Η πανδημία του κορονοϊού μας έδειξε πολλά, καλά και κακά: την ανθεκτικότητα της κοινότητας, την ανικανότητα της κυβέρνησης μας, την τραγωδία της απώλειας, την σημασία της οικογένειας και των φίλων και την σημασία των επαγγελμάτων που αποτύχαμε να τα αποτιμήσουμε όπως τους αξίζει, εδώ και χρόνια.
Καθώς όμως περιμένουμε με λαχτάρα το τέλος της κρίσης, θα πρέπει ιδιαίτερα να θυμόμαστε ένα ακόμη μάθημα: μας έδειξε, επιπλέον, ότι το οικονομικό μας σύστημα είναι απόλυτα και πλήρως ξεπερασμένο και αναποτελεσματικό. Βασισμένο σε θεωρίες που μας διδάσκονται ως γεγονότα, γραμμένες δεκαετίες (ή ακόμη και αιώνες) πριν, από πλούσιους λευκούς άντρες με καταγωγή από ιμπεριαλιστικά κράτη, η παγκόσμια οικονομία εκφράζει τα συμφέροντα μιας μικρής μειονότητας πλούσιων και προνομιούχων, σε βάρος δισεκατομμυρίων ανθρώπων και του πλανήτη.
Ξεκινώντας από την περιορισμένη οπτική ότι η «ανάπτυξη» και το «ΑΕΠ» είναι τα μόνα που πρέπει να προσμετρούνται, αγνοεί όλα όσα δεν φαίνονται κερδοφόρα (και συνεπώς δεν «αξίζει» να μετριούνται), πράγματα όπως η υγεία, η ευεξία, η ισότητα, η φροντίδα που προσφέρουμε σε αυτούς που έχουν ανάγκη, η δυνατότητα της εκπαίδευσης ή της άσκησης ενός επαγγέλματος που αγαπάμε, η πρόσβαση στην φύση και η αίσθηση της κοινότητας. Με άλλα λόγια, ακριβώς αυτά που μας έδειξε ο Covid-19 ότι έχουν την μεγαλύτερη αξία.
Όλο και πιο συχνά μας λένε ότι πρέπει να κάνουμε μια επιλογή μεταξύ των αναγκών της οικονομίας, τους ανθρώπους και το περιβάλλον. Και σχεδόν πάντα η οικονομία κερδίζει. «Πρέπει να διασώσουμε τις τράπεζες και μετά θα σκεφτούμε τους ανθρώπους που υποφέρουν εξαιτίας της λιτότητας» ή «δεν μπορούμε να απελευθερωθούμε από τα ορυκτά καύσιμα ακόμη γιατί θα έχει αντίκτυπο στο ΑΕΠ».
Κατά την διάρκεια των πρώτων λίγων μηνών της πανδημίας, ήταν αναζωογονητικό και καθησυχαστικό το ότι η δημόσια υγεία έγινε αποδεκτή ως προτεραιότητα-βάζοντας για λίγο στην άκρη όλη την παλιά οικονομική «σοφία»- με την κυβέρνηση να εισάγει αυθεντικά ριζοσπαστικά μέτρα για να την ξεπεράσουμε. Καθώς όμως πορευόμαστε προς ένα δεύτερο κύμα, η κυβέρνηση διχάζεται με το κλασικό δίλημμα «δημόσια υγεία ή οικονομία». Αυτά τα δύο όμως, δεν χρειάζεται απαραίτητα να είναι σε σύγκρουση και αν τελικά ανακαλύψουμε ότι πρέπει, τότε αυτό που χρειάζεται να αλλάξει είναι η οικονομία.
