Παλιόπαιδο (δε) θα γίνω (που να χτυπιέστε)
(ή, γιατί δε μπορούμε να ισορροπήσουμε ανάμεσα στις ανάγκες μας και τις ανάγκες των άλλων)
Στη ζωή μου έχω βρεθεί πολλές φορές αντιμέτωπος με το εξής δίλημμα: «Να είμαι τελικά καλός με τους ανθρώπους ή να κοιτάω τον εαυτό μου;» Συζητήσεις με φίλους, συνεργάτες, ακόμα και με σχετικά άγνωστο κόσμο έχουν εύκολα ή δύσκολα φτάσει στο ερώτημα αυτό:
«Μήπως τελικά να κοιτάω μόνο την πάρτη μου;»
Αυτό το ζήτημα δεν προκύπτει εντελώς ξαφνικά, όταν μία μέρα κάποιος ξυπνά και αποφασίζει ότι «εντάξει, τώρα θα γίνω κωλόπαιδο». Είναι αποτέλεσμα ζυμώσεων και στρες, το οποίο μαζεύεται σταδιακά μέσα του, καθώς βλέπει τις σχέσεις του με τους άλλους (και κυρίως με τον εαυτό του) να μην έχουν την επιθυμητή μορφή.
Τι πάει να πει αυτό;
Σεβασμός, κατανόηση, επικοινωνία, επαφή, σεξ, συντροφικότητα, συνεργασία… Αυτά είναι μόνο μερικές από τις πτυχές της ανθρώπινης φύσης, οι οποίες όμως απαιτούν παραπάνω από ένα άτομο. Ιδανικά, μέσω των κοινωνικών δεξιοτήτων μας, βρίσκουμε τις συνθήκες και τους ανθρώπους μέσω των οποίων μπορούμε να ικανοποιήσουμε τις ανάγκες αυτές.
Τι γίνεται όμως όταν δε συμβαίνει αυτό που θέλουμε; Τι γίνεται όταν νιώθουμε ότι μόνο εμείς προσφέρουμε το δικό μας «ποσοστό» στους άλλους; Τι είναι αυτό που μας κάνει να αμφιβάλλουμε για τον εαυτό μας σε τέτοιο βαθμό, που να φτάνουμε σε σημείο να θέλουμε να σταματήσουμε να προσφέρουμε γενικά;
Η απάντηση είναι σκληρή, αλλά απλή: «Φταίμε και οι δυό».
Τι εννοώ; Φταίω εγώ που προσφέρω άκριτα και διαρκώς, χωρίς να βάζω φρένο, φταις κι εσύ που δε με σταματάς, και εκμεταλλεύεσαι την προσφορά μου. Και οι δύο έχουμε δίκιο, επειδή έτσι έχουμε μάθει. Και οι δύο έχουμε άδικο, επειδή δεν είναι υγιές το σετ αυτών των συμπεριφορών.
Όλοι έχουν ένα απόθεμα συναισθηματικών εφοδίων, τα οποία μπορούν να προσφέρουν, όπως σεβασμός, υποστήριξη, αγάπη, εμπιστοσύνη. Ο άνθρωπος που φτάνει κάποια στιγμή στο όριο της προσφοράς αυτής προς κάποιον άλλον (ή άλλους), «στεγνώνει».Όπως το αίσθημα του αυτοελέγχου μειώνεται όσο περνάνε οι ώρες της ημέρας, έτσι και η συναισθηματική προσφορά δεν έχει τον ατέλειωτο…
Κάπου σκαλώνεις. Σε πνίγει το δίκιο σου. Τυφλώνεσαι από ένα αίσθημα «ανικανοποίητου», και στην προσπάθειά σου να δικαιωθείς, στρέφεσαι προς τα έσω, θέλοντας να γίνεις πιο «σκληρός», πιο «ανθεκτικός». Λιγότερο «συναισθηματικός», ίσως.
Γιατί, όμως;
Το πρώτο λάθος γίνεται πολύ νωρίς, από την οικογένεια κιόλας. Σε ορισμένες περιπτώσεις το παιδί μαθαίνει ότι δεν είναι «αρκετό», ότι οι ανάγκες του δεν είναι σημαντικές, ότι οι άνθρωποι που το φροντίζουν ίσως να μην είναι πάντα εκεί ή ότι δε θέλουν να ανταποκριθούν στις ανάγκες αυτές. Μαθαίνει την αγάπη «με όρους», και αυτό παραμένει μέσα του για πάντα (ή τουλάχιστον μέχρι να αρχίσει να το ψάχνει και να το δουλεύει).
Όροι είναι τα «θα σ’ αγαπάω αν είσαι καλός/αν διαβάζεις/αν δεν κάνεις αταξίες» και πολλά, πολλά άλλα τα οποία ο καθένας μπορεί να σκεφτεί. Όροι είναι, επίσης, τα «ο κόσμος θα σ’ αγαπάει και θα σε δέχεται αν είσαι ο καλύτερος/αν προσφέρεις στους άλλους/αν είσαι επιτυχημένος/αν κάνεις οικογένεια και παιδιά».
