
Με τον όρο «αρχαία κωμωδία» αναφερόμαστε στην περίοδο της κωμικής δραματουργίας που ξεκινάει από τις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ και καταλήγει στον 2ο αιώνα μ.Χ (όπου υπάρχουν ενδείξεις συγγραφής πρωτότυπων έργων). Ο Αριστοτέλης στο έργο του, Περί ποιητικής, αναφέρει ότι την πατρότητα της κωμωδίας διεκδικούν οι Δωριείς και ότι η προέλευση της είναι αυτοσχέδια, καταγόμενη από τους εξάρχοντες των φαλλικών τραγουδιών1 και άλλων λαϊκών τελετουργικών δρώμενων.
γενομένη δ’ οὖν ἀπ’ ἀρχῆς αὐτο-σχεδιαστικῆς—καὶ αὐτὴ καὶ ἡ κωμῳδία, καὶ ἡ μεν ἀπὸ τῶν ἐξαρχόντων τον διθύραμβον, ἡ δὲ ἀπὸ τῶν τὰ φαλλικὰ ἃ ἔτι καὶ νῦν ἐν πολλαῖς τῶν πόλεων διαμένει..
Ο Αριστοφάνης είχε παραλλάξει το όνομα της κωμωδίας σε «Τρυγωδία». Ο όρος αυτός παρέπεμπε στην Τραγωδία, ως προς τον σχηματισμό της και στην τρύγα ,στο κατακάθι του κρασιού, ως προς το περιεχόμενό της. To 486 π.Χ, η κωμωδία εισάγεται στα Μεγάλα Διονύσια, έχουν προηγηθεί η τραγωδία και το σατυρικό δράμα. Στα τέλη της δεκαετίας του 440 π.Χ θεσπίζεται διαγωνισμός μεταξύ κωμικών ποιητών στα Λήναια με υπεύθυνο τον άρχων βασιλεύς. Περίπου την ίδια περίοδο έχουμε διαγωνισμό μεταξύ κωμικών υποκριτών.
Οι Αλεξανδρινοί χώρισαν το αρχαίο κωμικό δράμα σε τρείς περιόδους ( ιστορικές – εξελικτικές φάσεις) : Παλαιά , Μέση και Νέα κωμωδία. Γενικότερα, στην ιστορία του θεάτρου, αυτού του είδους η τριχοτόμηση είναι συμβατική χωρίς ουσιαστικό νόημα.
Η περίοδος της Παλαιάς κωμωδίας περιλαμβάνει τα έργα του 5ου αιώνα π.Χ. Σημαντικότερος εκπρόσωπος αυτής της περιόδου είναι ο Αριστοφάνης (445 – 386 π.Χ). Από το σύνολο των 44ων κωμωδιών του έχουν διασωθεί οι 11. Υπάρχουν και άλλοι σπουδαίοι κωμωδιογράφοι, είτε προγενέστεροι είτε σύγχρονοι του Αριστοφάνη, όπως ο Εύπολις και ο Κρατίνος. Δυστυχώς, όμως μας έχουν διασωθεί μόνο αποσπάσματα των έργων τους. Στην Παλαιά κωμωδία εντοπίζουμε ποικιλομορφία τόσο στο είδος της πλοκής όσο και στο ύφος της. Μπορούμε να διακρίνουμε τρεις αφηγηματικούς τύπους: α) την πολιτική κωμωδία, όπου πραγματεύεται έννοιες όπως ο πόλεμος, η ειρήνη, η διαφθορά κ.α β) την μυθολογική κωμωδία, όπου έχουμε κωμικές εκδοχές ενός παραδοσιακού μύθου και γ ) τον τύπο της αστικής κωμωδίας, όπου βλέπουμε θέματα με ένα πέπλο ιδιωτικότητας, που ξεφεύγουν από την ουτοπία και την μυθική διάσταση και άπτονται κυρίως της ιδιωτικής ζωής.
