Διακήρυξη για το Δικαίωμα στην Τεμπελιά
Σύντομη στάση σ’ ένα παγκάκι της οδού Θεμιστοκλέους
«Η εποχή μας λένε είναι ο αιώνας της εργασίας. Στην πραγματικότητα είναι ο αιώνας του πόνου, της μιζέριας και της διαφθοράς»
Μία ολιγόλεπτη στάση, σε ώρα μεσημβρινή, έξω από ένα φαρμακείο στο κέντρο της Αθήνας υπήρξε αφορμή για στοχασμό. Λίγα μέτρα κοντά στο φαρμακείο βρίσκεται ένα ξύλινο παγκάκι, αορίστου ηλικίας, περιτριγυρισμένο από διαφόρων ειδών φυλλώματα. Με άλλα λόγια, το παγκάκι είναι τοποθετημένο σε τέτοιο σημείο και με τέτοιον τρόπο, που η περιορισμένη ορατότητα ενός πιθανώς βιαστικού περαστικού δεν δύναται να το εντοπίσει, με αποτέλεσμα να παραμένει στο μεγαλύτερο μέρος της ημέρας, αδειανό. Χαρακτηριστικό παράδειγμα μίας ανώφελης ύπαρξης.
Ωστόσο, ακόμα κι αν κάποιος αντιλαμβανόταν την παρουσία του δεν θα καταδεχόταν να ακουμπήσει σ’ αυτό, παρά μόνο για να δέσει τα προσφάτως και αφελώς λυμένα κορδόνια του. Ένα παλιό, ξύλινο και ελαφρώς λερωμένο παγκάκι σ’ έναν πολυσύχναστο δρόμο αποτελεί τουλάχιστον μια άσκοπη λεπτομέρεια, αν όχι μια εντελώς κακόγουστη προσθήκη.
Αναμφίβολα, οι ρυθμοί της ζωής στην πόλη σπανίως επιτρέπουν τη διακοπή της προκαθορισμένης ρουτίνας προς χάριν μιας στιγμιαίας ανάπαυλας. Η αφοσίωση στο εργασιακό καθήκον, που σήμερα φαντάζει ολοένα και πιο πολύ σαν αυτοσκοπός, δεσμεύει επιτακτικά τον άνθρωπο- περαστικό και η αξία του ελεύθερου χρόνου εκμηδενίζεται. Κατά συνέπεια, η οποιαδήποτε συμπεριφορά λοξοδρομεί από το αστικό μοντέλο της προσωπικής εξάντλησης του ατόμου μέσα στον καθημερινό εργασιακό στίβο, κινδυνεύει να θεωρηθεί ως μία τάση προς οκνηρία και να ταυτιστεί με την τεμπελιά. Κοινώς, αν όλοι γύρω τρέχουν, αυτός που στέκεται ρεμβάζει και σπαταλά τον χρόνο.
Το Δικαίωμα στην Τεμπελιά: Στοιχεία από το έργο του γάλλου συγγραφέα Πωλ Λαφάργκ
Σε άμεση αντίθεση με τον υπερβάλλοντα ζήλο για εργασία τοποθετείται το 1880 ο πολιτικός συγγραφέας Πωλ Λαφάργκ, που με το βιβλίο του Δικαίωμα στην Τεμπελιά, διακηρύττει την πανανθρώπινη ανάγκη για αυτοδιάθεση και το δικαίωμα στον ελεύθερο χρόνο. Ο Λαφάργκ, βλέποντας το σύγχρονο μοντέλο του αναπτυσσόμενου καπιταλιστικού δυτικού κόσμου, αντιτίθεται στην εργασιακή φρενίτιδα της εποχής, που οδηγεί τον άνθρωπο σε συνθήκες διαρκούς και εξαντλητικής υπερεργασίας. Η προσωπική εξαθλίωση του εργάτη υπηρετεί τα συμφέροντα της αστικής τάξης, ενώ παράλληλα αποτελεί τροχοπέδη για τα ευγενή ανθρώπινα πάθη.
