
Ο ελλαδικός χώρος έχει περίτρανα συνδέσει το όνομά του και την ιστορία του με την ελληνική γλώσσα, μία από τις αρχαιότερες γλώσσες της Ευρώπης και και του κόσμου με συνεχή παρουσία ακόμα και σήμερα. Η ελληνική είναι μία γλώσσα της ινδοευρωπαϊκής οικογένειας γλωσσών χωρίς κανένα στενό συγγενή και μία από τις γλώσσες που μιλιούνται στη βαλκανική χερσόνησο. Ωστόσο, πρέπει να επισημανθεί ότι πριν την έλευση των Ελλήνων και της γλώσσας τους στον ελλαδικό χώρο κατοικούσαν άλλες φυλές και λαοί που χαρακτηρίζονται προελληνικοί, επειδή ακριβώς δεν ήταν Έλληνες. Οι λαοί μιλούσαν τις προελληνικές γλώσσες, ένα σύνολο γλωσσών για τις οποίες δεν διαθέτουμε και πληθώρα μαρτυριών.
Η αρχαιολογία και η παλαιοντολογία μαρτυρούν ότι τα Βαλκάνια είχαν κατοικηθεί πολλές χιλιετίες πριν την εμφάνιση του ελληνικού στοιχείου. Οι λαοί που συνέθεταν το δημογραφικό και γλωσσικό κάδρο μιλούσαν πιθανότατα αρκετές γλώσσες και όχι μία. Κάτι τέτοιο φαίνεται άλλωστε και από τη γλωσσική πολυμορφία που χαρακτηρίζει γενικότερα τη Μεσόγειο. Όλες αυτές οι γλώσσες είπαμε ονομάζονται συμβατικά προελληνικές και δεν πρέπει να τις μπερδεύουμε με τις μη ελληνικές γλώσσες που ακούγονταν την ίδια περίπου εποχή ολόγυρα της βαλκανικής χερσονήσου. Πρέπει να τονίσουμε ότι η ακριβής χρονολογία εμφάνισης της ελληνικής γλώσσας είναι αρκετά θολή, αλλά κατ’ ανάγκη η προγενέστερη μορφή της τοποθετείται πριν από την εμφάνιση των πρώτων γραπτών κειμένων, αυτών της γραμμικής Β΄. Τα παλαιότερα δείγματα κειμένων σε Γραμμική Β΄ με ασφάλεια χρονολογούνται ως τον 14ο π.Χ. αιώνα. Είναι πολύ πιθανό η ελληνική να είχε αποκτήσει τα γνωστά της χαρακτηριστικά γύρω στο 1.500 π.Χ.

Πώς όμως οι προελληνικές γλώσσες πιστοποιούνται και διαπιστώνονται; Ο ένας βασικός τρόπος καταγραφής τους είναι από άμεσες πηγές. Οι βασικότερες άμεσες πηγές που έχουν φτάσει ως τα χέρια μας είναι κάποια κρητικά “ιερογλυφικά” κείμενα τα οποία έχουν βρεθεί σε επιγραφές σχεδόν αποκλειστικά στην Κρήτη, ορισμένα και στη Σαμοθράκη και ανάγονται στην περίοδο γύρω στο 2.100 π.Χ. και στο 1500 με 1450 π.Χ. σε μία χρονολογική φάση που ονομάζεται μεσομινωική ή υστερομινωική. Μία ακόμα άμεση μαρτυρία προελληνικών γλωσσών είναι τα κείμενα που ανακαλύφθηκαν γραμμένα στη γραμμική Α’ γραφή, που άρχισαν να ανασύρονται από τα τέλη του 19ου αιώνα κυρίως στην Κρήτη αλλά και σε ορισμένα άλλα νησιά (Μήλος, Σαμοθράκη, Κύθηρα, Κέα) και την ηπειρωτική Ελλάδα, ενώ πιο πρόσφατα ανακαλύφθηκαν κείμενα στην Μικρά Ασία και το Ισραήλ.
Μέχρι σήμερα έχουν δημοσιευτεί περίπου 1.500 κείμενα σε γραμμική Α΄, με περισσότερα από 7.500 σύμβολα (η γραμμική Α΄ είναι ιερογλυφική γραφή) που ισοδυναμούν με δέκα δακτυλογραφημένες σελίδες συνεχούς κειμένου. Σχεδόν όλες οι επιγραφές αυτές είναι λογιστικά κατάστιχα γραμμένα αρχικά σε νωπό πηλό. Ο διοικητικός χαρακτήρας των κειμένων αποκαλύπτεται κυρίως, λόγω της παρουσίας συμβόλων που είναι ολοφάνερα αριθμητικά (μονάδες, δεκάδες, εκατοντάδες, χιλιάδες). Η γραμμική Α΄ συγκροτείται από τη μία με ιδεογράμματα και από χαρακτήρες που συνδυάζονται για να σχηματίσουν ομάδες, διαχωρισμένες με κενά. Οι χαρακτήρες αυτοί είναι περίπου εκατό, οπότε είναι σχεδόν απίθανο να αναπαριστούν κάποιο αλφάβητο. Οι χαρακτήρες είναι υπερβολικά πολλοί, αν και λίγοι ταυτόχρονα για ένα ιδεογραφικό σύστημα, οπότε μάλλον έχουμε να κάνουμε με ένα συλλαβάριο, δηλαδή κάθε χαρακτήρας αντιπροσωπεύει μία συλλαβή.

