Λίγα graphic novels έχουν αναγνωριστεί τόσο επίσημα ως λογοτεχνία, όσο το «Watchmen» (1987), του Άλαν Μουρ, με σκίτσα του Ντέιβ Γκίμπονς και χρώματα του Τζον Χίγκινς, το οποίο κατάφερε να μπει στη λίστα του περιοδικού Time, με τα «100 καλύτερα μυθιστορήματα» του 20ου αιώνα, στα Αγγλικά. Ενώ ο Άλαν Μουρ ξεκίνησε, σε κάθε περίπτωση, να γράφει ένα κόμικ με σούπερ ήρωες, τηρώντας όλους τους κανόνες και συμπεριλαμβάνοντας όλα τα δομικά στοιχεία της πλοκής των κόμικς του είδους, το «Watchmen», όπως και το «V for Vendetta» (1982-1985) πριν από αυτό, μπορεί άνετα να διαβαστεί και ως ένα ολοκληρωμένο, μεταμοντέρνο μυθιστόρημα. Αυτό οφείλεται στις επιρροές του Μουρ από την αγγλόφωνη λογοτεχνία, ξεκινώντας από τον Πέρσυ Μπυς Σέλλεϋ και φτάνοντας μέχρι τον Άλιστερ Κρόουλι και τον Ουίλιαμ Σ. Μπάροουζ, στον οποίων το έργο υπάρχουν σαφείς αναφορές. Τα σχέδια του Γκίμπονς, αλλά και η χαρακτηριστική παλέτα του Χίγκινς, λειτουργούν εξαιρετικά, όχι απλώς συνοδευτικά, σαν εικονογράφηση της πλοκής και των διαλόγων του Μουρ, αλλά και ως μέρος της ίδιας της αφήγησης, μιας και, όπως έχουν παραδεχτεί όλοι τους σε συνεντεύξεις, το τελικό προϊόν είναι αποτέλεσμα μιας από κοινού συνεργασίας και όχι πνευματικό δημιούργημα ενός μόνο από τους συντελεστές.
Το «Watchmen» κυκλοφόρησε αρχικά σε 12 μηνιαία τεύχη, κάνοντας το ντεμπούτο του το Σεπτέμβρη του 1986 και ολοκληρώνοντας την κυκλοφορία του τον Οκτώβρη του 1987. Στην ιστορία των graphic novels, το «Watchmen» υπήρξε ένα από τα πρώτα που γνώρισαν θηριώδη επιτυχία με το αναγνωστικό κοινό, κυρίως όταν επανακυκλοφόρησε πια σε έναν ενιαίο τόμο το 1987. Το πρώτο graphic novel ήταν μάλλον το «Συμβόλαιο με τον Θεό» (1978), του Γουίλ Άισνερ, ενώ ένα από τα σημαντικότερα, ως προς την εδραίωση του είδους, υπήρξε το «Maus» (1980-1991), του Άρτ Σπίγκελμαν, που είναι ουσιαστικά μια μαρτυρία του Ολοκαυτώματος από τον Πολωνοεβραίο πατέρα του κομίστα, έναν επιζώντα του στρατοπέδου συγκέντρωσης του Άουσβιτς. Μετά από μια τέτοια, καθαρά «λογοτεχνική» στροφή, το κοινό ήταν πια έτοιμο να πάρει στα σοβαρά ένα μέσο, που μέχρι πρότινος προοριζόταν αποκλειστικά για την ψυχαγωγία των νέων και δεν έχρηζε ιδιαίτερης εκτίμησης από τους φίλους της λογοτεχνίας. Ο Φρανκ Μίλλερ, που αργότερα δημιούργησε την επιτυχημένη σειρά, «Sin City», ήταν ένας από τους πρώτους που προσπάθησε να επαναφέρει την κουλτούρα των graphic novels πίσω στις ρίζες της, με το «Batman: The Dark Knight Returns» (1986), το οποίο έχει ως κεντρικό χαρακτήρα τον πασίγνωστο σούπερ ήρωα του Μπομπ Κέιν, αλλά διαθέτει ένα ύφος σκοτεινότερο από οποιαδήποτε προηγούμενη μεταφορά της ιστορίας του Μπάτμαν. Ο Άλαν Μουρ κατέφθασε σε εκείνο ακριβώς το κομβικό σημείο, για να ρωτήσει όλες τις άβολες ερωτήσεις σχετικά με το καλτ των υπερηρώων, συλλογιζόμενος επάνω στη λατινική φράση: «Quis custodiet ipsos custodes?», ποιος, δηλαδή, φυλάει τους ίδιους του φύλακες, ή στα Αγγλικά, «Who watches the Watchmen?»
