
Ο ήλιος ήταν ήδη ψηλά. Η Σταχτοπούτα άνοιξε το ένα μάτι, κοίταξε τεμπέλικα το ρολόι στο κομοδίνο της, που έδειχνε 11:005 κι άλλαξε πλευρό. Το κινητό της χτυπούσε δαιμονισμένα, είπε να το αγνοήσει αλλά της είχε σπάσει τα νεύρα. Εξάλλου την είχε ήδη ξυπνήσει.
-«Τι θες ρε Τάκη πρωί πρωί;;;;»
-«Δεν είναι πρωί μωρό μου, έντεκα η ώρα! Δεν είπαμε να πάμε για ψώνια;»
-«Ωχ ναι μωρέ το ξέχασα, το βράδυ είναι το πάρτι, ξέρεις του Αλέξανδρου, στο Κεφαλάρι.»
-«Του Πρίγκηπα θες να πεις…..».
-«Ε αφού έτσι τον φωνάζουν στην πιάτσα», είπε νυσταγμένα η Σταχτοπούτα.
-«Που σπρώχνει το πράμα, στην Κηφισιά η στα Βόρεια γενικώς;»
-«Ποιο πράγμα;;;;»
-«Άσε τίποτα, κουβέντα κάνω».
-«Αυτές οι κουβέντες από κοντά, αγόρι μου», είπε η Σταχτοπούτα και του το έκλεισε στη μούρη.
Έβγαλε το σικάτο νυχτικό Victoria Secret και μπήκε στο μπάνιο. Όπως κάθε μέρα θαύμασε το είδωλό της στον καθρέφτη: «Τι σώμα, τι αναλογίες, τι πρόσωπο, φτου σου κοπέλα μου! Μοντέλο είσαι!» και με τις σεμνές αυτές σκέψεις χώθηκε κάτω από το καυτό νερό και συνέχισε να σκέφτεται και να φαντασιώνεται. Τι; Μα το πάρτι βέβαια!
Θα έπαιρνε τον Τάκη για κάλυψη. Χρόνια τώρα έπαιζε μαζί του σαν τη γάτα με το ποντίκι, μια στο καρφί και μια στο πέταλο τον είχε, κι εκείνος ο δύστυχος την ακολουθούσε σαν το σκυλί που λαχταράει το κόκκαλο. Και το κόκκαλο δεν το ‘χε δει ακόμη.
Τέλος πάντων, είχε πολλά να σκεφτεί τώρα. Ο στόχος ήταν διττός: Από τη μία να γνωρίσει επιτέλους αυτόν τον Πρίγκηπα από κοντά, ήτανε παίδαρος κατά την άποψη της κολλητής της, κι από την άλλη να του μιλήσει για δουλειά. Ήξερε πως προωθούσε κοπέλες στο χώρο του modeling, τουλάχιστον έτσι είχε ακούσει. Είχε ακούσει επίσης και για κάτι “ουσίες”, αλλά δεν έδωσε βάση. «Να μη δουν άνθρωπο να προκόβει, αμέσως να τον θάψουν!».
Με τη βοήθειά του θα γινόταν top model! Αμέ, γιατί όχι; Καλύτερες είναι οι άλλες, που κυκλοφορούν στην πασαρέλα;
Θα γινόταν πρώτη φίρμα, όχι μόνο στην Ελλάδα, και στο εξωτερικό! Εκεί να δεις μεγαλεία! Κι άσε τις δύο αδελφές, από άλλη μάνα κι άλλον πατέρα, να πηγαίνουν κάθε πρωί στην Τράπεζα για δουλειά.
Είχε κάνει ήδη μαθήματα modeling, ήξερε πώς να σταθεί και πώς να περπατήσει. Ένα χρόνο πλήρωνε η καημένη η μητριά της.
-«Γιατί κορίτσι μου δεν ψάχνεις για μια δουλειά της προκοπής;»
-«Σαν τι δουλειά δηλαδή, Τράπεζα σαν τις κόρες σου;»
-«Μακάρι να μπορούσες.»
-«’Οοοοχι χρυσή μου! Εγώ έχω προσόντα, τέλειες αναλογίες, άψογο δέρμα, μπλε μάτια, χρυσαφένια μαλλιά!»
-«Μυαλά δεν έχεις κορίτσι μου, μυαλά!» μουρμούραγε αγανακτισμένη η γυναίκα κι έφευγε για την κουζίνα.