Η γραμμική Α΄ σε αντίθεση με τη μυκηναϊκή γραμμική Β΄ δεν έχει αποκρυπτογραφηθεί ακόμα, οπότε είναι άγνωστο ποια γλώσσα απεικονίζουν τα κείμενα σε αυτή τη γραφή. Η ερώτηση γύρω από το ποια γλώσσα εκφράζεται με τα κείμενα αυτά έχει διατυπωθεί ουκ ολίγες φορές και δεν είναι λίγοι οι αρχαιολόγοι και οι γλωσσολόγοι που έχουν προσπαθήσει να απαντήσουν. Κάθε ερευνητής ισχυρίζεται κατά καιρούς πως έχει βρει την απάντηση. Η αλήθεια πάντως είναι πως καμία προσπάθεια αποκρυπτογράφησης δεν έχει πείσει την επιστημονική κοινότητα. Αυτό οφείλεται κυρίως στο ότι η γραμμική Α΄ δεν παρουσιάζει εμφανείς φωνολογικές και μορφολογικές συνιστώσες με καμία άλλη γνωστή γλώσσα. Το πιο πιθανό πάντως είναι πως η γραμμική Α΄ είναι μέλος είτε της ινδοευρωπαϊκής γλωσσικής οικογένειας ή της σημιτικής.
Για τη φύση των προελληνικών γλωσσών μπορούμε να θεωρήσουμε ως άμεση πηγή την επιγραφή του Δίσκου της Φαιστού που ανακαλύφθηκε στην Κρήτη στο ομώνυμο μινωικό ανάκτορο, στις 3 Ιουλίου 1908 από τον Ιταλό αρχαιολόγο Luigi Pernier. Ο Δίσκος της Φαιστού αποτελεί επίσης ένα από τα μεγαλύτερα γλωσσολογικά μυστήρια, αφού η γλώσσα που απεικονίζει είναι επίσης παντελώς άγνωστη. Η επιγραφή του Δίσκου είναι ιερογλυφική κι αυτή, σε νωπό αρχικά πηλό που ψήθηκε κατόπιν. Περιέχει 45 διαφορετικά σύμβολα και ο δίσκος έχει κεντρίσει τη φαντασία πολλών γλωσσολόγων και αρχαιολόγων, επαγγελματιών και μη, και έχουν γίνει αρκετές προσπάθειες αποκρυπτογράφησής του. Έχουν προταθεί πάρα πολλές ερμηνείες του κειμένου του, όπως ότι πρόκειται για προσευχή, για τη διήγηση μίας ιστορίας, για ένα γεωμετρικό θεώρημα, για ημερολόγιο κ.ά. Καμία όμως ερμηνεία δεν έχει θεωρηθεί αξιόπιστη πάνω – κάτω για τους ίδιους λόγους που δεν έχει πείσει καμία ερμηνεία ως τώρα και για τη γραμμική Α΄.

Το 1934 ο Σπυρίδων Μαρινάτος βρήκε στην Κρήτη και συγκεκριμένα στο σπήλαιο του Προφήτη Ηλία στο Αρκαλοχώρι, έναν διάσημο πλέον πέλεκυ με δεκαπέντε σύμβολα πάνω του, όμοια με εκείνα του Δίσκου της Φαιστού. Ο πέλεκυς χρονολογείται γύρω στο 1.600 π.Χ. και η γλώσσα που απεικονίζεται είναι επίσης εντελώς άγνωστη. Η αποκρυπτογράφηση του πέλεκυ είναι επίσης αρκετά δύσκολη για τους ίδιους λόγους με τον Δίσκο της Φαιστού και τη γραμμική Α΄. Έχουν βρεθεί επίσης αρκετά κυπρομινωικά κείμενα στην Κύπρο αλλά και στη Μέση Ανατολή που χρονολογούνται στην περίοδο ανάμεσα στο 1600 και το 1050 π.Χ. Στο νησί της Κύπρου έχουν ανακαλυφθεί επίσης επιγραφές σε μία γλώσσα που ονομάζεται συμβατικά ετεοκυπριακή και πρόκειται για μία προελληνική γλώσσα, αρκετά μυστήρια και νεφελώδης όσο και μία ακόμα προελληνική γλώσσα της ίδιας περίπου περιόδου, την ετεοκρητική που μιλιόταν στην Κρήτη από ομάδα ή ομάδες πληθυσμού που δεν ήταν Έλληνες.
