Θυμάμαι! Τι βαρυσήμαντη λέξη. Θυμάμαι… Κι όμως μπορεί να ήμουν μικρή, αλλά έχω τον ήχο της γιαγιά μου στα αυτιά μου. Πήγα στο σπίτι της και την είδα να κοιτάει στο κενό. Τρόμαξα. Νόμιζα κάτι έπαθε. «Καλομάνα;» την φωνάζω. Κουνάει απότομα το κεφάλι της σαν να την τρόμαξα από έναν βαθύ ύπνο. «Έλα» μου λέει. Κάθισε. Μέχρι να πάω να καθίσω χάθηκε ξανά στη σκέψη της. Τι να σκεφτόταν άραγε; Την ρώτησα: «Τι έχεις;» Κοίτα μου λέει. Και κοιτάω το παράθυρο. Δεν είδα κάτι παρά μόνο την γειτόνισσα. Κοιτά μου λέει πολύ προσεκτικά. Και ξαφνικά τα μάτια της ήταν σαν προβολής κινηματογράφου, και η αναπνοή της ο ήχος. Φωνές, πυροβολισμοί μάνες να ωρύονται για τα παιδιά τους. Οι κουρτίνες έγιναν κόκκινες. Τρόμαξα! Αλλά δεν μπορούσα να κάνω πίσω. Δεν ξέρω γιατί. Ένιωθα το χρέος να κοιτάξω. Να μην εθελοτυφλήσω. Πάνω σε άλογα άνθρωποι με περίεργα μακριά καπέλα έσφαζαν χωρίς έλεος άλλους ανθρώπους. «Τι φρικτό». Συνέχιζα να παρακολουθώ τις εξελίξεις. Πίστευα ότι θα λάμψει κάτι. Αλλά όχι. Τους βλέπω να φεύγουν. Να αφήνουν πίσω τη γη τους. Εκεί που έθαψαν τους παππούδες και μανάδες τους. Και ξεκίνησαν για την Ελλάδα. Μέσα μου χάρηκα. Λέω επιστρέφουν στην πατρίδα τους!! Έκανα λάθος. Ήταν ότι ποιο λυπηρό είχα δει. « Πρόσφυγες!!!» «Τουρκαλάδες», «Τουρκόσποροι» και άλλα τέτοια. Πάγωσα. Το σαλόνι της γιαγιά σκοτείνιασε απότομα. Σκέφτηκα: «ένας άνθρωπος που επιστρέφει στη χώρα του, από μία χώρα όπου κι εκείνη είναι χώρα του, πως λέγεται;» Βασικά δεν επιστρέφει, φεύγει με τον πιο βίαιο τρόπο.
Κλείνω απότομα τα μάτια μου γιατί δεν ήθελα να δω τη συνέχεια. Την αντιμετώπιση των Ελλήνων του πόντου στην Ελλάδα. Οξύμωρο αν το σκεφτεί κανείς. Ανοίγω τα μάτια μου, και βρίσκομαι στο σαλόνι. «Τρελαίνομαι» σκέφτηκα. Κοίταξα αμέσως τη γιαγιά μου. Μου χαμογέλασε. Αλλά ένα χαμόγελο που έκρυβε πολλά. Με κοίταξε στα μάτια. Μου είπε με ήρεμη τρεμάμενη φωνή «να θυμάσαι. Να μας θυμάσαι. Να τους θυμάσαι». Ήθελα τόσα πολλά να την ρωτήσω. Πριν προλάβω να ανοίξω το στόμα μου σηκώνεται, πάει σε ένα μπαούλο που δεν είχα ξανά δει. Το ανοίγει. Παλιό ήταν. Πολύ παλιό. Ένα μπαούλο σε ανοιχτό χρώμα με κόκκινες βούλες. «Περίεργο σκέφτηκα. Γιατί αν αγοράσεις ένα μπαούλο με περίεργες κόκκινες βούλες;» Πήρε κάτι μέσα από αυτό και έρχεται προς το μέρος μου και κάθισε δίπλα μου. Ανοίγει την αγκαλιά της και μου δίνει έναν χρυσό σταυρό. Σπασμένος ήταν σε ένα σημείο. «Τι μου τον δίνει» σκέφτηκα. Συνεχίζει και μου δίνει ένα λερωμένο μαντίλι. Μου το φόρεσε στην πλάτη. Είχε ωραία χρώματα αλλά ήταν και αυτό λερωμένο. Κόκκινο και καφέ. Λέω «τι δουλεία έκανε και τα λέρωνε όλα με τέτοια χρώματα;» Τέλος μου δένει στο κεφάλι ένα στρόγγυλο πράγμα. Σαν ταψί. Με φλουριά. Πολλά φλουριά. Αλλά δεν είχα ξαναδεί κόκκινα φλουριά. Την κοίταξα και ήθελα να την ρωτήσω γιατί μου τα δίνει όλα αυτά. Με κοιτάει με ένα βλέμμα το οποίο δήλωνε ότι είναι στο χέρι μου να την σώσω. Λες και μου έδινε στοιχεία για την ελευθερία της. Εκείνη τη στιγμή ένιωσα ένα βάρος. Με κοιτάει με φυλάει και μου λέει « Να θυμάσαι. Όποιος ξέχασε , χάθηκε». Σηκώνετε και εξαφανίζεται.