Απ΄ όταν πέθανε ο πατέρας της, αυτή ήταν και μάνα και πατέρας για το ορφανό κορίτσι. Και τι δεν έκανε για να τη βοηθήσει. Την έστειλε φροντιστήριο για Πανελλήνιες, το έσκαγε για να βγει με τον Τάκη. Αγγλικά, Γαλλικά, τα σταμάτησε και τα δύο. Μόνο τα μαθήματα modeling έπιασαν τόπο. Εκεί πήγαινε με χαρά. Θα γινόταν λέει μοντέλο. Μα και γι’ αυτό, προσόντα χρειάζονται και μυαλό στο κεφάλι. Η μητριά της ανησυχούσε πολύ.
Το Σταχτοπούτα ήταν ένα παρατσούκλι που είχε βγάλει η ίδια, όταν ήταν μικρότερη. Όχι πως έκανε καμιά δουλειά στο σπίτι, όλο ξάπλα, χορό και σκέρτσα στον καθρέφτη. Μόνο μια φορά της είχε ζητήσει η μητριά της να βάλει δυο ξύλα στο τζάκι και βρήκε την ευκαιρία: «Σαν τη Σταχτοπούτα με έχετε, μάνα και κόρες, να σας κάνω τις δουλειές.». Όλοι γέλασαν και της έμεινε. Δανάη ήταν το όνομά της, μα και το Σταχτοπούτα, ωραίο καλλιτεχνικό ψευδώνυμο: «Και τώρα, η Σταχτοπούτα με μεταξωτό κρουαζέ πουκάμισο και φούστα από σιφόν.»
Κι έφτασε το μοιραίο βράδυ. Η Σταχτοπούτα-Δανάη ήταν σε έξαψη. Είχε φορέσει ένα κολλητό κόκκινο μίνι φόρεμα, 12ποντες ασημί γόβες και μια εσάρπα αραχνοΰφαντη, που σκέπαζε τους λεπτούς αλαβάστρινους ώμους. Τα ξανθά μαλλιά της έπεφταν σαν χείμαρρος στην πλάτη της. Την ενοχλούσαν λίγο τα extension, μα ήταν αναγκαία. Ήθελε να μοιάζει με τη Ραπουνζέλ. Την ενοχλούσε λίγο και το Wonderbra, αλλά πώς αλλιώς θα πρόσεχε ο Πρίγκηπας το πλούσιο ντεκολτέ της;
Είχε πάρει και τη νονά της τηλέφωνο νωρίτερα, μια που ήταν μοδίστρα:
-«Τι να φορέσω στο πάρτι νονά;»
-«Κάτι ξέκωλο κοπέλα μου, αφού όλα σου τα ρούχα τέτοια είναι.».
-«Με υποχρέωσες!!!!». «Άι σιχτίρ θεούσα!» σφύριξε μέσα από τα δόντια της η μικρή. «Δε θα γίνω διάσημη, ούτε την καλημέρα μου δε θα χαραμίζω για δαύτους. Όλοι τάχα ενδιαφέρονται. Απλά ζηλεύουν την ομορφιά μου».
Ήταν έντεκα και πέντε, όταν ο Τάκης χτύπησε δειλά το κουδούνι. Η Σταχτοπούτα-Δανάη πήρε το λαμέ τσαντάκι και κατέβηκε.
Στο πάρτι γινότανε χαμός. Χαμηλωμένα τα φώτα στη νοικιασμένη βίλα του Πρίγκηπα, κόσμος σκορπισμένος παντού, ζευγάρια αγκαλιασμένα να φιλιούνται, μεθυσμένοι να κοιμούνται στο γκαζόν, άλλοι να κολυμπάνε με τα ρούχα στην πισίνα, κι άλλοι μέσα στο τεράστιο σαλόνι με τους δερμάτινους καναπέδες να καπνίζουν υπό τους ήχους της rave! Από το βάθος του σαλονιού αναδίδονταν κάτι περίεργες μυρωδιές.
-«Τι γίνεται ρε Τάκη;» γύρισε ανήσυχη η Σταχτοπούτα-Δανάη στον όμορφο συνοδό της, που ειδικά εκείνο το βράδυ είχε κάνει κάθε προσπάθεια για να την εντυπωσιάσει. Ψηλός, αθλητικός, με το ολοκαίνουργιο τζιν παντελόνι και το μαύρο λινό πουκάμισο, δεν περνούσε απαρατήρητος. Η ευγενική του φυσιογνωμία και η όλη παρουσία του, ερχόταν σε πλήρη αντίθεση, τόσο με την εξεζητημένη εμφάνιση της Σταχτοπούτας, όσο και με το περιβάλλον του rave party.