«Μα, δεν μπορούν, επιτέλους, οι εργάτες να καταλάβουν ότι, με το να καταπονούνται υπέρμετρα απ’ τη δουλειά, εξαντλούν και τις δικές τους δυνάμεις και αυτές των απογόνων τους; Ότι, με τη φθορά που υφίστανται γίνονται πριν της ώρας τους ανίκανοι για κάθε είδους εργασία; Ότι, απορροφημένοι, αποκτηνωμένοι από ένα και μοναδικό πάθος, δεν είναι πια άνθρωποι, αλλά σπαράγματα ανθρώπων; Ότι σκοτώνουν μέσα τους όλα τα υπέροχα χαρίσματα, αφήνοντας όρθια και παντοδύναμη την έξαλλη μωρία της εργασίας;»
Το παραπάνω απόσπασμα αποτελεί ένα κομμάτι της κριτικής του Λαφάργκ για την εργασιακή τρέλα της εποχής του. Ο συγγραφέας οραματίζεται έναν κόσμο όπου η εργασία δεν καταλαμβάνει περισσότερες από τρεις ώρες ημερησίως, υπαγορεύοντας, έτσι, την απελευθέρωση του ατόμου από τα εργασιακά του δεσμά. Παράλληλα, συνδέει το δικαίωμα στην τεμπελιά με την εξασφάλιση χρόνου προς όφελος του φιλοσοφικού στοχασμού και της συμμετοχής των ανθρώπων στα ζητήματα της κοινοπολιτείας, κατά το πρότυπο των αρχαίων Ελλήνων.
Το ζήτημα της υπερεργασίας στο σήμερα
Αν και η κριτική του Λαφάργκ προβλημάτισε τους σύγχρονους του, λόγω του ρηξικέλευθου χαρακτήρα της, η εποχή, στην οποία αναφέρεται, ενδέχεται να φαντάζει ιδιαιτέρως μακρινή. Επομένως, η όποια αναφορά σε εργατική τάξη είναι πιθανό να οδηγεί το μυαλό του αναγνώστη σε ασπρόμαυρες φωτογραφίες που απεικονίζουν παλιά λασπωμένα παπούτσια και σκοροφαγωμένες εργασιακές φόρμες.
Η σημερινή εποχή των δύο ταχυτήτων, ωστόσο, κατά την οποία, ο άνθρωπος ακροβατεί μεταξύ ανεργίας και εξαντλητικής πολύωρης δουλειάς, εξακολουθεί να προτάσσει το δικαίωμα στην εργασία έναντι του δικαιώματος στην τεμπελιά. Το ζήτημα της ανυπαρξίας του ελεύθερου χρόνου παραμένει. Η παγκόσμια μηχανή απαιτεί την ανελέητη ετοιμότητα και αποδοτικότητα του εργαζόμενου, προάγοντας τον διαρκή ανταγωνισμό, ως αξία μέσα στο εργασιακό περιβάλλον. Τι απομένει, λοιπόν, στον άνθρωπο, παρά το να προσπεράσει το παγκάκι της οδού Θεμιστοκλέους;
«Υπέροχα στομάχια, ισάξια του Γαργαντούα, τι απογίνατε; Έξοχα μυαλά που περικλείατε όλη την ανθρώπινη σκέψη, τι απογίνατε;» αναρωτιέται με εύστοχο τρόπο ο Λαφάργκ.
Η παραγωγική και καταναλωτική τρέλα, που συνδέεται με τις συνεχώς αυξανόμενες ανάγκες του σύγχρονου κόσμου, καθηλώνει το άτομο, ωθώντας το στην εργασιακή διαστροφή. Ο σκληρά εργαζόμενος άνθρωπος της εποχής μας, που ενστερνίζεται την αστική αντίληψη περί σπουδαιότητας της άνευ ορίων εργασίας, συναινεί, ακόμη και ακουσίως, στην αδιάλειπτη εκμετάλλευσή του. Το πρόσταγμα, επομένως, παραμένει επαναστατικό. Η αλλαγή των όρων του παιχνιδιού συνεπάγεται πρωτίστως την αφύπνιση των σύγχρονων εργατικών τάξεων, οι οποίες υφίστανται, κατά κύριο λόγο, τις συνέπειες αυτής της ξέφρενης εργασίας.
«Ω, τεμπελιά, μητέρα των τεχνών και των ευγενών αρετών, γίνε βάλσαμο στην ανθρώπινη αγωνία!». Με τον τρόπο αυτό κλείνει τις σελίδες του βιβλίου του ο Γάλλος συγγραφέας. Ως προς εσένα άγνωστε περαστικέ της οδού Θεμιστοκλέους, στάσου ένα λεπτό και ρέμβασε. Έχεις κι εσύ Δικαίωμα στην Τεμπελιά!
Πηγές που χρησιμοποιήθηκαν στο άρθρο αυτό:
Αποσπάσματα κειμένου από: Λαφάργκ, Π. Το δικαίωμα στην Τεμπελιά, Μτφ: Γιούλη Τσίρου, Εκδόσεις «Το Ποντίκι»
Το δικαίωμα στην τεμπελιά- Πολ Λαφάργκ: Κριτική βιβλίου, Γιάννης Αντωνιάδης. Αναρτήθηκε από: https://www.culturenow.gr/dikaioma-stin-tempelia-pol-lafargk-kritiki-vivlioy/ (Τελευταία προβολή 09/10/2020)