Ο James Baldwin, εκτός από δοκιμιογράφος και συγγραφέας θεατρικών έργων και μυθιστορημάτων, υπήρξε ενεργός ακτιβιστής μέλος του αμερικανικού κινήματος για τα πολιτικά δικαιώματα. Χαρακτηρίστηκε ως ένας από τους επιδραστικότερους συγγραφείς του 20ου αιώνα, καθώς δημιούργησε χώρο λογοτεχνικής συνδιαλλαγής και διαπραγμάτευσης για κοινωνικά και φυλετικά θέματα.
Δυστυχώς, όμως, η ιδιοτέλεια και το προσωπικό συμφέρον είναι αναπόσπαστα στοιχεία της ανθρώπινης φύσης κι αποτελούν το καύσιμο που διατηρεί σε λειτουργία την παγκόσμια ανθρώπινη μηχανή. Το αν εξυπηρετούν δε ευγενέστερους ή όχι σκοπούς είναι κάτι που κρίνεται από την αντίληψη που έχει ο καθένας για τον εαυτό του.
Γεννήθηκε στις 2 Αυγούστου 1924 στο Χάρλεμ της Νέας Υόρκης από ανύπαντρη μητέρα. Όταν ήταν τριών ετών η μητέρα του, Emma Jones, παντρεύτηκε τον David Baldwin. Ο πατριός του ήταν Βαπτιστής ιερέας. Από τα δεκατέσσερα έως τα δεκαέξι του ο James θα υπηρετεί ως λειτουργός νεολαίας σε μια εκκλησία της Πεντηκοστής στο Χάρλεμ. Η επαφή που θα αναπτύξει με τη θρησκεία θα έχει βαθιές ρίζες και θα τον επηρεάσει δραστικά. Η αγάπη του για τη λογοτεχνία και τη συγγραφή ξεκινούν από το σχολικά του χρόνια.
Για να στηρίξει οικονομικά την πολυμελή οικογένειά του -είχε ήδη αποκτήσει επτά αδέλφια- ο James εγκατέλειψε το όνειρό του για σπουδές και εργάστηκε αδιάκοπα σε διάφορες δουλειές.
Μετά το θάνατο του πατριού του το 1943 μετακόμισε στη Νέα Υόρκη. Ξεκίνησε να γράφει ένα μυθιστόρημα ενώ παράλληλα δημοσίευε δοκίμια και διηγήματα σε περιοδικά. Το 1948 θα μετακομίσει στο Παρίσι έχοντας λάβει υποτροφία. Εκεί ένιωσε ελεύθερος να διερευνήσει τη φυλετική του ταυτότητα και τις προσωπικές του αναζητήσεις.
Το 1953 εκδίδεται το πρώτο μυθιστόρημά του “Go tell it to the mountain”. Την επόμενη χρονιά κερδίζει την υποτροφία Guggenheim και ένα χρόνο μετά ακολουθεί η κυκλοφορία του μυθιστορήματος “Το δωμάτιο του Τζιοβάνι”. Η επόμενη περίοδος θα αποδειχθεί πολύ γόνιμη δημιουργικά με συγγραφή διηγημάτων, δοκιμίων, θεατρικών έργων και μυθιστορημάτων.
Το έργο του “Το κουαρτέτο του Χάρλεμ” εκδίδεται το 1979 έχοντας ο ίδιος βιώσει τη βία και το φυλετικό μίσος την δεκαετία του ’70 με τις δολοφονίες των Medgar Evers, Malcolm X και Martin Luther King Jr. Είναι το έκτο και τελευταίο του μυθιστόρημα, γραμμένο κατά την παραμονή του στη Γαλλία, στο σπίτι που διατηρούσε στο Saint Paul de Vence, το επονομαζόμενο “χωριό των καλλιτεχνών”.
Ο Baldwin, με αφετηρία το Χάρλεμ της δεκαετίας του ’40, απεικονίζει όσα καθοριστικά διαδραματίστηκαν τις επόμενης τρεις δεκαετίες και αφορούσαν ζητήματα σεξουαλικού προσανατολισμού, ταυτότητας φύλου, φυλετικών διακρίσεων και φυλετικού διαχωρισμού. Από το ευρύ και γενικό μετακινείται στο ειδικό και προσωπικό όπου καταπιάνεται με σχέσεις έρωτα και φιλίας, αλληλεγγύης υποστήριξης, αφοσίωσης, τη διαχείριση της απώλειας, τις ψυχολογικές συνέπειες του πολέμου σε όσους συμμετείχαν, τη θέση της θρησκευτικής πίστης και την αναγκαιότητά της, το θεσμό της αφροαμερικανικής οικογένειας.