Αν δώσεις, δηλαδή. Αν κάνεις τον εαυτό σου «κομμάτια» για να ικανοποιηθούν ανάγκες άλλων.
Οι δικές σου ανάγκες, όμως; Πού είναι;
Ο άνθρωπος που μαθαίνει ότι πρέπει να «δώσει» για να «πάρει» έχει προγραμματιστεί έτσι, και αναζητά (υποσυνείδητα κυρίως) εκείνους που θα ικανοποιήσουν το πρόγραμμα αυτό. Μόνο εκείνοι, πιστεύει, μπορούν να πάρουν το ρόλο του λήπτη της αγάπης και της προσφοράς του.
Και υπάρχουν πολλοί, trust me.
Ο άλλος τύπος, εκείνος που δέχεται την προσφορά αυτή, έχει μάθει ότι μπορεί να πάρει ό, τι θέλει, μέχρι να τον σταματήσουν. Σα μικρό παιδί που ζητάει γλυκό. Υπάρχει περίπτωση να σταματήσει να ζητάει γλυκό αν διαρκώς του το δίνουν; Μπα…
Ούτε εκείνος έχει την απόλυτη ευθύνη. Έτσι έχει μάθει και, εκτός κι αν κάποιος του τοποθετήσει φραγμούς, πιθανότατα έτσι θα συνεχίσει να φέρεται.
Είναι λοιπόν εύλογο το ότι κάποια στιγμή κουράζεσαι. Είναι λογικό να αισθάνεσαι στεγνός από συναίσθημα και αντοχή, και κανείς δε θα σε κατηγορήσει αν νευριάσεις ή αν απελπιστείς. Αλλά το να γυρίσεις 180 μοίρες και να αλλάξεις τον εαυτό σου (μόνο επιφανειακά, αν το καλοσκεφτείς), το να επιβάλλεις στον εαυτό σου να είναι κάποιος άλλος και να κουκουλώσεις την αλήθεια, δυστυχώς δε λειτουργεί.
Ωραία, λοιπόν, θα μου πεις. Τότε τι κάνουμε; Τι είναι αυτό που λειτουργεί;
Μα φυσικά, τα όρια!
Αυτό που πάντα βοηθάει είναι να βάζει κανείς σαφή όρια στους ανθρώπους που ζητούν πράγματα από εκείνον, χωρίς βέβαια να τους απομακρύνει με άσχημο τρόπο.
Όριο είναι το «θα κάνω αυτό που μου ζητάς, όσο αυτό δε με προσβάλλει, δε με χειραγωγεί, δε με μειώνει σαν άνθρωπο, και το κάνω με ευχέρεια».
Advertising
Ή, ακόμα καλύτερα, «δεν κάνω κάτι που δε θα έκανα εάν δεν ήθελα».
Απλό;
Το να βοηθήσω κάποιον δε σημαίνει ότι είμαι υποχρεωμένος, ούτε ότι θα το κάνω για πάντα. Δεν είναι αυτός ο ρόλος μου και δε μπορεί κανείς να μου το επιβάλλει.
Κάποιοι θα προσπαθήσουν να σε χειριστούν. Κάποιοι δυστυχώς θα τα καταφέρουν. Ο χειρισμός είναι ύπουλο πράγμα και υπάρχει κόσμος πολύ ικανός στο να παίρνει αυτό που θέλει με το να χειρίζεται άλλους.
Άπαξ και αντιλήφθηκες κάτι τέτοιο… τρέχα. Μην το πολυσκέφτεσαι. Δε βγάζεις άκρη.
Ξέρω ότι ακούγεται δύσκολο, ίσως και ωμό, το να απομακρύνεις ανθρώπους από κοντά σου. Μερικές φορές όμως πρέπει να «κλαδεύουμε» το κοινωνικό μας δέντρο, επειδή κάποια κλαδιά του, όχι απλά δε μας δίνουν καρπούς, αλλά έχουν χαλάσει και μας αρρωσταίνουν.
Στο θέμα μας, όμως.
Είναι απόλυτα σημαντικό να καταλάβεις ότι δε χρειάζεται να αλλάξεις ρότα επειδή έκανες μερικές εσφαλμένες εκτιμήσεις. Το ότι την πάτησες με μια-δυο σχέσεις, δε σημαίνει ότι όλες θα είναι έτσι. Το ότι κάποιος μπορεί να σε εκμεταλλεύτηκε δε σημαίνει ότι θα το κάνουν κι άλλοι.
Εκτός κι αν τους αφήσεις.
Επειδή είναι δική σου πλέον ευθύνη να κρίνεις πιο προσεκτικά τον κόσμο. Είναι στο δικό σου χέρι το τι θα δώσεις, πόσο και σε ποιον. Δεν είναι εύκολο, το ξέρω.
Αξίζει όμως το να χάσεις τον εαυτό σου για το χατίρι κάποιων άλλων;
Σκέψου το.