Το «Πέρα Δώθε» της Χριστίνας Πουλίδου μας ταξιδεύει στα συριανά μονοπάτια, με πρωταγωνιστές μια εύπορη οικογένεια από τη Χίο, την οικογένεια Χωρέμη, που κατέφυγε στη Σύρο για να γλιτώσει τη σφαγή της Χίου.
Η Χριστίνα Πουλίδου γεννήθηκε στην Αθήνα, το 1958. Σπούδασε νομικά και τελικά έγινε δημοσιογράφος. Δούλεψε σε πολλά ΜΜΕ, κυρίως στην «Αυγή», στον «Επενδυτή» και στο ΑΠΕ. Ασχολήθηκε αποκλειστικά με την εξωτερική πολιτική και ιδιαίτερα με την Ευρώπη. Εχει τιμηθεί με το βραβείο Μπότση και το βραβείο «Κωνσταντίνος Καλλιγάς». Μέσα σε 3 χρόνια έχουν εκδοθεί δύο μυθιστορήματα στα οποία πρωταγωνιστεί η Σύρος, η αρχοντική πρωτεύουσα των Κυκλάδων
Επιμέλεια συνέντευξης: Βασιλική Ευαγγέλου Παπαθανασίου
Ο δυναμικός κόσμος της Σύρου αποτυπώνεται έντεχνα από την πένα σας. Τι σας ενέπνευσε για να γράψετε το «Πέρα δώθε»;
Είναι τόσο ωραία, δημιουργική και αισιόδοξη η ιστορία της Σύρου, που αισθάνθηκα την ανάγκη να τη συμμεριστώ. Να φωτίσω δηλαδή με κάποιο τρόπο το μήνυμα, ότι στην ελληνική ιστορία έχουμε και καλά παραδείγματα ενσωμάτωσης ανθρώπων διαφορετικών προελεύσεων. Γιατί στη Σύρο, ένα ξερονήσι 4.000 ανθρώπων που όμως τελούσε υπό την προστασία της Καθολικής Εκκλησίας, κατέφυγαν το 1822 κατατρεγμένοι απ’ τους Οθωμανούς Χιώτες κυρίως, αλλά και Ψαριανοί, Οινουσιώτες, Πελοποννήσιοι (αργότερα και Γάλλοι, Ιταλοί και Σύριοι κυνηγημένοι στις χώρες τους) κι έφτιαξαν την Ερμούπολη – μια πολιτεία 22.000 κατοίκων με σχολεία, νοσοκομεία, προξενεία, τράπεζες, ασφαλιστικούς οργανισμούς, εργοστάσια και ναυπηγεία. Δεν είναι ένα παρήγορο μήνυμα;
Είναι εύκολο ή δύσκολο να εστιάσετε σε ιστορικά γεγονότα της εποχής;
Δύσκολο εύκολο, βασικά είναι ωραίο! Εμένα μου άρεσε αυτή η φυγή προς τα πίσω. Αυτό που με δυσκόλεψε ήταν η χρήση της γλώσσας. Νομίζω πως η γλώσσα εκείνη την εποχή πρόδιδε την ταξική προέλευση. Και πάντως, στην καθημερινότητά τους οι άνθρωποι νομίζω τελικά πως μιλούσαν μια στρωτή γλώσσα, χωρίς τις υπερβολές της καθαρεύουσας/δημοτικής.

Τι θυμάστε από τα παιδικά σας χρόνια;
Δυστυχώς ήμουν μοναχοπαίδι, πράγμα που ποτέ δεν μου άρεσε. Τελευταία κατάλαβα κι άλλη μια αναπηρία που έχουν τα μοναχοπαίδια. Από μια ηλικία και μετά ανακαλύπτουν ότι από τα παιδικά τους χρόνια δεν έχουν κοινές αναμνήσεις με κανένα! Ως προς το ερώτημά σας, αν στα «παιδικά χρόνια» βάλουμε και τα πρώτα χρόνια του δημοτικού, θυμάμαι πολλές ώρες διαβάσματος και λίγες ώρες ξεφαντώματος σε παιχνίδι, όταν έβρισκα άλλα παιδάκια.