Στις μέρες μας, όταν αναφερόμαστε σε κωμωδία έχουμε κατά νου τις κωμωδίες καταστάσεων με τις δολοπλοκίες και τις παρεξηγήσεις ως πλοκή. Στην Παλαιά κωμωδία όμως, το γέλιο ήταν αποτέλεσμα κυρίως μέσω της αισχρολογίας και της χοντροκομμένης σάτιρας. Σε πολλά έργα υπήρχε η σάτιρα της πολιτικής και κοινωνικής πραγματικότητας, καθώς και οι επιθέσεις σε επώνυμα πρόσωπα της εποχής. Χαρακτηριστικό γνώρισμα στην Παλαιά Κωμωδία ήταν και οι Χοροί. Ομάδες ανδρών χόρευαν και τραγουδούσαν με πολύχρωμη ενδυμασία και συχνά μεταμφιεσμένοι σε ζώα ( όπως πουλιά στους «Όρνιθες»)

Η Μέση κωμωδία είναι , κατ’ ουσίαν, μια επινόηση. Πρόκειται για ένα μεταβατικό στάδιο από την Παλαιά στην Νέα. Πολλά στοιχεία της Παλαιάς κωμωδίας διατηρούνται στην Μέση, ενώ πολλά στοιχεία της Νέας κωμωδίας προέρχονται από την Μέση. Περιλαμβάνει τα έργα που γράφτηκαν από τον 4ο αιώνα π.Χ μέχρι και τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου ( 323 π.Χ). Δεν σώζονται κωμωδίες αυτής της περιόδου, εκτός από τον Πλούτο και τις Εκκλησιάζουσες του Αριστοφάνη που τυπικά/χρονολογικά εμπίπτουν στην Μέση κωμωδία. Ήδη, από τις δύο προαναφερθείσες κωμωδίες εντοπίζουμε τα σημάδια μεταβολής της κωμωδίας από Παλαιά σε Μέση. Το «ονομαστίν κωμωδείν», οι βωμολοχίες, η πολιτική σάτιρα, οι ουτοπικές πλοκές δεν αποτελούν πλέον βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα στην Μέση κωμωδία.
Επίσης, η παρουσία και ο ρόλος του Χορού είναι αισθητά μειωμένος, όπως διαπιστώνουμε και στις Εκκλησιάζουσες του Αριστοφάνη. Σημαντική εξέλιξη στην περίοδο αυτή ήταν η διάδοση του Αθηναϊκού κωμικού θεάτρου έξω από τα τείχη της πόλης. Το θέατρο γίνεται πλέον γνωστό σε ολόκληρο τον ελληνικό κόσμο. Αυτό είναι εμφανές και από την αυξημένη παραγωγικότητα των εκπροσώπων ποιητών της εποχής. Πιθανόν, αρκετές ελληνικές πόλεις να παράγγελναν έργα στους ποιητές της Μέσης Κωμωδίας ώστε να παρασταθούν στα τοπικά φεστιβάλ τους. Η Αθήνα εξελίσσεται σε θεατρικό κέντρο όλης της Ελλάδας. Πολλοί δραματουργοί μετοικούν σε αυτήν και γράφουν έργα τα όποια προωθούν και σε διάφορες πόλεις του ελλαδικού χώρου.
Στην τρίτη εξελικτική φάση έχουμε την Νέα κωμωδία, που ξεκινάει από το 322 π.Χ και φτάνει μέχρι τον 2ο αιώνα μ.Χ. Ο κυριότερος εκπρόσωπος είναι ο Μένανδρος και έπονται ο Φιλήμων και ο Δίφιλος. Η πρώτη εμφάνιση του Μενάνδρου συμπίπτει χρονικά με τον θάνατο του Μεγάλου Αλέξανδρου, δηλαδή την έναρξη της Ελληνιστικής εποχής. Γεννήθηκε στην Αθήνα, γύρω στο 342 π.Χ, , από σχετικά εύπορη οικογένεια, έγραψε περίπου 108 από τα όποια σώζεται ατόφια η κωμωδία Δύσκολος που μας έγινε γνωστή μόλις το 1958 και άλλα 6 έργα σε αποσπάσματα.
