Η Έιμι συνέχισε να τρέχει με ολοένα αυξανόμενο ρυθμό. Τα πνευμόνια της έκαιγαν αλλά είχε διαφύγει τον κίνδυνο. Τουλάχιστον έτσι νόμιζε. Το σπίτι του φόβου ήταν κάπου τρία χιλιόμετρα μακριά. Όταν συμπλήρωσε την αίτηση γι’ αυτό το φανταστικό mind trap παιχνίδι ποτέ δεν φαντάστηκε ότι θα κατέληγε σε αληθινό εφιάλτη. Τα ρούχα της ήταν κουρελιασμένα είχε αμυχές σε όλο της το σώμα. Όμως ήταν ακόμα ζωντανή και αυτό ήταν που μετράει. Όταν έφτασε στην αμμουδερή παραλία πήρε βαθιές ανάσες και αναθάρρησε. Στον ουρανό μαζεύονταν μαύρα σύννεφα, έπρεπε να βρει τρόπο διαφυγής. Υπήρχε μια ψαρόβαρκα, όχι πολύ μακριά από τη στεριά. Άρχισε να φωνάζει από τη χαρά της, αλλά αυτό ήταν πριν κοιτάξει με τα κιάλια που κρέμονταν με ένα λουρί από το λαιμό της. Ήταν όλοι νεκροί ή μάλλον ζωντανοί- νεκροί και ο εφιάλτης άρχιζε ξανά.
Γύρισε πίσω κι άρχισε να κινείται περιμετρικά στο δάσος. Σκοπός της να φτάσει στον κοντινότερο αυτοκινητόδρομο μα δεν ήξερε που ήταν. Το πιο φοβερό απ΄όλα ήταν ότι είχε χάσει όλους τους φίλους της. Από την ώρα που χωρίστηκαν δεν είχε βρει κανέναν. Ο Τζέικομπ, η Κέι, η Σάρα, η Χόουπ, ο Ντάιμοντ που να ήταν άραγε; Η κούραση της ήταν απερίγραπτη. Κούρνιασε μέσα στην κουφάλα ενός γέρικου δέντρου -έβαλε σπασμένα κλαδιά μπροστά για να μην φαίνεται- και την πήρε ο ύπνος. Ήταν κι αυτός ένας τρόπος για να ξεγελάσει την πείνα της.
Στο όνειρο της χαμογελούσε. Είχε βρεθεί στο δωμάτιο ενός πολυτελούς ξενοδοχείου όπου της σέρβιραν το καλύτερο πρωινό. Το όνειρο ήταν τόσο αληθινό που δεν είχε καμιά διάθεση να ξυπνήσει. Το στομάχι της όμως γουργούριζε κι άνοιξε τα μάτια. Βρισκόταν σε ένα μαλακό διπλό κρεβάτι με ουρανό, καθαρά άσπρα σεντόνια και κρεμ σκεπάσματα. Η πόρτα άνοιξε. «Χρόνια πολλά» της ευχήθηκαν οι φίλοι της φέρνοντας μια τριώροφη τούρτα σε ένα τρόλεϊ.
«Απίστευτο! Nόμιζα ότι είστε χαμένοι για πάντα…». Πήρε μια βαθιά ανάσα και τεντώθηκε σαν να της έλειπε το οξυγόνο. «Τι συνέβη στ’ αλήθεια; Θυμάμαι το παιχνίδι ήταν τόσο τρομακτικό, τόσο αληθινό. Δεν ξέρω τι να πω. Κινδύνευσα να με φάνε ζωντανή». Πήρε άλλη μια ανάσα και σταμάτησε.
«Σου τη φέραμε». Απάντησε η Κέι χοροπηδώντας και γελώντας. «Αυτό το παιχνίδι ήταν κομμένο και ραμμένο για σένα. Βάλαμε και εμείς το χεράκι μας και το διαμορφώσαμε έτσι που να μοιάζει πέρα για πέρα αληθινό. Έτσι για να μάθεις να μας το παίζεις ατρόμητη».
Η Έιμι δεν πίστευε αυτά που άκουγε. Δεν είναι δυνατόν να φτιάξει κάποιος τόσο αληθοφανές περιβάλλον. Κι αν τραυματιζόταν σοβαρά, τότε ποιος θα ήταν υπεύθυνος; «Δεν μπορώ να το πιστέψω ότι με μπλέξατε εσείς σε όλο αυτό». Απάντησε φανερά ενοχλημένη αλλά μετά από λίγο μαλάκωσε τη φωνή της. «Είμαι όμως τόσο χαρούμενη που σας βλέπω και δεν κρατάω κακία».
Ο Ντάιμοντ την πλησίασε και την αγκάλιασε. Το άγγιγμα του ήταν ψυχρό και παγωμένο. « Μια πλάκα ήταν μόνο ηρέμησε. Ένα μάθημα, επειδή μας έκανες πολύ την έξυπνη».
Η Ειμι τους παρατήρησε όλους στο δωμάτιο έναν προς έναν. Ένιωσε το αίμα της να παγώνει. Την καρδιά της να χτυπάει άτακτα. Κάτι δεν πήγαινε καλά. Κάτι δεν πήγαινε καθόλου καλά. Όλοι φέρονταν φιλικά και χαμογελούσαν, αλλά δεν ήταν οι φίλοι της. Ήταν άλλη μια δοκιμασία, άλλο ένα σκηνικό τελείως ψεύτικο. Ήταν παγιδευμένη. Ο Τζέικομπ έκλεισε την πόρτα και την κλείδωσε. Αν μπορούσε να τον αντικρίσει η Ειμι, θα έβλεπε τα κατακόκκινα μάτια του και δυο κυνόδοντες να προβάλλουν σε ένα σαρδόνιο χαμόγελο.