Πιτσιρίκια κάποτε βιαζόμασταν να μεγαλώσουμε. Ευχόμασταν να αποφοιτήσουμε από το σχολείο, να σπουδάσουμε, να διασκεδάσουμε, να κάνουμε γνωριμίες, να δουλέψουμε. Να ζήσουμε αυτό που λέγεται «ζωή». Ήρθε, λοιπόν, η στιγμή που το σχολείο τελείωσε, γίναμε ενήλικες και ένας άλλος κόσμος ανοίχτηκε ξαφνικά μπροστά μας. Κι ούτε που καταλάβαμε πως πέρασαν τα φοιτητικά χρόνια. Πολλές ώρες στη σχολή και ακόμη περισσότερες σε καφετέριες και μπαρ, περιστασιακές δουλειές, ταξίδια, φιλίες, που άλλες ήρθαν για να μείνουν κι άλλες για να φύγουν, σημάδεψαν τα χρόνια αυτά, που κύλισαν τρομακτικά γρήγορα.
Η επόμενη μέρα μετά το πτυχίο ξημέρωσε. Οι γονείς, που λίγο ή πολύ σε βοήθησαν όλα αυτά τα χρόνια, τώρα «νίπτουν τας χείρας τους» και έτσι καλείσαι μόνος σου να αναλάβεις καθήκοντα στην πορεία της ζωής. Βέβαια, υπάρχουν και κάποιοι γονείς, που συνεχίζουν να βοηθάνε οικονομικά και κυρίως ψυχολογικά τα παιδιά τους και μετά την απόκτηση του πτυχίου, αλλά ας αναφερθούμε στον μέσο όρο του Έλληνα γονέα ή τουλάχιστον σε προσωπική περίπτωση βιώματος. Κατά την περίπτωση αυτή επέρχεται «η κρίση των 20 και κάτι», αφού το άτομο πρέπει να επεξεργαστεί και να αντιμετωπίσει διάφορες σκέψεις, καταστάσεις και μέτωπα.
Ως γνωστόν, η κοινωνική και οικονομική κατάσταση της χώρας μας βαδίζει προς το χειρότερο. Χιλιάδες πτυχιούχοι παραμένουν άνεργοι, ενώ η πλειοψηφία αυτών, που εργάζονται, εργάζονται σε αντικείμενο διαφορετικό των σπουδών τους. Το πρώτο ερώτημα, λοιπόν, που απασχολεί τον καθένα μετά την απόκτηση του πτυχίου του είναι που θα βρει δουλειά στην περίπτωση, που δεν υπάρχει κάποια οικογενειακή επιχείρηση. Αναμφισβήτητα, το να εργαστεί κανείς σε κάποια καφετέρια, ξενοδοχείο ή κατάστημα δεν είναι καθόλου δύσκολο. Ωστόσο, δεν είναι και ευχάριστο. Ούτε φυσικά είναι κάτι, που καταδέχονται όλοι να κάνουν. Υπάρχουν, βέβαια, κι εκείνοι που το κάνουν αναγκαστικά και βιοποριστικά κι όχι επειδή αρέσκονται σε αυτό. Υποτιμητικό μπορεί να μην είναι, σίγουρα όμως είναι άσχημο για τον νέο, που έχει μοχθήσει να αποφοιτήσει από μια ανώτερη σχολή. Ανεργία, λοιπόν, και απαίτηση προϋπηρεσίας, την ώρα που κανείς δεν δίνει ευκαιρίες, προβληματίζουν σε μεγάλο βαθμό τον νέο.