Γιατί μετά από όλα όσα περάσαμε σαν χώρα, τι νόημα έχει ότι όλοι αυτοί που θεωρήθηκαν σαν οι «απαραίτητοι εργαζόμενοι» κατά την διάρκεια της κρίσης να εξακολουθούν να πληρώνονται με μισθούς φτώχειας; Ή το ότι, η τόσο κρίσιμη δουλειά της φροντίδας των παιδιών και συγγενών, που κυρίως έγινε από γυναίκες, ακόμη και τώρα δεν αναγνωρίζεται σαν εργασία; Πως γίνεται να ισχυριζόμαστε ότι θα λύσουμε το πρόβλημα της στέγασης των αστέγων μέσα σε ένα βράδυ, αλλά στην πραγματικότητα με την επιστροφή στην κανονικότητα σπρώχνουμε όλους αυτούς τους ανθρώπους έξω στους δρόμους; Ή πώς ισχυριζόμαστε ότι η εργασία από απόσταση είναι η νέα κανονικότητα, όταν 5 εκατομμύρια άνθρωποι δεν έχουν πρόσβαση στο ίντερνετ; Θέλουμε πραγματικά να γυρίσουμε πίσω σε έναν κόσμο όπου θα δουλεύουμε ασταμάτητα σε βάρος της οικογενειακής μας ζωής, της πνευματικής μας υγείας και όλων των άλλων πραγμάτων που αγαπάμε να κάνουμε;
Χθες έκανα μία πρόταση στο Συνέδριο του 2020 του κόμματος “Women Equality Party” για να μπορέσουμε να ξαναφανταστούμε πως θα έπρεπε να είναι η κοινωνία και η οικονομία μας. Στο κέντρο αυτής της πρότασης ήταν το οικονομικό μοντέλο που προτείνεται από την οικονομολόγο και ερευνήτρια του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης Kate Rasworth. Γνωστό και σαν “οικονομία του Ντόνατ” (doughnut economy), λόγω του σχήματος του διαγράμματος που εξηγεί την θεωρία, το μοντέλο ξεκινά από μια ριζικά διαφορετική οπτική, αν και απόλυτα βασισμένη στην κοινή λογική. Η οικονομία μας θα πρέπει να αποσκοπεί στην υγεία των ανθρώπων αλλά και του πλανήτη, με εστίαση στην ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών μέσα όμως στις δυνατότητες του πλανήτη μας.
Το εσωτερικό δαχτυλίδι του ντόνατ, συμπεριλαμβάνει το minimum των στοιχείων που είναι απαραίτητα για μια «καλή» ζωή, όπως αυτά προκύπτουν από τους Βιώσιμους Αναπτυξιακούς Στόχους των Ηνωμένων Εθνών (UN’s Sustainable Development Goals). Το εξωτερικό δαχτυλίδι επισημαίνει τα όρια ώστε να αποφύγουμε την καταστροφή του περιβάλλοντος.
Γνωρίζω ότι κάποιοι θα χλευάσουν: «Είναι μια ουτοπία, έτσι; Ένα εναλλακτικό όραμα για αυτούς που δεν καταλαβαίνουν πως δουλεύει ο πραγματικός κόσμος». Όμως αυτός είναι ο τρόπος που μας έχουν μάθει να σκεφτόμαστε: να είμαστε ρεαλιστές, να σφίγγουμε τις ζώνες μας και να ζούμε με ό,τι έχουμε, καθώς συνεχίζουμε να καταστρέφουμε τον πλανήτη και κάποιοι ελάχιστοι άνθρωποι να κατέχουν τόσο πλούτο όσο το φτωχότερο μισό κομμάτι του πλανήτη μαζί. Ειλικρινά αυτό δεν μας ικανοποιεί πια. Γιατί αν κάτι ακόμη πέτυχε η πανδημία είναι να αποκαλύψει ότι το «δεν μπορεί να γίνει τίποτα», είναι ψέμα. Τώρα πρέπει να μην αποδεχθούμε ότι οι αλλαγές που χρειαζόμαστε δεν μπορούν να γίνουν.
Η πρόταση μου αυτή, ψηφίστηκε με απόλυτη πλειοψηφία στο Συνέδριο του Κόμματος Women Equality Party. Η οικονομία του Ντόνατ θα είναι στο κέντρο των πολιτικών μας από εδώ και στο εξής και ελπίζουμε πως και άλλα κόμματα θα ακολουθήσουν το παράδειγμά μας. Αλλά αυτό δεν χρειάζεται να γίνει από πάνω προς τα κάτω. Η πόλη του Άμστερνταμ, επίσης έχει υιοθετήσει την οικονομία του ντόνατ, αποδεικνύοντας ότι δεν χρειάζεται να έχεις όλη την χώρα μαζί σου για να κάνεις μια αλλαγή. Οι τοπικές αρχές και οι οργανισμοί σε όλο το Ηνωμένο Βασίλειο μπορούν να ενεργήσουν από μόνοι τους. Όλοι μαζί θα συγκροτήσουμε ένα κίνημα για μια οικονομία που φροντίζει και προστατεύει (caring economy), όπου όλοι μπορούν να ευημερούν.
Η οικονομία και η κοινωνία μας είναι άρρωστη. Φαίνεται όμως ότι για πρώτη φορά ένα Ντόνατ είναι μία υγιής επιλογή.
*Άρθρο της Tabitha Morton* στον Independent