Τέσσερα νεαρά αγόρια- ο Άρθουρ, ο Κόκκινος, ο Τραγανός και ο Φιστίκης- είχαν φτιάξει ένα κουαρτέτο, “Τις σάλπιγγες της Σιών”, και εμφανίζονταν σε εκκλησίες και διαγωνισμούς τραγουδιού. Το κουαρτέτο διαλύθηκε όταν ξέσπασε ο Πόλεμος της Κορέας, πριν η Αμερική ανακάμψει από τον Β’ΠΠ.
Έχουν περάσει 30 χρόνια όταν ο αδερφός του Άρθουρ, Χαλ Μοντάνα, ξετυλίγει το κουβάρι της αφήγησης. Ο Άρθουρ, που ακολούθησε καριέρα τραγουδιστή gospel, βρέθηκε νεκρός στις υπόγειες τουαλέτες μιας πάμπ στο Λονδίνο. Στην επιτυχημένη πορεία του Άρθουρ, σε Αμερική και Ευρώπη, ο Χαλ υπήρξε συνοδοιπόρος αναλαμβάνοντας καθήκοντα μάνατζερ. Ταλαντεύεται από το παρόν στο παρελθόν και συνθέτει ένα αφηγηματικό μωσαϊκό συναρθρώνοντας μνήμες από όσα έζησαν τις τρεις προηγούμενες δεκαετίες. Από τη διήγηση του παρελαύνουν τα μέλη του κουαρτέτου, οι γονείς του -Πολ και Φλόρενς-, άνθρωποι που στάθηκαν σταθμοί στη ζωή του Άρθουρ και κατ’ επέκταση στη δική του.
Ο Χαλ, όμως, αναλαμβάνει να αφηγηθεί και την ιστορία μιας ακόμα οικογένειας, των Μίλερ. Ο Τζόελ και η Έιμι ήταν οι γονείς της Τζούλια και του Τζίμι. Μια οικογένεια δομημένη πάνω στο χάρισμα της Τζούλια να κηρύσσει από παιδί το Λόγο του Θεού, ένα χάρισμα που απέφερε οικονομικά οφέλη.
Σε μία εποχή έντονα ταραχώδη, όπου όλοι αναζητούν τη θέση τους στην κοινωνία, ο Baldwin χτίζει χαρακτήρες γήινους, που ανακαλύπτουν την ταυτότητά τους περνώντας τις μυλόπετρες του ρατσισμού, βγαίνοντας λαβωμένοι, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό.
Όπως και σε προηγούμενα έργα του, ο συγγραφέας θίγει το θέμα της ομοφυλοφιλίας, που εκείνη την περίοδο ήταν ταμπού και κοινωνικά κατακριτέο, καταδεικνύοντας έτσι την ομοφοβία.
Το μυθιστόρημα χωρίζεται σε πέντε βιβλία-μέρη: Δείξε έλεος, Οι δώδεκα πύλες της πόλης, Ο τραγουδιστής των γκόσπελ, Το ψυχοπαίδι, Οι πύλες της κολάσεως.
Ως προμετωπίδες κάθε μέρους χρησιμοποιεί στίχους παραδοσιακών gospel τραγουδιών, ένα στοιχείο που διαποτίζει το μυθιστόρημα, κάνοντας εμφανή τη σχέση του συγγραφέα με την εκκλησία, καθώς τις σελίδες του βιβλίου διαπερνούν όχι μόνο τραγούδια gospel μα και οι από άμβωνος ομιλίες ιεροκηρύκων.
Λυρικό, συναισθηματικό, τραχύ και οδυνηρό συνάμα, το μυθιστόρημα του Baldwin, πέραν του καταγγελτικού χαρακτήρα του, παραμένει μια αποτύπωση των γεγονότων, των ζυμώσεων και των μεταβολών στην αμερικανική κοινωνία της περιόδου.
Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις σε μετάφραση του Χρήστου Οικονόμου.
