, έχει σημασία να το κάνεις-, ότι δεν είναι όλοι σαν κι εσένα, ότι και αν σημαίνει αυτό! Εύκολο, έτσι;
Τώρα αναρωτήσου λιγάκι αν θέλεις… με ειλικρίνεια όμως, μην κλέβεις, σε βλέπω! Είσαι στ’ αλήθεια τόσο σπουδαίος, ώστε ν’ αναθεματίζεις όποιον δεν σου μοιάζει; Όχι όχι! Μην ξεβολεύεσαι! Κανένας δεν στο ζήτησε! Κάτσε, μη φεύγεις… Δεν ξέρω αν έχει νόημα να σε ζορίσω περισσότερο… Δεν θα το κάνω… ξέρω, δεν το αντέχεις! Άραξε λοιπόν αν το θέλεις στην καρέκλα του “καθώς πρέπει” σου… Ναι μου το έχεις πει… σου είναι άνετη και την νιώθεις πολύτιμη… Έτσι τη βρήκες! Κληρονομιά μαζί με άλλα, που τεμπέλιασες κάπως να ξεσκαρτάρεις…
Ρε αδερφέ όμως, πόσο δύσκολο σου είναι να κάνεις λίγο πιο πέρα; Στέκεται κάποιος δίπλα σου, δεν τον βλέπεις; Έχουν πληγιάσει τα χέρια του, να βαστά και να περιφέρει την δική του καρέκλα! Τι; Θέλεις να μάθεις αν γράφει κάτι επάνω της; Έχει τόση σημασία για ‘σένα; Κάτσε να δώ… Δεν της έχει βάλει ταμπέλα! Χρώματα μόνο! Κοίτα πόσα πολλά… Και τι όμορφα…
Α! Όχι! Λάθος! Έχει γράψει την λέξη «Αγάπη»! Πολύχρωμα κι αυτήν! Να τη, εκεί είναι! Ανάμεσα στα χρώματα, και στην ίδια θέση του “καθώς πρέπει” της δικής σου καρέκλας! Δεν μπορείς να την δεις; Ίσως είναι που έχει συνηθίσει το μάτι σου να την διαβάζει μόνο με κόκκινα γράμματα… Έλα! Κάνε στην άκρη και φώναξε τον να καθίσει δίπλα σου! Να διαβάσεις από κοντά την πολύχρωμη αγάπη του… Ν’ ακούσεις γι’ αυτήν, να καταλάβεις πως είναι ολόιδια με την κόκκινη! Δεν ξέρω όμως, αν θα μπορέσει κι εκείνος εύκολα να σου μιλήσει… Η πολύχρωμη καρέκλα του, δεν μου μοιάζει τόσο άνετη όσο η δική σου… Της λείπουν δύο μπράτσα απ’ τα πλαϊνά… θέλουν και κάνα δυο μερεμέτια τα πόδια της, να πατήσουν σταθερά· να μην φοβάται πως θα πέσει!
Σήκω! Μην βαριέσαι, βοήθησε τον να την φτιάξει! Πονάνε τα χέρια του και δείχνει κατάκοπος… Ναι, ίσως και λίγο θυμωμένος! Όχι όμως, δεν έχεις λόγο να τον φοβάσαι! Είναι που εκείνος δεν βρήκε μια καρέκλα να τον περιμένει, και όσο κι αν προσπάθησε, δεν μπόρεσε μόνος, να φτιάξει μια τόσο άνετη, όσο αυτή που εσένα σου χάρισαν….
Τι λές; Θα τον βοηθήσεις να ξεκουραστεί; Και που ξέρεις… ίσως για να σ’ ευχαριστήσει, να σου μάθει να ξεχωρίζεις την αγάπη, σε όποιο χρώμα και αν έχει ανακατευτεί… Έτσι θα μπορείς κι εσύ, να την βλέπεις παντού… Τυχερέ… Πάλι κερδισμένος θα είσαι…