Πέτυχε κάπου το μάτι μου ένα άρθρο με θέμα τις κινητές βιβλιοθήκες, που ξεκινούσε με τη φράση «τώρα που τα ταξίδια είναι μόνο του μυαλού…». Εμένα τα ταξίδια μου ήταν πάντα του μυαλού. Ίσως λιγάκι ανορθόδοξα, το παραδέχομαι, μα ήταν σίγουρα ταξίδια. Με συντρόφευσαν, κι ακόμα με συντροφεύουν, για ώρες ατέλειωτες καθώς με μάτια σφραγισμένα – πολλές φορές και δακρυσμένα – ξάπλωνα στο κρεβάτι μου. Το κρεβάτι του πατρικού μου σπιτιού ήταν ένα απλό, ξύλινο κρεβάτι 0.8 επί 2 μέτρα, μ’ ένα στρώμα που είχε από χρόνια πάψει να είναι βολικό και κάτι λουλουδάτα σεντόνια, δώρο της γιαγιάς.
Πέρασα ώρες πολλές στο κρεβάτι αυτό, στα μαθητικά μου χρόνια αλλά και μετέπειτα. Στο ξύλινο προσκέφαλο του ήταν γραμμένα δύο γράμματα με μαύρο ανεξίτηλο μαρκαδόρο. Ένα Μ στ’ αριστερά και ένα J στα δεξιά, με μια μικρή καρδούλα από δίπλα. Τ’ αρχικά από τους δύο έρωτες των γυμνασιακών μου χρόνων, του Μάνου και του Γιάννη. Ο πρώτος πιθανά δεν ήξερε ποτέ πόσο συχνά, με μάτια κλειστά, ταξίδευα πλάι του πάνω σ’ αυτό το κρεβάτι, κι αν είμαι ειλικρινής, ούτε κι εγώ είμαι σίγουρη πως το ήξερα τότε. Ο δεύτερος το ήξερε πολύ καλά. Ρομάντζο εξ’ αποστάσεως βλέπετε, γλυκύτατο παιδί. Είχε τη γοητεία του κι ας ξέραμε κι οι δύο το εναρκτήριο τέλμα της κατάστασης. Μιλάμε ακόμα με τον Γιάννη που και που, ίσως μια μέρα να έρθει να μ’ επισκεφτεί. Το ελπίζω.
Φίλους δεν είχα ποτέ πολλούς. Άλλες φορές με πείραζε και άλλες όχι. Υπήρχαν μέρες που μ’ έπιανε ένα κρυφό παράπονο και μ’ έπνιγε η πικρία, σαν θηλιά ιδιόχειρα τυλιγμένη γύρω απ’ το λαιμό μου. Εκείνες τις μέρες έμενα στο κρεβάτι μου, σφιχταγκαλιάζοντας τα λουλουδάτα μου σεντόνια. Ακόμα και τότε όμως δεν άφηνα ποτέ τα δάκρυα να κυλήσουν, τα σκούπιζα πάντα μ’ έναν μικρό εκνευρισμό, την ίδια στιγμή που αυτά έβρεχαν τα βλέφαρα μου. Υπήρχε ανέκαθεν για εμένα μια άτυπη ιεροτελεστία γύρω από το κλάμα.
Βήμα 1: Πήγαινε στο κρεβάτι. Προχώρα αργά, μην τρέξεις.
Βήμα 2: Κάθισε, οκλαδόν, με την πλάτη στον τοίχο.
Βήμα 3: Βγάλε τα γυαλιά, δεν θέλεις να τα λερώσεις. Όλοι ξέρουν πως δεν υπάρχει τίποτα πιο ενοχλητικό από λεκιασμένους φακούς γυαλιών.
Βήμα 4: Κλάψε, ήσυχα αν μπορείς.
Βήμα 5: Αντιστάσου στην παρόρμηση να πλύνεις το πρόσωπο σου, τα δάκρυα ήταν η μόνη κάθαρση που χρειαζόσουν.