Λίγα λόγια για τον συγγραφέα
Ο Τζέιμς Μπόλντουιν γεννήθηκε στο Χάρλεμ της Νέας Υόρκης στις 2 Αυγούστου του 1924. Το πρώτο του μυθιστόρημα, “Go Tell It on the Mountain”, εκδόθηκε το 1953. Ζωντανεύοντας τις εμπειρίες του ως νεαρού ιεροκήρυκα στους δρόμους του Χάρλεμ, γνώρισε αμέσως επιτυχία και ακολούθησε το “Giovanni’s Room”, που ερευνά το ζήτημα του ομοφυλοφιλικού έρωτα με ευαίσθητο και επιβλητικό τρόπο. Το “Another Country” (1963) προκάλεσε λογοτεχνική έκρηξη και το 1964 ακολούθησαν δύο βιβλία το “Nobody Knows my Name” και το “Notes of a Native Son”, τα οποία περιέχουν αρκετές από τις ιστορίες και τα δοκίμια που του χάρισαν φήμη τόσο στην Αμερική όσο και στην Ευρώπη. Το “Nobody Knows my Name” επιλέχτηκε από την Αμερικανική Ένωση Βιβλιοθηκών ως ένα από τα σημαντικότερα βιβλία της χρονιάς εκείνης. Το “Going to Meet the Man” ήταν η πρώτη συλλογή διηγημάτων του Τζέιμς Μπόλντουιν. Εξέδωσε συλλογές δοκιμίων, μεταξύ των οποίων “The Fire Next Time” (1963), “Nothing Personal” (1964), “No Name in the Street” (1971), “The Devil Finds Work” (1976), “Evidence of Things not Seen” (1983) και έγραψε δύο θεατρικά έργα: “The Amen Corner” (1955) και “Blues for Mr Charlie” (1965). Στα μυθιστορήματα του συγκαταλέγονται τα “If Beale Street Could Talk” (1974), “Little Man, Little Man” (1975) και “Just Above my Head” (1979).
Παρότι “μαύρος και ομοφυλόφιλος”, ο Τζέιμς Μπόλντουιν κέρδισε βραβεία, υποτροφίες και επιχορηγήσεις, ενώ το 1986 παρασημοφορήθηκε από τη Λεγεώνα της Τιμής. Πέθανε το 1987 στο σπίτι του στη Γαλλία. Η νεκρολογία των “Times” έγραφε: “Τα καλύτερα έργα του αντέχουν σε σύγκριση με οτιδήποτε εκδόθηκε την ίδια εποχή στις Ηνωμένες Πολιτείες”, ενώ το “Newsweek” τον χαρακτήρισε ως “έναν οργισμένο συγγραφέα η ευφυΐα του οποίου ήταν τόσο προκλητική και η γραφή του τόσο καλαίσθητη, ώστε δεν άργησε να γίνει ο μαύρος συγγραφέας που οι λευκοί φιλελεύθεροι δεν έπαψαν να φοβούνται”.
Τέσσερις νεαροί μαύροι μουσικοί, μεταξύ των οποίων ο μετέπειτα διάσημος “Αυτοκράτορας της σόουλ” Άρθουρ Μοντάνα, ξεκινούν από το Χάρλεμ της δεκαετίας του ’40 για να κατακτήσουν τον κόσμο με όχημα το πάθος τους για τα γκόσπελ. Τριάντα χρόνια αργότερα, όταν ο Άρθουρ θα βρεθεί νεκρός στο Λονδίνο, ο αδελφός του, ο Χαλ, επιστρέφει στο παρελθόν για να αφηγηθεί μια συναρπαστική και σπαρακτική ιστορία, που θα παρακολουθήσει την περιπλάνηση των ηρώων από τη Νέα Υόρκη ώς το Παρίσι και από τον αμερικανικό Νότο ώς την Αφρική και την Κορέα, φέρνοντάς τους αντιμέτωπους με προσωπικές, οικογενειακές και κοινωνικές συγκρούσεις, με τις ολέθριες συνέπειες της απώλειας, αλλά και τους ακατάλυτους δεσμούς που γεννούν η αφοσίωση, ο έρωτας (ομοφυλοφιλικός και μη) και η φιλία.
Στο “Κουαρτέτο του Χάρλεμ”, το τελευταίο και εκτενέστερο μυθιστόρημά του, ο Τζέιμς Μπόλντουιν χρησιμοποιεί ως φόντο το κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα των μαύρων, που συντάραξε τις ΗΠΑ τη δεκαετία του ’60, για να αφηγηθεί ένα επικό άσμα αγάπης, πάθους, πένθους και οργής, όπου η δυναμική των φυλετικών και σεξουαλικών σχέσεων καθορίζει σε καταλυτικό βαθμό τον αέναο αγώνα του ανθρώπου να παραμείνει άνθρωπος.