Πετάχτηκα από το κρεββάτι μου. Δεν μπορούσα να φανταστώ τι είδα. Αν ήταν αλήθεια ή όνειρο. Ίσως ήταν ένα όνειρο που κάτι ήθελε να μου θυμίσει. Πάω στην κουζίνα του σπιτιού, καθώς ετοίμαζα πρωινό κοιτάω το ημερολόγιο. 19 Μαΐου. Το ημερολόγιο μάτωσε. Τρόμαξα. Έφυγα από την κουζίνα. Άνοιξα την τηλεόραση αλλά κάνεις δεν έλεγε τίποτα. Σαν να μην υπήρχε ποτέ αυτή η μέρα. Θεώρησα ότι έπρεπε να πάω στην γιαγιά μου. Πήγα στα κοιμητήρια να της ανάψω ένα κεράκι. Έσκυψα και είδα μια φωτογραφία. Τα αντικείμενα φώναξα και μία κυρία που ήταν ποιο εκεί με κοίταξε. Στην φωτογραφία ήταν η γιαγιά μου νέα με τον παππού μου και φορούσε τον σταυρό, το μαντίλι και εκείνο το στρογγυλό πράγμα με τα φλουριά. Πίσω στη γωνία της φωτογραφίας υπήρχε ένα μπαούλο. Έφυγα τρέχοντας. Μέσα το μυαλό μου η λέξη « Να θυμάσαι» τριγύριζε συνέχεια.
Τους είπα. Το βράδυ ετοιμαζόμασταν όλοι η οικογένεια να πάμε σε εκδηλώσεις μνήμης για του δήμου μας. Πήγα πάνω στην αποθήκη γιατί έψαχνα κάτι παπούτσια. Τράβηξα ένα κουτί και έπεσαν κι άλλα πάνω στο κεφάλι μου. Πίσω από αυτά τα κουτιά ξεπρόβαλε μία γωνία ενός μπαούλου. «Λες;» Σκέφτηκα. Το τραβάω με δυσκολία. Κατάφερα να το ανοίξω. Είχε μέσα τον σταυρό, το μαντίλι αλλά και αυτό με τα φλουριά. Πως να λέγεται σκέφτηκα. Χωρίς δεύτερη σκέψη τα φόρεσα. Μόλις με είδε η μαμά μου είπε ότι δεν γίνεται να βγω με αυτά τα λερωμένα ρούχα. «Δεν είναι λερωμένα. Κάθε άλλο.» Της αποκρίθηκα.
Στην εκδήλωση έπρεπε να πω ένα κείμενο. Το είχα είδη γράψει. Όταν με κάλεσαν στο βήμα σήκωσα το κεφάλι μου στο κείνο. Πίσω ήταν όλοι. Ματωμένοι, χτυπημένοι… Με κοιτούσαν μες τα μάτια. Ήταν εκεί. Χιλιάδες άτομα. Θυμήθηκα! Θυμήθηκα! Θυμάμαι! Τους φώναξα. Ο κόσμος με κοιτούσε με μάτια απορημένα. «Σήμερα ημέρα μνήμης και όχι μόνο. Ίσως κάποιοι από εσάς θα αναρωτιέστε γιατί βγήκα με λερωμένα ρούχα. Δεν είναι λερωμένα. Έχουν γραμμένη την ιστορία μας πάνω. Λέτε ότι για να μελετήσει κανείς την ιστορία πρέπει να ψάξει πολύ βαθιά. Τι να ψάξει στη δική μας ιστορία. Οι μαρτυρίες. Οι μαρτυρίες των δικών μας ανθρώπων φτάνουν. Να θυμάστε. Τις δικιές ιστορίες, που σας είπαν οι δικοί σας, γιατί μπορεί μία μέρα… Να θυμάστε μόνο αυτό. Τίποτα άλλο.»