Στο μεταβατικό διάστημα της Μέσης κωμωδίας, η εξέλιξη του είδους σε Νέα, την διαφοροποιεί από την Παλαιά τόσο μορφολογικά όσο ειδολογικά και υφολογικά. Δε θα πρέπει να παραβλέψουμε τις κοινωνικοπολιτικές συνθήκες που επικρατούν την εποχή που συγγράφουν ο Αριστοφάνης και ο Μένανδρος. Τα 9 από τα 11 έργα του, ο Αριστοφάνης, τα γράφει κατά την διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου και αυτό το γεγονός είναι πολύ εμφανές στην δραματουργία του.

Η παλαιά κωμωδία είναι πολιτική και αναφέρεται σε θέματα που αφορούν την πόλη των Αθηνών. Καυτηριάζει, ονομαστικά, πρόσωπα της επικαιρότητας («ονομαστί κωμωδειν»), αναφερόμενη σε συγκεκριμένα γνωστά άτομα της εποχής. Επίσης, στηλιτεύει τα κακώς κείμενα της Αθηναϊκής κοινωνίας. Τόσο ο μελετητής de Ste Croix όσο και ο Edmunds, εξέφραζαν την άποψη ότι μέσα από το κωμικό ύφος μπορούν να αναδειχθούν σοβαρά θέματα. Έτσι, τα έργα που περιέχουν σκωπτικά αστεία, βωμολοχίες, πειράγματα δε θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως κενά νοήματος. Αντιθέτως η κωμωδία είχε έναν βοηθητικό ρόλο στην διασφάλιση της κοινωνικής τάξης και ευνομίας.
Το στοιχείο της πολιτικής σάτιρας εκλείπει στην εποχή του Μενάνδρου. Το γεγονός αυτό σχετίζεται με δύο παράγοντες: α) με την αλλαγή ενδιαφέροντος του κοινού που, μετά την ήττα στον Πελοποννησιακό πόλεμο και την γενικότερη πολιτική αστάθεια, δεν τον ενδιέφεραν πλέον οι δημόσιες πολιτικές υποθέσεις β) με το ότι έπαψε να υπάρχει η πόλη-κράτος και τα έργα απευθύνονταν στους πολίτες όλης της Ελλάδας και όχι μόνο της Αθήνας. Οι κωμωδιογράφοι έγραφαν έργα που μπορούσαν να παρασταθούν πανελλαδικά. Στην αρχαία Αθήνα ο άνθρωπος ήταν πολίτης και η μεγαλύτερη ποινή του ήταν να χάσει τα πολιτικά του δικαιώματα. Στην ελληνιστική εποχή, ο πολίτης γίνεται πλέον αστός. Το σύνολο αντικαθίσταται από το άτομο και τα συλλογικά θέματα αντικαθίστανται από θέματα που αφορούν πλέον την ιδιωτική – οικογενειακή ζωή. Μπορούμε να πούμε ότι τα έργα του Μενάνδρου είναι αστικές κωμωδίες και τα θέματα που πραγματεύονται δεν εκτίθενται δημόσια αλλά μέσα στους οίκους.
Στην Παλαιά κωμωδία έχουμε το στοιχείο του παραμυθιού και της ουτοπίας. Παρουσιάζονται φανταστικές, μη ρεαλιστικές συνήθως, με υπερρεαλιστικά μοτίβα που δίνουν μια εναλλακτική «πραγματικότητα» («Ειρήνη», «όρνιθες»). Έτσι, το πολιτικό στοιχείο συνυπάρχει αρμονικά με το φαντασιακό που δεν αφορμάται από καθημερινές καταστάσεις. Στην κωμωδία του Αριστοφάνη ενυπάρχουν μυθολογικά θέματα στα οποία ο ποιητής σατιρίζει τους θεούς και τους μυθικούς ήρωες. Αυτό είναι ένα στοιχείο που ξεκινάει ήδη από την τραγωδία και κυρίως τον Ευριπίδη. Με την Νέα κωμωδία περνάμε από το παραμύθι στον ρεαλισμό. Οι ιστορίες είναι καθημερινές, τυποποιημένες, ρομαντικές με έντονες ιδεολογικές προεκτάσεις. Κυρίως ερωτικές ιστορίες όπου έχουν ως μοτίβο τον έρωτα, την απάτη και την ανακάλυψη της αλήθειας.