Παράλληλα, οι λιγότερες θέσεις εργασίας και οι μεγάλες απαιτήσεις από την πλευρά των εργοδοτών προς τους υποψήφιους εργαζόμενους δημιουργούν μεγάλο ανταγωνισμό στην αγορά εργασίας. Έτσι, ο νέος καλείται να έχει όσα περισσότερα πτυχία γίνεται. Κάποιοι γονείς ενδεχομένως να είχαν την οικονομική ευχέρεια να «προικίσουν» τα τέκνα τους με διάφορες πιστοποιήσεις όπως αυτή της πληροφορικής ή των ξένων γλωσσών, κάποιοι πάλι όχι. Άρα, τώρα ο νέος θα πρέπει να καλύψει τα κενά αυτά αναζητώντας ένα καλύτερο μέλλον, τα οποία κενά, ωστόσο, απαιτούν χρόνο και χρήμα, πράγμα που επίσης του δημιουργεί «πονοκέφαλο».
Λόγω του ανταγωνισμού είναι προφανές πως ο νέος χρειάζεται στην κατοχή του κάποιο μεταπτυχιακό, αφού πια ένα πτυχίο από μόνο του δεν συνεπάγεται κάτι στην αγορά εργασίας. Και τότε ο νέος αναρωτιέται «Πρέπει να κάνω μεταπτυχιακό ή όχι;» Στην Ελλάδα του σήμερα όλα είναι σχετικά εξού και η ερώτηση. Δεν έχεις μεταπτυχιακό, σε απορρίπτουν από κάποια θέση, διότι δεν διαθέτεις τα ανάλογα προσόντα. Έχεις αλλά δεν μπορούν να σε προσλάβουν, γιατί αδυνατούν να σε αμείψουν με το χρηματικό ποσό, που σου αναλογεί. Και άραγε διαθέτεις τα χρήματα για να καλύψεις τα εξωφρενικά ποσά, που ζητούν τα πανεπιστήμια;
Μήπως τελικά να φύγω στο εξωτερικό; Οι ευκαιρίες είναι πολλές και τα «ταλέντα» αξιοποιούνται. Γιατί να μείνω στην Ελλάδα και να πληρώνομαι με 300 ευρώ, αν ποτέ βρω δουλειά; Η σκέψη των περισσοτέρων, που αναλογίζονται εκείνους, που έχουν μετακομίσει στο εξωτερικό και εργάζονται με καλή αμοιβή σε χώρο σχετικό των σπουδών τους.
Βέβαια, υπάρχουν και οι περιπτώσεις εκείνων, που απλά αποφοιτούν και αναρωτιούνται τι τελικά θέλουν να κάνουν στη ζωή τους ή τι θέλουν από τη ζωή, αφού το ελληνικό κράτος έκρινε ότι στα 18 τους χρόνια ήταν ικανοί να κρίνουν το μέλλον τους. Στην αντίθετη όχθη βρίσκονται, πάλι, απόφοιτοι με όνειρα και στόχους, που ανυπομονούν να συλλέξουν όλα τα κατάλληλα εφόδια με κάθε πιθανό τρόπο. Είναι εκείνοι, που εργάζονται σε προσωρινές δουλειές παρόλο που δεν τους αρέσουν, ώστε να καταφέρουν με τους κόπους τους να πετύχουν σε αυτό που ονειρεύονταν, με άγχος, θυσίες και πολλή υπομονή.
Αυτά και άλλα παρόμοια προβλήματα ταλανίζουν τα νεαρά άτομα της ηλικίας των 20 και κάτι. Για το λόγο αυτό, λοιπόν, οι ηλικίες αυτές περνούν μια είδους κρίση, πρόσκαιρη ή μη, σχετικά με την εξέλιξη τους στη ζωή. Κάποιοι δίνουν περισσότερη έμφαση και αξία στην κρίση αυτή, κάποιοι άλλοι λιγότερη δίχως να την αφήσουν να τους επηρεάσει σημαντικά. Η αντίδραση του καθενός εξαρτάται από το χαρακτήρα του και τις προτεραιότητες του. Σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, ωστόσο, όλοι βιώνουμε την κρίση των 20 και κάτι, πράγμα λυπηρό για τους νέους ανθρώπους, αλλά και ταυτόχρονα αναπόφευκτο λόγω των κοινωνικοοικονομικών συνθηκών.