Έχει γενικά επικρατήσει η συνήθεια να κάνουμε χρήση του όρου μινωική,για να δηλώνεται συμβατικά η προελληνική γλώσσα που ακουγόταν στην Κρήτη πριν τη μυκηναϊκή κατάκτηση. Αυτό όμως θεωρείται επισφαλές, καθώς δεν έχουμε τίποτα που να μας κάνει να υιοθετούμε αβίαστα την άποψη ότι αυτοί που σήμερα λέγονται Μινωίτες μιλούσαν μία μόνο γλώσσα. Το γεγονός πως διέθεταν πολλούς διαφορετικούς τρόπους γραφής είναι ένα στοιχείο που δείχνει πως πιθανότατα υπήρχε γλωσσική πολυγλωσσία. Σε κάποια νησιά του ΒΑ Αιγαίου (Λήμνος, Σαμοθράκη) έχουν βρεθεί μη ελληνικά κείμενα του 6ου και 5ου π.Χ. αιώνα, όμως αυτά δε μπορούν να θεωρηθούν με σιγουριά προελληνικά. Οι προελληνικές γλώσσες μπορούν να ανιχνευθούν και από έμμεσες μαρτυρίες μέσω λεξιλογικών δανείων.

Ως τέτοια δάνεια λογίζονται διάφορα ανθρωπωνύμια που απαντώνται σε γραμμικές γραφές αλλά όχι σε αλφαβητικές, π.χ. qa – qa – ro, pi – ta – ke – u. Κάποια ονόματα που απαντώνται σε αλφαβητικές γραφές και θεωρούνται προελληνικά είναι τα Μίνως, Ραδάμανθυς, Οδυσσεύς. Αντίστοιχα ονόματα θεών θεωρούνται προελληνικά, π.χ. Βριτόμαρτις (θεότητα της Κρήτης), Μυκήνη, Αθήνη κλπ. Τοπωνύμια με καταλήξεις όπως -ανθος, π.χ. Ερύμανθος, -ινθος, π.χ. Κόρινθος, -υνθος, π.χ. Ζάκυνθος και με καταλήξεις σε -σσός/-ττός επίσης θεωρούνται προελληνικά, π.χ. Γαργηττός (Αττική), Παρνασσός, Υμηττός, Μυκαλησσός (ποτάμι της Βοιωτίας). Πολλά τοπωνύμια της Κρήτης είναι προελληνικής ρίζας, π.χ. Αμνισός, Κνωσός, Πραισός, Τύλισος, Φαιστός, Ζάκρος.
Άλλες λέξεις με προελληνική συνείδηση είναι οι ασάμινθος (μπανιέρα), άψινθος (αψέντι), λαβύρινθος, υάκινθος, βότρυς (κοτσάνι σταφυλιού), μίνθη (μέντα), κυπάρισσος, οίνος (κρασί) και πολλές άλλες. Από ποιες γλώσσες προέρχονται βέβαια αυτά τα δάνεια, έχει γίνει αντικείμενο μεγάλων συζητήσεων. Εικάζεται ότι η γλώσσα της γραμμικής Α΄ έχει παίξει μεγάλο ρόλο μαζί με την κυπρομινωική, την ετεοκρητική και την ετεοκυπριακή. Ποικίλες είναι και κάποιες “υποθετικές” γλώσσες για τις οποίες δεν έχουμε καμία μαρτυρία, π.χ. πελασγική. Υπάρχει ένας πυρήνας λέξεων που συμβατικά αποκαλούνται μεσογειακές, γιατί απαντάνε και σε άλλες γλώσσες της περιοχής με ασαφή όμως ετυμολογία, π.χ. οι λέξεις για το λάδι και το κρασί. Έχει διατυπωθεί η πεποίθηση πως οι λέξεις αυτές πέρασαν στην ελληνική από μία άγνωστη γλώσσα μη ινδοευρωπαϊκή και μη σημιτική, αλλά αυτό δεν έχει αποδειχθεί.
Πηγές που χρησιμοποιήθηκαν γι’ αυτό το άρθρο:
Linear A and Linear B | αντλήθηκε από britannica.com
Κιολές Α. & Παπαδόπουλος Ρ. “Ο Δίσκος της Φαιστού”: αντλήθηκε από users.uoi.gr
Duhoux Y. “Η ελληνική και οι προελληνικές γλώσσες”: Στο : Α.Φ. Χριστίδης Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας: Από τις Αρχές ως την Ύστερη Αρχαιότητα” – Θεσσαλονίκη ΙΝΣ
Duhoux Y. “Προελληνικές γλώσσες: Έμμεσες μαρτυρίες” : Στο : Α.Φ. Χριστίδης Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας: Από τις Αρχές ως την Ύστερη Αρχαιότητα” – Θεσσαλονίκη ΙΝΣ