-«Πάμε ρε Δανάη να φύγουμε, δεν είναι για μας εδώ».
-«Τι λες ρε Τάκη, έφτασα στην πηγή και δε θα πιω νερό; Σήκω και φύγε αγόρι μου». Και με αυτά τα λόγια, του γύρισε την πλάτη κι έψαξε να βρει τον Πρίγκηπα.
Τη βρήκε πρώτος εκείνος. Κοντός, μαυριδερός, με 4-5 δαχτυλίδια στα δάχτυλα κι αλυσίδες στο λαιμό. Το σώμα, όσο φαινόταν μέσα από τα Gucci ρούχα του, όλο καλυμμένο με τατουάζ. Φίδια, σκορπιοί και ποιος ξέρει τι άλλο.
-«Πώς σε λένε όμορφη;»
-«Σταχτοπούτα εεεε Δανάη».
-«Σταχτοπούτα;;;; Χα χα χα! Καλό! Εγώ είμαι ο Πρίγκηπας!»
-«Ναι, ξέρω» τραύλισε η αποσβολωμένη κοπέλα. Αλλιώς τα είχε φανταστεί τα πράγματα.. «Ωραίο πάρτι!» ψέλλισε.
-«Ναι, και θα γίνει ακόμη καλύτερο! Πίνεις κάτι;»
-«Εεεεε, όχι ακόμη.»
-«Θα το τακτοποιήσουμε αμέσως.» Ο Πρίγκηπας έκανε νεύμα σε μια μικρή Φιλιππινέζα, που τσακίστηκε να τον εξυπηρετήσει.
Σε λίγη ώρα, η Σταχτοπούτα βρισκόταν μισόγυμνη στην αγκαλιά του Πρίγκηπα! Εκείνος, είχε χώσει τα βρώμικα δάχτυλά του μέσα από το ροζ Wonderbra και την πασπάτευε.
-«Ξέρεις, θέλω να γίνω μοντέλο» ψιθύρισε ξέπνοα, ανάμεσα στα φιλιά και στα χάδια, που γίνονταν όλο και πιο τολμηρά.
-«Θα το τακτοποιήσουμε κι αυτό, μη σε νοιάζει, ένα σωρό κοπέλες έχω φτιάξει. Έλα πιες αυτό τώρα.»
-«Τι είναι;»
-«Α, κάτι για να χαλαρώσεις λίγο, μη φοβάσαι»
-«Όχι, όχι , δε θέλω, βοήθειαααα Τάκηηηη!»
Την άλλη μέρα η Σταχτοπούτα ξύπνησε σε ένα κρεβάτι που δεν ήταν το δικό της, με ένα κεφάλι που το χτυπούσαν χίλια σφυριά και με μια πυτζάμα αντρική.
Η πόρτα χτύπησε διακριτικά και στο άνοιγμά της πρόβαλε το σγουρόμαλλο κεφάλι του Τάκη.
-«Καλημέρα, πώς είσαι;»
Ο Τάκης άφησε το δίσκο με το πρωινό στο κομοδίνο και κάθισε δίπλα της. Το δεξί του χέρι ήταν τυλιγμένο με επίδεσμο. Του το χάιδεψε ελαφρά. Τον κοίταξε στα μάτια και για πρώτη φορά συνειδητοποίησε πως ήταν πράσινα και γελαστά, και πως ο ίδιος ήταν όμορφος, ο πιο όμορφος του κόσμου.
-«Μ΄έσωσες χθες, δε θυμάμαι και πολλά, μα είσαι ο ήρωας μου!»
Ο Τάκης έκανε ένα μορφασμό πόνου στην προσπάθειά του να χαμογελάσει.
-«Δε χρειάζεται να θυμηθείς κορίτσι μου, σήμερα είναι μια καινούργια μέρα.»
Η Σταχτοπούτα ανασηκώθηκε. Απέναντι, στην πολυθρόνα ήταν απλωμένο το κόκκινο μίνι φορεματάκι κι από κάτω οι ασημένιες γόβες. Γύρισε απότομα από την άλλη κι έκρυψε το πρόσωπο στο μαξιλάρι.
-«Τάκη, σε παρακαλώ, πέταξε τα στα σκουπίδια. Τώρα όμως, αγάπη μου!!!!».