Μόνο για εθισμένους… Κάθεσαι να γράψεις μια αράδα και απ’ έξω βουίζουν οι δρόμοι και οι ουρανοί άδειοι. Το παλεύεις όμως και καταλήγεις να απελπίζεσαι σε μια και μόνη σειρά χωρίς νόημα, χωρίς ύφος και προπαντός χωρίς ψυχή. Κάνει φασαρία στις πόλεις, κάποτε αυτό γοήτευε τα πλήθη, τώρα απλά τους χαλάει τον ύπνο. Άμα γουστάρεις πήγαινε στην εξοχή και άσε τον όχλο με τη βαβούρα του να τα βγάλει πέρα. Δεν αξίζεις σε κανέναν και δεν ανήκεις και πουθενά. Σκέψου το αυτό που σου λέω, μπορεί να είναι λυτρωτικό το ν’ απαγκιστρωθείς από τη γειτονιά που μεγάλωσες και κανένας σχεδόν πια δε σου μιλάει.
Όσες φορές κι αν φωνάξεις καλημέρα το βλέμμα τους το ίδιο μίζερο και εχθρικό απέναντί σου. Γιατί; Μη ρωτάς το γιατί ρε Σοφάκι. Γιατί έτσι απλά η ζωή τους είναι περιορισμένη στο να κρίνουν αυτό που φοβούνται, και δυστυχώς αυτό που φοβούνται δεν είμαι εγώ σαν πρόσωπο, αλλά το γεγονός που με ακολουθεί και με έχει κάνει η ζωή να σηκώνω τα μανίκια και να μην ξεμένω στο να κοιτάω τις καμπούρες των άλλων. Άμα το σκεφτείς πέραν από μια απλή κίνηση, είναι και μια ιδέα το να σηκώνεις τα μανίκια. Να κλείνεις το μάτι σε μια όμορφη κοπέλα και να τα γουρλώνεις όταν ακούς μ@#$%ς.
Αν με ακούς με προσοχή πάει να πει πως κάτι νιώθεις μέσα σε αυτή τη μουδιασμένη πραγματικότητα. Πάει να πει πως ξενερώνεις με την πολιτική ορθότητα, επειδή δεν έχουν σημασία μόνο οι λέξεις αλλά και οι προθέσεις που κάνουν αυτές τις λέξεις ήχο. Αυτό όμως εναπόκειται πλέον σε υψηλά επίπεδα νοητικής συναναστροφής, όχι απλά σε ένα σχόλιο που κάνεις κρυμμένος πίσω από μια οθόνη και μπορεί πολύ εύκολα να κριθεί και να μεταφραστεί με λάθος τρόπο. Ενώ κάτι τέτοιο δεν μπορεί να συμβεί εύκολα όταν κοιτάς τον άλλο στα μάτια. Γιατί; Τι; Μη ρωτάς γιατί και τι ρε Σοφάκι.
Το ασθενοφόρο έξω από την πόρτα του γείτονα και τα μπαλκόνια γεμάτα κόσμο για να δουν τι έχει γίνει. Κανένας όμως δε θα πάει κοντά, όχι από φόβο τόσο, όσο από εκ βαθέων αδιαφορία. Σ΄ αυτό δεν κατηγορώ μόνο τους άλλους, είμαι και εγώ ένας από αυτούς, πολλές φορές. Μεταξύ μας ούτε στο μπαλκόνι βγήκα ποτέ μου, κι ας άκουσα το ασθενοφόρο. Ένοχος. Πιο ένοχος πεθαίνεις. Αλλά μούδιασα κι εγώ εδώ μέσα, ξενέρωσα και το μόνο που με σώζει είναι να φύγω. Να σηκώσω τα μανίκια, να ανάψω τσιγάρο, να δέσω τις μπότες, να κλειδώσω πίσω την πόρτα και να κυνηγήσω… Τι; Μη ρωτάς τι βρε ομορφιά μου.
Τελικά γράψαμε και δυο αράδες με ψυχή, είναι ο Mick και o Kieth, είναι πως μου το είπε ο Γιώργος σήμερα «Η αισθητική είναι η ηθική του μέλλοντος», όπως έγραψε κάποτε ο Ραφαηλίδης. Δεν έχω ιδέα. Απλά η δική μου αισθητική είναι το να ακούω τα πλήκτρα σαν νότες μουσικές, με μαέστρο μυαλό και ψυχή και ορχήστρα τα δάχτυλα. Πες μου κι άλλα. Εγώ θα σου πω ρε Σοφάκι, πως μεταξύ μας κάτι τρέχει, κάτι που δεν περίμενα και με φτιάχνει και με κάνει να θέλω να ξεφύγω από τη φασαρία και με τραβάει σε ουρανούς γεμάτους αστέρια, όσο μελό κι αν ακούγεται.
Σε ταράτσες που μου επιτρέπουν να απολαύσω την ανατολή και σε μπαλκόνια που εσύ θα πίνεις και εγώ θα μεθάω νηφάλιος.