Υπήρχαν όμως κι άλλες – δεν θέλω να πω καλύτερες – μέρες, που πλέοντας στο πέλαγος των λουλουδάτων σκεπασμάτων μου ταξίδευα μακριά, στο χώρο, μα κυρίως στον χρόνο. Αγκαλιά με τα βιβλία μου, τα οποία προς έκπληξη πολλών (οφείλω σε αυτό το σημείο να πω πως η έκπληξη τους μου προκαλεί ακόμα έκπληξη), δεν ήταν ερωτικά ή εφηβικά δράματα όπως θ’ αναμενόταν από ένα κορίτσι στην ηλικία μου. Ήταν αντίθετα ιστορίες πολεμικές. Σ’ αυτές τις ιστορίες ήταν που έβρισκα πάντα τον ρομαντισμό, μέσα από τον ηρωισμό και την συντροφικότητα που επιτάσσει το κάλεσμα στα όπλα. Τώρα πια εκ των υστέρων αντιλαμβάνομαι πως ήταν δύο τα πράγματα εκείνα που μ’ έκαναν να αγαπήσω τόσο τις ιστορίες με δράκους και ιππότες – με ή χωρίς δεσποσύνες σε κίνδυνο.
Το πρώτο ήταν η απλότητα τους. Επρόκειτο για ιστορίες γιν γιανγκ με χαρακτήρες – αρχέτυπα, πρεσβευτές του καλού ή του κακού, ποτέ και των δύο. Το γκρι σπάνιζε στις ασπρόμαυρες ιστορίες που τόσο αγάπησα, κάτι που σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να ειπωθεί για την αβάσταχτη ελαφρότητα της αμφιταλαντευόμενης κι αμφίθυμης, γκρίζας πραγματικότητας.
Το δεύτερο πράγμα ήταν οι συντροφικοί δεσμοί μεταξύ των ηρώων, εκείνοι οι αβίαστοι, δεδομένοι δεσμοί αφοσίωσης μεταξύ ατόμων με κοινό σκοπό. Δεσμοί πέρα ως πέρα ανθρώπινοι – με όλες τις μικροπρεπείς διαφωνίες και ζήλιες που αυτό συνεπάγεται – κι όμως δεσμοί δεδομένοι, άρρηκτοι, εξωπραγματικοί.
Απλότητα και συντροφικότητα λοιπόν. Τα δύο εκείνα πράγματα που αποτελούν την πεμπτουσία των ανθρώπινων σχέσεων, και ταυτόχρονα τα δύο εκείνα πράγματα που βροντερά απουσιάζουν από τις ανθρωπογενείς κοινωνίες. Εν αντιθέσει, η απλότητα και η συντροφικότητα ήταν ακριβώς εκείνα τα πράγματα, που εκτός των βιβλίων μου, επίσης μου προσέφερε το απλό ξύλινο κρεβάτι μου με τα λουλουδάτα σεντόνια. Μία απλή κατασκευή με τέσσερα πόδια κι ένα στρώμα κάθε άλλο παρά εξεζητημένο και, αν μη τι άλλο, εξαιρετικά σκληρό και άβολο. Παρόλα αυτά στο κρεβάτι εκείνο ανακάλυψα τη συντροφικότητα, και όχι στη μορφή ενός εραστή ή μιας ερωμένης, αλλά στο ίδιο το ιδιόμορφο πρόσωπο της μοναχικότητας μου.
Στο κρεβάτι με τα λουλουδάτα σεντόνια ανακάλυψα τον εαυτό μου, όχι να κρύβεται πίσω από δάκρυα και σκεπάσματα, μα να ξανασηκώνεται παραμερίζοντας τα, χρησιμοποιώντας σαν βάλσαμο τα νοητά ταξίδια μου, ακόμη κι αν πονούσε η μέση μου από την κακή ποιότητα του στρώματος.