Η παλαιά κωμωδία έχει ένα πλήθος διαφορετικών χαρακτήρων : πλασματικοί, καθημερινοί, ιστορικά πρόσωπα, μυθικοί ήρωες , ζωόμορφα όντα, Έλληνες και βάρβαροι. Αντιθέτως, στην Νέα κωμωδία βλέπουμε καθημερινούς τύπους με αληθινά πάθη και ανθρώπινες αδυναμίες, με ηθικά διλήμματα και εσωτερικές συγκρούσεις. Επίσης υπάρχει μια γκάμα κωμικών τύπων ( επιρροή από comedia del Arte ) Πρόκειται, όπως προαναφέραμε, για αστική κωμωδία με ανθρώπους όπου το κοινό θα μπορούσε να ταυτιστεί.
Η Μενάνδρεια κωμωδία εμπεριέχει το στοιχείο της τύχης που μπορεί, ανά πάσα στιγμή, να ανατρέψει τα πάντα, είτε θετικά είτε αρνητικά. Η πίστη στην θεά Τύχη οφείλεται κυρίως στη κοινωνικοπολιτική αστάθεια της εποχής και στην αμφισβήτηση που επικρατούσε. Από την άλλη, στον Αριστοφάνη, οι χαρακτήρες πλάθουν τον δικό τους κόσμο και δημιουργούν μόνοι την τύχη τους

Στην Νέα κωμωδία παρατηρείται το φαινόμενο της μείωσης του χορικού στοιχείου, κάτι που είχε ήδη γίνει εμφανές στην Μέση κωμωδία («Πλούτος»). Δεν υπήρχε η ειδικά συντεθειμένη πάροδος και στα χειρόγραφα που μας έχουν διασωθεί υπάρχει απλά η ένδειξη ΧΟΡΟΥ, που πιθανόν ήταν κάποια εμβόλιμα ιντερλούδια τα οποία δεν είχαν νοηματική σχέση με το έργο αλλά μάλλον επρόκειτο για κάποια γνωστά τραγούδια της εποχής. Στην ουσία, ο χορός αυτός ήταν ένας «κώμος», μια ομάδα γλεντοκόπων χωρίς ουσιαστική ταυτότητα, που δεν αλληλεπιδρούσε με τους ηθοποιούς αλλά αποτελούσε το διάλειμμα μεταξύ των πράξεων.
Η πλήρης αποσύνδεση του χορού από τους υποκριτές και τα δρώμενα αντικατοπτρίζεται και στην αρχιτεκτονική των θεάτρων. Στην Παλαιά κωμωδία ο χορός της σκηνής ήταν στο ίδιο επίπεδο με την ορχήστρα. Στην Νέα κωμωδία το σκηνικό οικοδόμημα ανυψώνεται και δημιουργείται ένα ψηλό προσκήνιο που απομακρύνει την επαφή των υποκριτών με τα μέλη του χορού. Η αιτία της αποδυνάμωσης του χορού πιθανολογούμε πώς είναι η αλλαγή της μορφής των έργων. Είχαμε ήδη περάσει από το σύνολο στο άτομο. Ο χορός, που ήταν ο εκπρόσωπος μιας κοινότητας, δεν είχε κάποια θέση στις ιδιωτικές – οικογενειακές υποθέσεις των έργων της Νέας κωμωδίας. Χορός υπάρχει τόσο στην Μέση όσο και στην Νέα κωμωδία, απλά δεν επιτελεί την ίδια λειτουργία και δεν κατέχει την ίδια θέση όπως στην Παλαιά.
