[punica-dropcap]Ζ[/punica-dropcap]ηλεύω τους ανθρώπους που βλέπουν το χαμόγελο σου. Αφάνταστα. Αφόρητα. Σχεδόν (;) παθολογικά. Παθο-λογικά. Με πάθος, όπως κάθε τι που έχει να κάνει με σένα και λογικά γιατί το σκέτο πάθος ποτέ δεν το χειριζόμουν σωστά.
Ζηλεύω τους ανθρώπους που σε κάνουν να χαμογελάς. Αυτούς όμως, τους θαυμάζω κιόλας. Θαυμάζω την ικανότητα τους να γοητεύουν το μυαλό και την καρδιά σου σε βαθμό που να τους δωρίζεις τέτοιο φως. Το πώς προκαλούν αυτή τη σύσπαση στο πρόσωπό σου, τη γλύκα στο βλέμμα σου που δημιουργεί μια αίσθηση ηρεμίας, σαν να παίρνουν όλα το δρόμο τους ξαφνικά.
Ζηλεύω τους ανθρώπους που ακούν τη φωνή σου. Από τον πιο δικό σου άνθρωπο μέχρι τον περιπτερά που σου ‘δωσε νερό και τιμόνι ένα βράδυ. Κι ας μην ήταν περιπτεράς. Κι ας μη σου άφησε εκείνος το τιμόνι. Φτάνει που σ’ άκουσε να μιλάς. Τι κι αν μιλούσες και σε μένα τότε; Επιτυχής συνομιλία. Σκοπός επετεύχθη.
Πριν ακόμα σε μάθω τους ζήλευα. Έστηνα αυτί για να σ’ ακούω να μιλάς για ουσιαστικά ανούσια και μάντευα τ’ ανείπωτα που δίψαγαν να πάρουν ύπαρξη για να ντυθούν το ηχόχρωμά σου. Το ‘ξερες. Το ξέρεις κι ας μη μου το είπες ποτέ.
Advertising
Ζηλεύω τους ανθρώπους που είναι μέσα σου. Που τους σκέφτεσαι, τους νοιάζεσαι, τους αγαπάς. Που τους αφήνεις να τρέχουν στο μυαλό σου, τους ονειρεύεσαι και λαχταράς να σ’ ονειρεύονται κι εκείνοι, που μοιράζεσαι τη ζωή σου μαζί τους, που υποφέρεις, λιώνεις, καίγεσαι, πετάς, χορεύεις, μάχεσαι, θυμώνεις, συγχωρείς, ζητάς συγγνώμη, απογοητεύεσαι, ενθουσιάζεσαι, απελπίζεσαι, κοιμάσαι και μένεις ξάγρυπνος μαζί τους. Ζηλεύω τους ανθρώπους για τους οποίους θέλεις να γίνεσαι καλύτερος μα δεν διστάζεις να είσαι κακός.
Μα πιο πολύ απ’ όλους ζηλεύω το χρόνο. Ζηλευω τα λεπτά που γεννιούνται και πεθαίνουν πάνω σου. Ζηλεύω το κάθε δευτερόλεπτο που ζεις γιατί είσαι μέσα του κι είναι κι εκείνο σε σένα. Ζηλεύω τις ώρες που κοιμάσαι για τη δυνατότητα τους να σε κοιτάζουν, γιατί υπάρχουν για να σε ξεκουράζουν και να σε μεταφέρουν σε κόσμο ονειρικό. Ζηλεύω το χρόνο γιατί είναι πάντα μαζί σου.
Χρόνος όμως, δε μπορώ να γίνω. Κι αυτό κάνει τη ζήλεια μου για τους ανθρώπους σου εντονότερη. Δε θέλω να γίνω «εκείνοι». Θέλω να είμαι μία από αυτούς. Δε θέλω τη θέση τους ούτε και να τους αντικαταστήσω. Θέλω μια θέση δική μου ανάμεσα τους. Θέλω μια νύχτα να με κοιτάζεις και να χαμογελάς καθώς χορεύουμε, να νιώσω ξανά πως ο χρόνος σταμάτησε ή πως ξεκίνησε τώρα δα, μόλις μ’ ακούμπησες και το «μαζί» έγινε ουσιαστικό επίρρημα. Από εκείνα τα ουσιαστικά που δεν θες να τα μιλάς…