
Ο Μιχαήλ Αφανάσιεβιτς Μπουλγκάκοφ ήταν Ρώσος συγγραφέας. Θεωρείται από τους σημαντικότερους νεότερους δραματουργούς της Ρωσίας και διακρίνεται για την καυστική και διεισδυτική του πένα. Πολλά από τα έργα του, ωστόσο, θεατρικά και μη, δημοσιεύτηκαν για πρώτη φορά περίπου τέσσερις δεκαετίες μετά το θάνατο του συγγραφέα. Είχε κριθεί ως εχθρικό και ασύμβατο με την επίσημη ιδεολογία.
Το έργο του Μπουλγκάκοφ στηλιτεύει και γελοιοποιεί τη ζωή στη Σοβιετική Ένωση, μέσα από το γκροτέσκο και το παράλογο. Πρόκειται για έναν χαρακτηριστικό τρόπο άσκηση κριτικής στη ρωσική λογοτεχνία, ήδη από την εποχή του Γκόγκολ. Επίσης, συνδέεται με την ανανέωση του σοβιετικού θεάτρου, ιδιαίτερα μετά το 1955.
Ο Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ γεννήθηκε στο Κίεβο της σημερινής Ουκρανίας, στις 15 Μαΐου 1891. Ήταν ο μεγαλύτερος γιος του Αφανάσι Μπουλγκάκοφ, καθηγητή της Θεολογικής Ακαδημίας του Κιέβου, και της Βαρβάρας Μιχαήλοβνα, το γένος Ποκρόβσκαγια.
Το 1909, μετά το απολυτήριο τού Α’ Γυμνασίου Κιέβου εγγράφεται στην ιατρική σχολή του Πανεπιστημίου του Κιέβου. Με την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ως εθελοντής γιατρός του Ερυθρού Σταυρού, βρίσκεται αμέσως στην πρώτη γραμμή, όπου και τραυματίζεται βαριά τουλάχιστον δυο φορές. Το 1916, παίρνει το πτυχίο ιατρικής και βρίσκει θέση γιατρού στο Σμολένσκ, για να καταλήξει αργότερα στην πόλη Βγιάσμα.
Τον Φεβρουάριο του 1919, στον Ρωσικό Εμφύλιο, ο Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ υπηρέτησε ως γιατρός τον Ουκρανικό Δημοκρατικό Στρατό. Μετά από μικρό διάστημα λιποτάκτησε και ενσωματώθηκε πάλι ως γιατρός στον Κόκκινο Στρατό. Τελικά κατέληξε στη Λευκή Φρουρά τής Νότιας Ρωσίας.
Οι δικοί του, μετά το τέλος του εμφυλίου, βρέθηκαν εξορία στο Παρίσι. Εκείνος δεν κατάφερε να δουλέψει στο εξωτερικό ως γιατρός, παρά τις προσκλήσεις της γαλλικής και της γερμανικής κυβέρνησης, γιατί έπασχε από τύφο. Η υγεία του γενικά, λόγω των πολεμικών τραυματισμών του, ήταν κλονισμένη. Για να απαλύνει τον πόνο, άρχισε να παίρνει μορφίνη, μέχρι που τελικά εθίστηκε. Κατάφερε, ωστόσο, να απεξαρτηθεί.

Στα τέλη Οκτωβρίου 1921, ο Μπουλγκάκοφ πήγε στη Μόσχα και άρχισε να δουλεύει σε διαφορές εφημερίδες. Στην περίοδο αυτή, θα δημοσιεύσει σποραδικά διηγήματα στην εφημερίδα των εξόριστων στο Βερολίνο. Το 1923, γίνεται μέλος της Πανρωσικής Ένωσης Συγγραφέων. Το 1928, ο Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ εμπνεύστηκε το “Ο Μαιτρ και η Μαργαρίτα”, που θεωρείται και το σπουδαιότερο έργο του. Ταυτόχρονα, ξεκινά τη συγγραφή ενός κομματιού για τον Μολιέρο, με τίτλο “Η καμπαλά τών υποκριτών”. Στη Μόσχα έκανε η πρεμιέρα το έργο “Η ερυθρά νήσος”.
Ήδη από το 1927 οι κριτικοί τον θεωρούν πολύ αντισοβιετικό. Το 1930, η λογοκρισία διακόπτει την καριέρα του, τα έργα του δεν δημοσιεύονται πια και εξαφανίζονται από τα θέατρα. Απευθύνθηκε και στην πολιτική ηγεσία της ΕΣΣΔ, ζητώντας βοήθεια. Είτε άδεια μετανάστευσης είτε εργασία ως βοηθός σκηνοθέτη στο Θέατρο Τεχνών Μόσχας Τσέχοφ. Ο ίδιος ο Στάλιν, ο οποίος ήταν ενθουσιασμένος από το θεατρικό έργο “Οι Μέρες των Τουρμπίν”, τηλεφώνησε στον Μπουλγκάκοφ και υποσχέθηκε βοήθεια. Ο συγγραφέας εργάστηκε το 1930 στο Κεντρικό Θέατρο της Εργαζόμενης Νεολαίας. Μετά, ως το 1936, είχε τη θέση του βοηθού σκηνοθέτη. Από το 1936 και μετά, εργαζόταν στο Θέατρο Μπολσόι ως συγγραφέας λιβρέτων και μεταφραστής.
Το 1939 δούλευε πάνω στο λιβρέτο “Ράσελ” και σε ένα εγκώμιο για τον Στάλιν, το “Μπατούμ”, το οποίο, αντίθετα με τις προσδοκίες του Μπουλγκακοφ, απαγορεύτηκε να δημοσιευτεί και να παρουσιαστεί στη σκηνή. Εκείνο το διάστημα επιδεινώθηκε ραγδαία η υγεία του. Διαγνώστηκε με υπερτονική νεφροπάθεια, ασθένεια που είχε οδηγήσει και τον πατέρα του σε θάνατο. Ο Μπουλγκάκοφ άρχισε τότε να υπαγορεύει στη γυναίκα του τις τελευταίες αλλαγές στο “Ο Μαιτρ και η Μαργαρίτα”. Από τον Φεβρουάριο του 1940, συγγενείς και φίλοι βρίσκονταν στο πλάι του ασθενή, ο οποίος και πέθανε στις 10 Μαρτίου 1940.