Οι πρωταγωνιστές του «Watchmen» θυμίζουν επίτηδες άλλους, οικείους στους αναγνώστες κόμικς, υπερήρωες. Ο Nite Owl II, ο Δρ. Μανχάταν, η Silk Spectre II, ο Ρόρσαχ ή ο Κωμικός και ο Ozymandias, μοιάζουν με τους Fantastic Four, τους X-Men και την Justice League, αλλά και με χαρακτήρες από τη λογοτεχνία του 19ου αιώνα, όπως τον Αόρατο Άνθρωπο και τον Φαντομά. Όπως συχνά συμβαίνει στο σύμπαν της Marvel ή της DC, οι σούπερ ήρωες αυτοί έχουν αφιερώσει τη ζωή τους στο να σώσουν τον κόσμο από διάφορες γήινες και μη απειλές, όμως ο κόσμος τους φοβάται, λόγω των ασύλληπτων από τον κοινό νου δυνάμεων που διαθέτουν και αμφισβητεί την αγνότητα των προθέσεών τους. Εκείνο που αποτελεί πρωτοπορία στο «Watchmen» είναι ότι οι ομώνυμοι υπερήρωες δεν απεικονίζονται με τον εξιδανικευμένο τρόπο που το αναγνωστικό κοινό είχε ως τότε συνηθίσει, αλλά ως άνθρωποι με σοβαρά προβλήματα και σε πολλές περιπτώσεις πραγματικά αμφίβολες προθέσεις. Με κάποιους, όπως, για παράδειγμα, τον Ρόρσαχ, να υποφέρουν από ψυχολογικά τραύματα, άλλους, όπως τον Δρ. Μανχάταν, να κρατούν ψυχρή στάση και να αδιαφορούν για τη μοίρα των μαζών και μερικούς, όπως τον Κωμικό και τον Ozymandias να είναι σαδιστές ή και να αποσκοπούν στο να πάρουν περισσότερη εξουσία στα χέρια τους, το «Watchmen» ψυχογραφεί τους χαρακτήρες του με ειλικρίνεια και μπόλικο ρεαλισμό, κάνοντας ένα διαλογισμό επάνω στη διαφθορά, που πηγάζει από την απόλυτη δύναμη.
Τοποθετώντας τη δράση του «Watchmen» στο σήμερα (τέλη της δεκαετίας του 1980), ο Μουρ βρίσκει την ευκαιρία να μιλήσει, όχι μόνο για την ιστορία των σούπερ ηρώων από το 1940, αλλά και για την ίδια την ιστορία του Δυτικού Κόσμου, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και από την εμφάνιση των χίπις και της επαναστατικής «αντικουλτούρας» της δεκαετίας του 1960, έως την εποχή της εμπορευματοποίησης αυτών και του γενικότερου μηδενισμού της δεκαετίας του 1980. Συγκεκριμένα, σε κάποιο σημείο ο Γκίμπονς και ο Χίγκινς έχουν την ευκαιρία να απεικονίσουν τον πρώην Πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών, τον καθαιρεμένο για το σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ, Ρίτσαρντ Νίξον, ο οποίος σε αυτό το παράλληλο σύμπαν συνωμοτεί για να χρησιμοποιήσει προς όφελός του τους Watchmen, που σε αυτή την περίπτωση λίγο διαφέρουν από τις δυνάμεις του Στρατού. Παράλληλα, κυρίως μέσα από φλας μπακ, ο Μουρ μιλάει για τον πρώτο πόλεμο που μεταδόθηκε τηλεοπτικά, εκείνο του Βιετνάμ, με όλες τις βιαιότητες που συνέβησαν εκεί από πλευράς της Αμερικής, τον μάλλον κατασταλτικό ρόλο της ψυχολογίας, όπως αυτή εξασκούταν τότε, «θεραπεύοντας» φυσιολογικούς ανθρώπους χρησιμοποιώντας ακραία μέσα, όπως το ηλεκτροσόκ ή τη λοβοτομή, καθώς και τον αποπροσανατολισμένο αγώνα για την αποδοχή και την εκτενέστερη μελέτη επάνω στις ψυχεδελικές ουσίες. Ο Μουρ, δανειζόμενος ένα στίχο από το κομμάτι «Sanities», του John Cale, ζητάει έναν «κόσμο με δυνατότερα συναισθήματα αγάπης».
