Έντεχνο, μία από τις μουσικές κατηγορίες που έχει χαρίσει άφθονες ώρες γεμάτες καυγάδες και διαφωνίες, τόσο για την ονομασία του μουσικού είδους-ρεύματος, όσο και για τους καλλιτέχνες που το εκπροσωπούν. Ένα μουσικό είδος που έχει αναδείξει μερικές από τις καλύτερες φωνές του ελληνικού πενταγράμμου από την αρχή της δημιουργίας του, αν μπορούμε να πούμε ότι υπήρξε κάποτε, κάπου στα 1960, γεννημένο από τον Μάνο Χατζιδάκι και θα μπορούσαμε να πούμε βαφτισμένο από τον ίδιο και από τον Μίκυ Θεοδωράκη.
Αν θα δινόταν ένας ορισμός, η έντεχνη μουσική ξεκίνησε ως ένα πάντρεμα της ελληνικής – λαϊκής μουσικής με στοιχεία από την κλασική, με στίχους λυρικούς και ποιητικούς, με ενορχηστρώσεις που κάνουν το είδος προσιτό και αγαπητό σε πολλές και διαφορετικές ομάδες ανθρώπων. Σε αυτό συνετέλεσε και η πολιτική προέκταση και χρήση της μουσικής αυτής, με κομμάτια που ακόμα και σήμερα δεν έχουν χάσει το ύφος και τη σημασία τους σχεδόν σαράντα χρόνια μετά.
Ακόμα και τώρα, πάμπολλοι νέοι δημιουργοί επιλέγουν την έντεχνη μουσική, προσδοκώντας μια εύκολη καταξίωση και μια χωρίς κόπο επιτυχία. Μια κιθάρα με πέντε ακόρντα, μία μελοποίηση ενός κλασικού κειμένου καθώς στοχεύουν και σε εκλεπτυσμένο κοινό ή δημιουργία στίχων χωρίς ιδιαίτερο νόημα για πλειάδα ακροατών και έτοιμο το αριστούργημα. Βεβαίως ο εν λόγω δημιουργός είναι δεδομένο πως θα χαντακωθεί και θα γυρίσει στην πρωινή του δουλειά, καθώς θα καταλάβει πως η σκάλα της μουσικής καταξίωσης-αναγνώρισης-επιτυχίας είναι τεράστια και όλο εμπόδια να την σκαρφαλώσεις.
Όσοι προσπάθησαν να το πράξουν με τον εύκολο τρόπο, πηδώντας δύο-δύο ή τρία-τρία τα σκαλιά γκρεμοτσακίστηκαν και δεν ξανασηκώθηκαν καν να την αντικρίσουν, ούτε κατά διάνοια να την ανεβούν ξανά. Οπότε αν και αργά καταλαβαίνει πως η μουσική δεν είναι τόσο εύκολη όσο υπέθετε.
Τώρα, οι καλλιτέχνες που έχουν καταξιωθεί και δημιουργήσει μέσα από το συγκεκριμένο είδος, πώς έκαναν επιτυχία και επέτυχαν, είναι πασιφανές. Επιμονή, προσήλωση στη μουσική παιδεία τους και ατέλειωτη δουλειά πάνω στη μουσική. Από το μηδέν που ξεκίνησαν οι περισσότεροι, μέχρι το σημείο που ο καθείς θεωρεί ιδανικό να φτάσει, δούλεψαν αδιάκοπα και συνεχίζουν να το πράττουν.
Το έντεχνο τραγούδι έχει αυτή τη μαγεία, να επισκιάζει το ελάττωμα και να ξεχωρίζει το ταλέντο. Για παράδειγμα όταν δεν υπάρχει μία τόσο καλή φωνή, υπάρχει μία καλή ενορχήστρωση. Όταν δεν υπάρχει μία καλή ενορχήστρωση, υπάρχει ένας καλός στίχος και πάει λέγοντας. Είναι χαρακτηριστικό γενικά της μουσικής, αλλά στο έντεχνο ξεχωρίζει.
Υπάρχει βεβαίως και ο ερμηνευτής που έχει όλο το πακέτο (όπως θα έλεγαν κάποιοι μανατζαρέοι), που στην περίπτωση αυτή η επιτυχία είναι μονόδρομος, καλώς ή κακώς.
Καλώς γιατί μπορεί να διαρκέσει για μια ζωή, κακώς γιατί θα σκάσει σαν ένα πυροτέχνημα για λίγο και θα εξαφανιστεί. Πολλά τέτοια παραδείγματα.
Η χαρακτηριστική εικόνα της παραλίας, με τον κάθε τυχάρπαστο που έχει αγκαλιά μία κιθάρα και παίζει τέσσερις συγχορδίες ψευτοτραγουδώντας ,δεν είναι παράδειγμα της μουσικής αυτής. Είναι δυσφήμηση διότι, δεν ξέρει τι τραγουδάει, γιατί γράφτηκε αυτό που τραγουδάει, απλά το κάνει για λόγους που ούτε κι ο ίδιος γνωρίζει. Το οξύμωρο είναι ότι υπάρχει κοινό που τους ακούει ένα γύρω, κοινό που γνωρίζει τη μουσική και υπομένει αυτό το μαρτύριο από τους βασανιστές με τις κιθάρες, πολλές φορές διασκεδάζοντας ή παριστάνοντας ότι διασκεδάζει, άγνωστο το γιατί.
Εν ολίγοις, το έντεχνο πλέον αντιπροσωπεύει την ελληνική μουσική, είναι μία κατηγορία της ελληνικής μουσικής που παραμένει ζωντανή. Αξίζει το σεβασμό των μουσικόφιλων και οι καλλιτέχνες του αξίζουν την αναγνώριση.
Είναι ίσως η τελευταία ρίζα που μας οδηγεί και θυμίζει την λαϊκή ελληνική μουσική, ας μην την αφήσουμε να εκλείψει.