Το κείμενο, είναι.
Και αν θες να σε γράψει ας το αφήσεις. Έτσι κάνει κι έτσι –μάλλον– θα γίνει. Το κείμενο σε κρατά απ’ το χέρι και δεν ψάχνει τον δρόμο, παρά μόνο στον δείχνει· εσύ ακολουθείς δίχως επιλογή.
Γυρίζεις σελίδες όπως αφήνεις τα χνάρια σου ανάμεσα στα δέντρα· σ’ αυτό το δάσος της ανάγνωσης που σε βρίσκουν οι νύχτες και οι πρώτες «καλημέρες». Εκεί που αν δεν αφεθείς δεν θα τα καταφέρεις. Στον αφηγηματικό κόσμο επιτρέπεται μόνο ένα: να πιστέψεις το πιο όμορφο ψέμα που επέλεξες. Γιατί έτσι είναι, εσύ το επιλέγεις. Χαζεύεις τη βιβλιοθήκη και είτε τραβήξεις απ’ τη ράχη «Το μαγικό βουνό» του Τόμας Μαν, είτε «Τη γραφομηχανούλα» του Ζίγκφριντ Κρακάουερ, ακόμα και «Το βάρος της πεταλούδας» του Έρι Ντε Λούκα, ο κόσμος σου αλλάζει.
Στις πρώτες μυρωδιές των σελίδων γίνεσαι κάτι διαφορετικό. Από απλό ξεδιάλεγμα μεταμορφώνεται σε συνειδητή υπακοή και διαρκή ακολουθία. Τόσο θέλει για να μοιάζει ο κόσμος σου σαν άλλον και λίγο ακόμα για να μην κοιμηθείς μέχρι το τέλος.
Ακόμα και τότε που θα διεκδικήσεις χρόνο για εσένα και θα τσακίσεις την άκρη απ’ τη σελίδα –σαν κάτι από συνέχεια του μετά– το σαράκι είναι ήδη μέσα σου. Σέρνεται στις τρύπες του νου σου και κάθε λίγο βρίσκει τρόπο να στο θυμίζει. Βλέπεις καθημερινούς ήρωες να μοιάζουν με τη συνέχεια στις σελίδες που δεν διάβασες. Αναπολείς κάθε αίσθηση της αφήγησης και αγωνιάς για όσα δεν σου είπαν ακόμα οι αράδες του. Γιατί αυτό κάνουν, σου μιλούν.
Και το μονοπάτι δεν σταματά. Κανείς δεν μέτρησε τα χνάρια του, κανείς δεν έκλεισε ένα βιβλίο για να το τελειώσει. Πάντα κάτι άλλο ξεκινά, στην έτερη επιλογή της στιγμής. Τόσες ράχες σε περιμένουν, τόσες ακόμα και η καθεμιά τους κρύβει έναν ακόμα κόσμο και μια θέση· τη δική σου.
Για αυτό σου λέω, μην το χάσεις, αλλά ας χαθείς. Έτσι κι αλλιώς ο κόσμος δεν μας αρκεί και έχουμε τόσους ακόμα να γνωρίσουμε που θα μας ταξιδέψουν και καλό θα ήταν να μην τους χάσουμε. Κι αν η απώλεια είναι μεγάλο κέρδος –μιας και είχες ήδη κάτι και το έχασες– μην αρκεστείς σε αυτό, αλλά σε όσα ακόμα έχεις.
Μόνο μην τα βάλεις μαζί του και άσε να σου σφίξει το χέρι. Γιατί αν το χάσεις, χάθηκες και μετά το κείμενο θα συνεχίσει μέχρι την επόμενη τσακισμένη σελίδα του. Εσύ όμως παραπάτησες.
Για αυτό σου λέω, το κείμενο δεν λέει· είναι.