Αν κάποιος διαβάσει το «Watchmen» σαν μυθιστόρημα της εποχής του, σίγουρα θα συμφωνήσει πως θα μπορούσε να βρίσκεται στο ίδιο ράφι με τα μεταμοντέρνα μυθιστορήματα του Τόμας Πίντσον, του Τσακ Παλάνιουκ ή της Κάθυ Άκερ. Με την τελευταία, μάλιστα, την οποία ο Μουρ γνώριζε προσωπικά και υπήρξαν στενοί φίλοι, μέχρι τον πρόωρο θάνατό της, το 1997, δεν συμπίπτει μόνο η θεματολογία του, αλλά και οι αναφορές και τα μηνύματά του. Όπως και η Άκερ, ο Μουρ αντλεί την περιγραφή του σύμπαντος στο οποίο λαμβάνει χώρα η ιστορία του, από τις δυστοπίες του Όργουελ, του Χάξλεϋ, του Μπράντμπερι και του Φίλιπ Κ. Ντικ. Η αντιμετώπισή του, δε, απέναντι στην ψυχρότητα, την απληστία των καπιταλιστών, τη βία της εξουσίας και τον αφανισμό της τέχνης και της μαγείας, είναι πολύ συναφής με εκείνη των «ηρώων» της Άκερ και του ίδιου, δηλαδή του Ζαν Ζενέ, του Μπάροουζ και άλλων πρωτοπόρων του κινήματος της «αντικουλτούρας». Πολιτικά, ο Μουρ έχει μάλλον αναρχικές πεποιθήσεις, ενώ φιλοσοφικά είναι σύμφωνος με τις ιδέες του Άλιστερ Κρόουλι, όντας μάλιστα μέλος του τάγματος, «Θέλημα», που εκείνος ίδρυσε.
Ο Άλαν Μουρ επέστρεψε αρκετές φορές στην καριέρα του σε παρόμοια θεματολογία με εκείνη του «Watchmen», όπως για παράδειγμα με το «League of Extraordinary Gentlemen» (1999-2007). Έχοντας «τραβήξει» τόσο την προσοχή του κοινού, το «Watchmen» ήταν για πολλά χρόνια ένα δύσκολο πρότζεκτ, που πολλοί ενδιαφέρθηκαν να μεταφέρουν στη μεγάλη οθόνη. Η αποτυχημένη μεταφορά του Ζακ Σνάιντερ το 2009 μπορεί να απέφερε κέρδη στη Warner Bros., όμως ήταν τόσο μακριά από το πνεύμα του graphic novel, που ο Άλαν Μουρ όχι μόνο δεν ήθελε να έχει καμία σχέση με αυτή, αλλά ζήτησε μέχρι και να αφαιρεθεί το όνομά του από τους τίτλους, καθώς και να μην χρησιμοποιηθεί ξανά το όνομά του σε καμία μελλοντική μεταφορά των έργων του στη μεγάλη οθόνη. Αν διαβάσει κανείς αυτό το τόσο λεπτομερές και αριστουργηματικά δομημένο έργο και ύστερα δει την καθαρά προοριζόμενη για να «σπάσει ταμεία» κινηματογραφική μεταφορά του Σνάιντερ, που σε τίποτα δεν διαφέρει από τη σειρά ταινιών της Marvel, θα καταλάβει αμέσως γιατί ο Μουρ ένιωσε τόσο προσβεβλημένος από την ταινία «Watchmen» και από οποιοδήποτε παρόμοιο πρότζεκτ έχει παραχθεί από τη βιομηχανία του Χόλυγουντ.