Διαβάζατε λογοτεχνία από μικρή κι αν ναι, ποιον συγγραφέα θαυμάζετε;
Έχω λατρέψει την Πηνελόπη Δέλτα, έχω διαβάσει πολύ Ιούλιο Βερν, όλη τη σκοτεινή αγγλική παιδική λογοτεχνία του Ντίκενς και τη γοητευτική της Τζ. Όστιν και πολλή… Πολυάννα!
Έχετε σπουδές νομικής και γίνατε δημοσιογράφος. Πότε αποφασίσατε ότι θέλετε να γίνετε συγγραφέας;
Με το δικό μου μυαλό η ιδιότητα του «συγγραφέα» απαιτεί βάθος χρόνου και παραγωγή έργου. Εγώ δυο βιβλία έγραψα, στη δική μου γλώσσα δεν λογίζομαι ακόμη «συγγραφέας». Αποφάσισα πάντως να γράψω ένα μυθιστόρημα, όταν ένιωσα τα χέρια μου να κολλάνε στο πληκτρολόγιο, το μυαλό μου να γεμίζει σαν φούσκα από ιδέες και την καρδιά μου να λαχταρά να απομονωθεί και να αφηγηθεί ένα παραμύθι.
«Άνω Κάτω», «Πέρα Δώθε», τίτλοι ευφάνταστοι. Γιατί τους προτιμάτε;
Μου αρέσουν γιατί στη ζωή ποτέ δεν πάμε σε μια κατεύθυνση, πηγαινοερχόμαστε διαρκώς. Το «Άνω Κάτω» είχε επιπλέον να κάνει με την Άνω Σύρο και την Ερμούπολη, που για ένα διάστημα αναφερόταν και σαν Κάτω Χώρα. Επίσης με τις ανηφοριές και κατηφοριές της, αλλά και την ταξική κοινωνία της. Στο «Πέρα Δώθε» η χιώτικη οικογένεια των Χωρέμηδων που είναι οι βασικοί πρωταγωνιστές του βιβλίου, έχουν και κάποιες ρίζες από Κων/πολη – «η γιαγιά της ερχόταν απ’ το Πέραν, με αρχοντικό στη Μεγάλη Οδό» αναλογιζόταν η Σμαράγδα. Αλλά βασικά, ήθελα να σηματοδοτήσει το Πέρα Δώθε μιας κοινωνίας ανθεκτικής, προσαρμοστικής, δημιουργικής και ιδιαίτερα παραγωγικής.
Πώς μπλέκετε τη μυθοπλασία με τα αληθινά γεγονότα;
Μόνα τους πάνε και μπλέκουν. Εκεί που λέω εγώ την ιστορία των Μαρωνιτών της Συρίας, που για να ξεφύγουν απ’ τη σφαγή των Δρούζων κατέφυγαν στη Σύρο, πάει κι ερωτεύεται ο Ζαννής την Αμίρα! Κι εκεί που δουλεύει ήσυχος ο Ζαννής στο γραφείο του, μπουκάρει ο θείος Χαρίλαος για να του αναγγείλει την «ανάρμοστη πολυτέλεια ανοικοδόμησης Δημαρχιακού Μεγάρου απ’ τον δήμαρχο Βαφειαδάκη!»…

Πόσο καιρό σάς πήρε να συλλέξετε τα στοιχεία για τη συγγραφή του βιβλίου σας;
Συνήθως η έρευνα και το γράψιμο πάνε μαζί. Η έρευνα δεν τελειώνει ποτέ. Κι όταν γράφω, γεννοβολάω νέα ερωτήματα και απορίες που χρειάζονται ψάξιμο. Γενικά πάντως, είμαι μάλλον γρήγορη στο γράψιμο. Το βιβλίο, σε πρώτη γραφή, συνολικά με απασχόλησε για έξι μήνες. Μετά, το άφησα να ξεκουραστεί. Και το πείραζα επί δύο χρόνια. Ωραία ήταν!
Γράφετε κάτι καινούργιο;
Ναι, και είμαι και πάλι συνεπαρμένη απ’ αυτή την υπερένταση που δημιουργούν οι ιδέες μέσα στο κεφάλι σου…
Ποια είναι η αγαπημένη φράση του βιβλίου σας που σας συντροφεύει στη ζωή;
«Κοιτάμε μπροστά».
Ευχαριστούμε πολύ την κυρία Χριστίνα Πουλίδου για την παραχώρηση του φωτογραφικού υλικού.