Σε γλωσσικό – υφολογικό επίπεδο η διαφορά μεταξύ Παλαιάς και Νέας κωμωδίας είναι χαοτική. Στον Αριστοφάνη, έχουμε μια γλώσσα ποιητική, εκρηκτική με έντονο λυρισμό , που το νόημα της δεν είναι εύκολο να μεταφραστεί στην δημοτική, σε συνδυασμό με το χοντροκομμένο λαϊκό αστείο. Από την άλλη, ο Μένανδρος χρησιμοποιεί την καθημερινή γλώσσα των αστών της εποχής του, εγκαταλείποντας την πολυμετρία της Παλαιάς και περιορίζοντας την στα τρία μέτρα που συνάδουν με την καθομιλουμένη, ιαμβικό τρίμετρο – ιαμβικό τετράμετρο – τροχαϊκό τετράμετρο.
Η Νέα κωμωδία είναι πιο απλή αποτελούμενη από 5 πράξεις. Στην 1η πράξη είναι ο πρόλογος όπου εμφανίζεται, συνήθως ένας θεός που μας αναφέρει τον τόπο τον χρόνο και μια περίληψη του τι θα ακολουθήσει χωρίς να μας αποκαλύπτει όλες τις λεπτομέρειες. Στην 2η και 3η πράξη έχουμε την θέση, την εξέλιξη της πλοκής. Στην 4η πράξη έχουμε την λύση. Στην 5η πράξη ακολουθούν κάποιες διευθετήσεις που ο ποιητής θεωρεί απαραίτητες για την απόδοση «ποιητικής δικαιοσύνης». Επίσης, έχουμε αποδυνάμωση του χορικού στοιχείου.
Ο Αριστοτέλης, στο Περι ποιητικής, είχε αναφέρει πως θα πραγματευόταν τα ζητήματα της αρχαίας κωμωδίας εκτενέστερα στο Β’ μέρος του βιβλίο του. Δυστυχώς το βιβλίο αυτό έχει χαθεί. Στο Όνομα του ρόδου, του Ουμπέρτο Έκο, το τελευταίο αντίγραφο του Β’ μέρους της ποιητικής εμφανίζεται στην βιβλιοθήκη ενός μεσαιωνικού μοναστηριού. Ο μοναχός Χόρχε “λούζει¨ τις σελίδες του με δηλητηριώδη ουσία. Έτσι, όποιος μοναχός το ανακάλυπτε και το διάβαζε δηλητηριαζόταν. Το πιθανότερο είναι πως αυτό το αντίγραφο δεν υπήρξε ποτέ σε κάποιο μοναστήρι αλλά η κωμωδία και το γέλιο χαρακτηρίστηκαν ως πηγή του κακού.
Βιβλιογραφία – Διαδικτυογραφία
H.D Blume Εισαγωγή στο αρχαίο θέατρο, εκδ Μ.Ι.Ε.Ε, Αθήνα 1989,
Ευαγγελία Φανουράκη, μτπχ εργασία «Η πολιτική και η ρητορική διάσταση του έργου του Αριστοφάνη» Δεκέμβριος 2018
R.L.Hunter Η Νέα κωμωδία στην Αρχαία Ελλάδα και την Ρώμη, μτφ Βασίλης. Α. Φυντίκογλου, εκδ Μ.Καρδαμιτσα, Αθήνα 1994
Ιωάννης Μ. Κωνσταντάκος «ΤΟ ΚΩΜΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΑΠΟ ΤΟΝ 4ο ΑΙΩΝΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ: ΕΞΕΛΙΚΤΙΚΕΣ ΤΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ» (ΕEΦΣΠΑ 57 [2005/2006] 47-101),
Αντώνης Πετρίδης, φιλολογικό ιστολόγιο «Λωτοφάγοι» https://antonispetrides.wordpress.com/
K.J Dover H κωμωδία του Αριστοφάνη, μτφ Φ.Ι.Κακριδής, Μ.Ι.Ε.Ε 2003
Αριστοτέλους Περί ποιητικῆς, μετ. Σ. ΜΕΝΑΡΔΟΥ, εισαγωγή–κείμενο–ερμηνεία Ι. ΣΥΚΟΥΤΡΗ, (Ακαδημία Αθηνών, Eλλην. Bιβλιοθ. 2) Αθήναι 1937